Το επίκαιρο μήνυμα της Ημέρας της Ευρώπης στην σκιά της Ρώσικης εισβολής
Του Ορέστη Χατζόπουλου,
Οικονομολόγου, MScs Ευρωπαϊκή Πολιτική και Ευρωπαϊκό Δίκαιο
“Ο πόλεμος είναι η πιο σκοτεινή αχρειότητα για την οποία είναι ικανή η ανθρώπινη φύση” Erasmus (1466 – 1536 μ.Χ.)”
Η φράση αυτή έρχεται συνειρμικά στο νου βλέποντας τις φρικαλεότητες της Ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία, υπενθυμίζοντας με τον πλέον τραγικό τρόπο ότι ακόμη και στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, οι πόλεμοι δεν συνθέτουν μια μακρινή, θλιβερή ανάμνηση από το «σκοτεινό» της παρελθόν αλλά εξακολουθούν να αποτελούν μια απειλητική πραγματικότητα.
Τα συντρίμμια της Αγγλικής πόλης Coventry από τον μεγάλης κλίμακας βομβαρδισμό των Ναζί (ⒸTaylor, Lt. / Imperial War Museums)
Ένας μοναχικός ποδηλάτης περιπλανιέται στα ερείπια της Μαριούπολης (Ⓒbrusselstimes.com)
Τα αίτια των διακρατικών συγκρούσεων
Για πολλούς ιστορικούς, η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι ένας συνεχής πόλεμος που διακόπτεται από μικρά διαλείμματα ειρήνης.
Οι συγκρούσεις ήταν πάντοτε απότοκο των πιέσεων και των περιορισμών που θέτει η γεωγραφία, όπως αναλύει πολύ περιγραφικά ο T. Marshal καθώς και του κυρίαρχου ιστορικά μοντέλου οργάνωσης των διακρατικών σχέσεων, το οποίο έχει τις ρίζες του στην ρεαλιστική θεώρηση, όπου, σύμφωνα με αυτή, η διεθνής σκηνή αντιλαμβάνεται ως μία «αρένα αντιπαράθεσης» μεταξύ των κρατών υπό το διαρκή φόβο της συγκριτικής επιδείνωσης της θέσης τους στην διεθνή ιεραρχία. Κατά τον J.L. Harper, η «χομπσιανή» αντίληψη των αντιπάλων μερών να υποθέτουν την χειρότερη εκδοχή για τον άλλο (ή αλλιώς η αναγωγή σε επίπεδο κράτους της φράσης “Homo homini lupus”) και να αναζητούν την ασφάλεια μέσω της εδαφικής επέκτασης ή της εδραίωσης σφαιρών επιρροής, οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρουσιακές μορφές συμπεριφοράς αντί της επιλογής μιας οποιαδήποτε μορφής συνεργασίας.
Η αντίληψη αυτή κυριάρχησε ανά τους αιώνες στην Γηραιά Ήπειρο καθιστώντας τις πολεμικές συγκρούσεις μια κανονικότητα. Όπως σημειώνει ο Fagan, ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία, από τις απαρχές της μέχρι τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, “όλα είχαν ένα κοινό συγκρουσιακό χαρακτηριστικό: τους γεωπολιτικούς πολέμους”. Αυτές οι συνεχείς εντάσεις, εδαφικές διενέξεις και πόλεμοι, είχαν ως αποτέλεσμα μια συνεχώς διαιρεμένη Ευρώπη, η οποία συνοδευόταν από μία πάγια αίσθηση ότι αυτή η αντιπαλότητα και δυσπιστία θα καθόριζε τις διακρατικές σχέσεις στο διηνεκές.
Η Διακήρυξη του Schuman και το διακύβευμα της ειρήνης
Την φαινομενική αυτή νομοτέλεια ήρθε να ανατρέψει η υλοποίηση ενός εξαιρετικά φιλόδοξου project που ο Parker ονόμασε «εναλλακτική γεωπολιτική διαδικασία», η οποία στηρίχθηκε στην σφυρηλάτηση σχέσεων αλληλεξάρτησης και συνεργασίας, με απώτερο σκοπό την εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης.
