Προβληματισμό προκαλεί η ανακοίνωση της Ένωσης Αρχαιολόγων Ελλάδος «Ηώς», σύμφωνα με την οποία η καταστροφή του τεμένους Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο είναι «μία μη αναστρέψιμη απώλεια», παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου Πολιτισμού για πλήρη αποκατάσταση του μνημείου, μετά την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε πριν από λίγες μέρες και προκάλεσε σοβαρότατες ζημιές εντός και εκτός του τεμένους.
«Η ολοκληρωτική καταστροφή αυτού του κυρίαρχου στοιχείου του μνημείου από την πυρκαγιά είναι δυστυχώς μια μη αναστρέψιμη απώλεια, την οποία καμία “αποκατάσταση” δεν μπορεί να αναπληρώσει» τονίζει συγκεκριμένα η Ένωση Αρχαιολόγων Ελλάδας «Ηώς» και υπογραμμίζει: «Αφού αναζητηθούν τα αίτια αυτής της καταστροφής από τους αρμoδίους θα πρέπει να αναζητηθεί με νηφαλιότητα ο καλύτερος τρόπος στέγασης του τεμένους. Απώλειες μνημείων τέτοιας σημασίας συνιστούν επώδυνη υπενθύμιση της ευαισθησίας του πολιτιστικού μας αποθέματος και της ανάγκης διαρκούς μέριμνας για την προστασία του».
Κριτική και από το Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων
«Η αρχαιολογική αυτεπιστασία και όχι η εργολαβία, είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος επέμβασης και σε ιστάμενα μνημεία, ιδίως σε εκείνα που είναι μείζονος ιστορικής σημασίας» τονίζει σε δική του παρέμβαση ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, επισημαίνοντας την πάγια θέση του η οποία, όπως αναφέρει, επιβεβαιώνεται με τον πιο τραγικό τρόπο, με την καταστροφή μνημείου.
Αναφερόμενος στο «τέμενος Βαγιαζήτ», που υπέστη σοβαρότατες ζημιές πριν λίγες ημέρες από πυρκαγιά, ο ΣΕΑ σημειώνει ότι το μνημείο, «εντάχθηκε στο προηγούμενο ΕΣΠΑ 2007-2013 με προϋπολογισμό 1.382.991,89 ευρώ» και πως «η κάλυψη της στέγης εσωτερικά με μεμβράνη, σε συνδυασμό με την απώλεια μεγάλου μέρους των εξωτερικών μολυβδόφυλλων που την κάλυπταν, οδήγησαν σε μεγάλες βλάβες των ξύλινων στοιχείων».
«Οι εκπλήξεις που θα ακολουθούσαν την απομάκρυνση της μεμβράνης έδειχναν την αυτεπιστασία ως μονόδρομο. Εντούτοις, η λύση που επίμονα προωθήθηκε από την πολιτική ηγεσία το 2014, δυστυχώς με την συναίνεση συγκεκριμένων υπηρεσιακών παραγόντων, ήταν εκείνη της αμαρτωλής μεθόδου της μελετοκατασκευής, την οποία ο νόμος (αλλά και η κοινή λογική παγκοσμίως) δεν αποδέχεται ως μέθοδο επέμβασης σε μνημεία!» σημειώνουν οι αρχαιολόγοι.
Οι ίδιοι συμπληρώνουν ότι «από τότε έγιναν μια σειρά ενέργειες που εγείρουν ερωτήματα για την αποτελεσματικότητά τους ή και για τις τυχόν επιπτώσεις τους στη στατική κατάσταση του μνημείου, όπως το πανάκριβο στέγαστρο που τοποθετήθηκε πάνω από το μνημείο. Μάλιστα, μοιραίες ενέργειες όπως οι οξυγονοκολλήσεις που φέρεται ότι γίνονταν από τον εργολάβο, πρέπει ενδελεχώς να εξεταστεί αν εκτελούνταν υπό την έγκριση και υπό την εποπτεία της αναθέτουσας αρχής».
Ο ΣΕΑ τονίζει ότι «σε κάθε περίπτωση η εφιαλτική κατάληξη του τεμένους αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι τα έργα στα μνημεία πρέπει να υλοποιούνται αποκεντρωμένα, ώστε η ίδια η Υπηρεσία να υλοποιεί κάθε βήμα και όχι με εργολαβίες που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να εποπτεύονται περιοδικά και επομένως ατελώς από τις Υπηρεσίες της Αθήνας».
Τέλος, καταλήγει ότι «η μόνη ελπίδα για να μην ξημερώνουν ημέρες όπως η σημερινή, με όλη τη σκοτεινιά και την απόγνωση που επιφέρει η σχεδόν πλήρης καταστροφή ενός μνημείου, όπως το τέμενος Βαγιαζήτ, είναι η άμεση ενίσχυση των Εφορειών Αρχαιοτήτων της περιφέρειας, ώστε να φέρουν εις πέρας τα έργα στην περιοχή αρμοδιότητάς τους. Όλα τα άλλα ήταν, είναι και θα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις».
Τι δήλωσε η Κονιόρδου από το Διδυμότειχο
Αναφορικά με το χρόνο έναρξης των εργασιών αποκατάστασης, η υπουργός Πολιτισμού δήλωσε πως πρώτο βήμα είναι η απομάκρυνση του υφιστάμενου στεγάστρου το οποίο μετά την πυρκαγιά καθιστά επικίνδυνη οποιαδήποτε εργασία στο τέμενος. Θα ακολουθήσει η προετοιμασία του χώρου από τους αρχαιολόγους, καθώς υπάρχουν πράγματα που χρήζουν μελέτης και η άμεση αναπροσαρμογή των μελετών που ήδη είχαν εκπονηθεί για την αναστήλωση του μνημείου. Η πλήρης αποκατάσταση τόσο της στέγης όσο και όλων των ζημιών εντός του τεμένους θα ενταχθεί, σύμφωνα με την κ. Κονιόρδου στο ΕΣΠΑ. «…Πιστεύω ότι όλοι θα βάλουμε τα δυνατά μας, από κοινού, ώστε αυτό το μνημείο ν’ αποκατασταθεί όσο πιο γρήγορα είναι δυνατό», δήλωσε η υπουργός.