Η αρχή έγινε με την εμπνευσμένη Διακήρυξη του R. Schuman στις 9 Μαΐου του 1950 (ημέρα που καθιερώθηκε ως η «Ημέρα της Ευρώπης»), σε μια περίοδο που τα ευρωπαϊκά κράτη προσπαθούσαν ακόμη να συνέλθουν από τα τραύματα που άφησε πίσω του ο καταστροφικός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κεντρικό σημείο της ομιλίας του αποτέλεσε η αναγκαιότητα εξασφάλισης της μακροχρόνιας ειρήνης και της εξάλειψης των αιτιών που οδηγούσαν σε συγκρούσεις μέσα από την οικοδόμηση μιας «de facto αλληλεγγύης», η οποία θα καθίστατο δυνατή μόνο εάν οι πολιτικές κάθε χώρας λαμβάνουν υπόψη τους όχι μόνο τις ανάγκες των ιδίων αλλά και εκείνες των υπολοίπων.
Η Διακήρυξη Schuman στις 9 Μαΐου 1950 (Ⓒconsilium.europa.eu)
Πράγματι, ο σχεδιασμός της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη που οραματίστηκε ο Jean Monnet (αρχής γενομένης από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα – Χάλυβα, τον Απρίλιο του 1951), με την από κοινού διαχείριση βασικών οικονομικών πόρων αντανακλούσε μια κεντρική στόχευση: να καταστεί οποιαδήποτε προοπτική πολέμου οικονομικά ασύμφορη και πρακτικά αδύνατη, κατά τρόπο ώστε “ζητήματα που στο παρελθόν δίχασαν κατά τραγικό τρόπο την Γηραιά Ήπειρο, τώρα θα αποτελούσαν σταθερό λόγο συνεργασίας”.
Και κάπως έτσι, ένα όνειρο έλαβε σάρκα και οστά. “Ένα όνειρο που γεννήθηκε από μια τραγωδία”.
Σε αυτό, καταλυτικό παράγοντα αποτέλεσε η δημιουργία θεσμών και πολιτικών που, μαζί με την μεταφορά ισχύος από τα κράτη στο υπερεθνικό επίπεδο, ενίσχυσαν την αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, ενθαρρύνοντας την συνεργασία και τον διάλογο, μέσα απαραίτητα για την καταπολέμηση του τοξικού εθνικισμού που επί αιώνες δίχαζε τους λαούς της Ευρώπης.
Τι πέτυχε τελικά το Ευρωπαϊκό Εγχείρημα;
Στα 70 χρόνια της ενοποιητικής διαδικασίας, η Ε.Ε. κατόρθωσε να εντάξει τα άλλοτε αντικρουόμενα μέρη σε ένα πλαίσιο ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας, επίτευγμα το οποίο έμοιαζε, με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εξαιρετικά αμφίβολο. Πράγματι, όπως επισημάνουν οι Newman και Paasi, χρειάστηκαν δεκαετίες αυξημένης οικονομικής αλληλεπίδρασης και αντίληψης των κοινών συμφερόντων ώστε να επέλθει η σημερινή πολιτική επαναπροσέγγιση μεταξύ των κρατών μελών μετά από αιώνες αντιπαλοτήτων.
Η επιτυχία οφείλεται στο ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προχώρησε πέραν μιας απλής μορφής διακρατικής οικονομικής συνεργασίας, αλλά μιας πολιτικής ένωσης. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Στούμπος “οι ενεργειακές και εμπορικές συναλλαγές ενώνουν οικονομίες, αλλά όχι λαούς, πολιτισμούς και ιστορικές διαδρομές”, και συνεπώς δεν αποτελούν συνθήκη επαρκή για την διασφάλιση της ειρήνης.
Πράγματι, η Ε.Ε. υιοθέτησε και συνεχίζει να υιοθετεί πολιτικές και διαδικασίες πρωτόγνωρες για τα δεδομένα ενός διακρατικού οργανισμού. Μαζί με τις πολιτικές στο πεδίο της οικονομίας, εξαρχής ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην σφυρηλάτηση δεσμών μεταξύ κυβερνήσεων και λαών μέσω της δημιουργίας θεσμών άμεσης εκπροσώπησης των ευρωπαίων πολιτών (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), των πολιτικών συνοχής (μέσω των διαρθρωτικών ταμείων) και των καναλιών επικοινωνίας και του διαλόγου μεταξύ τους, μέσα από ευρύτερες συμμετοχικές διεργασίες (όπως η τρέχουσα Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης), παράλληλα με την κατοχύρωση των κοινών ευρωπαϊκών αξιών όπως η φιλελεύθερη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, η κοινωνική δικαιοσύνη και η κοινή πολιτισμική κληρονομιά, στοιχεία που ενισχύουν το αίσθημα του «ανήκειν» σε ένα σχηματισμό που υπερβαίνει τα στενά όρια του κράτους.
Παράλληλα, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, προώθησε μια πετυχημένη διαρθρωτική εξωτερική πολιτική απέναντι στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (η οποία βασίστηκε στον εκδημοκρατισμό και το κράτος δικαίου και την ανάπτυξη της οικονομίας στη βάση μιας διευρυμένης παραγωγικής βάσης), με τελική κατάληξη την ένταξη αυτών στους κόλπους της, μέσα από τα διαδοχικά κύματα διεύρυνσης.
Παρά τις δομικές της ατέλειες και τις αλλεπάλληλες κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει (συχνά όχι με επιτυχία), σε τελική ανάλυση, αυτό που κατόρθωσε η Ε.Ε. ως μοντέλο περιφερειακής οργάνωσης ήταν να πετύχει την οικοδόμηση ενός χώρου ασφάλειας και ευημερίας, αποτελώντας το πιο πετυχημένο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης στην ιστορία. Και αυτό δεν τίθεται προς αμφισβήτηση ούτε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Τα σύγχρονα γεωπολιτικά διλήμματα για ένα πιο ασφαλή κόσμο
Η απάντηση στην Ρώσικη εισβολή μέσα από την επανεργοποίηση του αναχρονιστικού Ν.Α.Τ.Ο. (καθότι η ιστορία δείχνει ότι λειτουργεί μάλλον ως αιτία πρόκλησης συγκρούσεων παρά ως παράγοντας σταθερότητας), ακολουθούμενη από μία κούρσα εξοπλισμών, δείχνει δυστυχώς μια τάση διολίσθησης σε μια αδιέξοδη λογική μιας κυνικής, αυτοκαταστροφικής, Realpolitik, όπως συνοψίζεται στην άποψη του Mark Geert ότι “ο καιρός των συμβιβασμών και της ήπιας ισχύος έχει περάσει. Τώρα είναι η ώρα για τη σκληρή ισχύ και συγκρούσεις”.
Ωστόσο, αυτή η αδιέξοδη αντίληψη, όσο δικαιολογημένη και αν φαίνεται στην παρούσα συγκυρία, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει εγγύηση διασφάλισης της ειρήνης μακροπρόθεσμα.
Αντίθετα, η αντιμετώπιση του «Ρωσικού ζητήματος» της μετά-Putin εποχής, επιβάλλει εμπνευσμένες πολιτικές παρόμοιες με αυτές που ακολουθήθηκαν μεταπολεμικά (επανένταξη της Γερμανίας στο διεθνές σύστημα, η Ostpolitik του W. Brandt), έτσι ώστε να εκπληρωθεί μια παλιά προτροπή του τ. Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των Η.Π.Α., Z. Brzezinski για την επιβίβαση αυτής ως ένα δημοκρατικό, μετα-ιμπεριαλιστικό κράτος στην διατλαντική κοινότητα, προτροπή που αγνοήθηκε κατά εγκληματικό τρόπο από την τότε αμερικάνικη πολιτική ηγεσία.
Ερχόμενοι στο σήμερα, σε ένα συνεχώς ασταθές διεθνές περιβάλλον που προκαλεί η επιστροφή στην παραδοσιακή γεωπολιτική των εντάσεων, η οποία θα συνεχίζει να τροφοδοτείται από τις πιέσεις που επιφέρει η κλιματική αλλαγή και η εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, η απάντηση θα πρέπει να ένα πιο μακρόπνοο όραμα για μια νέα διεθνή αρχιτεκτονική με ισχυρούς θεσμούς, που θα εγκιβωτίζουν τα εθνικά συμφέροντα σε συμφωνίες και συνθήκες, θα προωθούν την συνεργασία και θα διευθετούν τον ανταγωνισμό, αλλά και θα δημιουργούν θεσμικά αντίβαρα απέναντι σε συμπεριφορές «ελεύθερου αναβάτη», στοιχεία που μόνο το Ευρωπαϊκό μοντέλο (μεταξύ όλων των άλλων διεθνών ή περιφερειακών σχηματισμών) διαθέτει.
Το δίλημμα συνεπώς είναι ένα και είναι απλό: είτε θα κινητοποιήσουν ευρύτερες διεργασίες ενοποίησης σε διεθνές επίπεδο για την συλλογική αντιμετώπιση των προκλήσεων του αύριο, είτε η ιστορία θα επαναληφθεί με ακόμη πιο τραγικό τρόπο..