του Μάνου Λασκαράκη
Ακούω και διαβάζω κάθε φορά που γίνονται Αμερικανικές Εκλογές, διάφορους «πολιτικούς αναλυτές», να ψάχνουν μανιωδώς να ανακαλύψουν αν ο τάδε υποψήφιος πρόεδρος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της Ελλάδος ή αν ο δείνα θα μαλώσει πιο αυστηρά την γείτονα Τουρκία.
Θαρρείς και δουλειά του εκάστοτε Αμερικανού Προέδρου δεν είναι να μεριμνά για τα συμφέροντα της χώρας του, αλλά να ασχολείται πονόψυχα με μια κουκίδα στον χάρτη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. (Μην παρεξηγείστε με το «κουκίδα» γιατί ο μέσος πολίτης του Τέξας, αμφιβάλω αν ξέρει να δείξει στο χάρτη την Ελληνική χερσόνησο).
Όσο για το αν έχουμε λόγο να ενδιαφερόμαστε για τις Αμερικανικές εκλογές, σαφώς και έχουμε. Γιατί ό,τι συμβαίνει πολιτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, ασκεί πίεση και επιρροή στις πολιτικές που ασκούνται στον υπόλοιπο κόσμο. Είτε αυτό αφορά συμφωνίες για το περιβάλλον, είτε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, την οπλοκατοχή, την μεταναστευτική πολιτική, την ενεργειακή πολιτική, την απαγόρευση αμβλώσεων και την θανατική ποινή σε ορισμένες πολιτείες, την χρηματοδότηση των ερευνών γύρω από τα βλαστοκύτταρα, την διδασκαλία του «Δημιουργισμού» στα σχολεία, είτε απλά τη ρητορική ή ακόμα και το… tweetάρισμα. Οτιδήποτε λέγεται ή πράττεται στην Αμερική είναι υποψήφιο για «μετάγγιση» στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Αλλά και αντίστροφα.
Το κράτος με ένα από τα πρώτα σύγχρονα συντάγματα στον κόσμο, που δεν είχε ποτέ ως ανώτατο άρχοντα έναν δικτάτορα, μονάρχη, φεουδάρχη ή αυτοκράτορα, αλλά ανέκαθεν έναν αιρετό πρόεδρο, που δεν ανατράπηκε ποτέ, παρά μόνο ηττήθηκε από εκλογική μάχη, ένα κράτος σαν κι αυτό, που είναι μια υπερδύναμη, έχουμε κάθε λόγο να θέλουμε να παραμείνει φύσει δημοκρατικό.
Μια κυνική αλήθεια: Κάθε ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρεπουμπλικανική ή Δημοκρατική, έχει, μεταξύ άλλων, να κερδίσει ένα στοίχημα. Να παραμείνουν οι ΗΠΑ οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη. Αυτό είναι το αυτονόητο. Κάτω από ποιους θεσμούς όμως; Αυτό δεν είναι ποτέ αυτονόητο. Το αν θα έχει ένας ανασφάλιστος πρόσβαση σε στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας, δεν είναι αυτονόητο. Τα αν η κυβέρνηση θα σεβαστεί τις διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλον και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δεν είναι αυτονόητο. Και αυτά (τα μη αυτονόητα) είναι που πρέπει να μας απασχολούν για τις εκλογές πέρα από τον Ατλαντικό. Και ο Ατλαντικός, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πληροφορίας, είναι μια ανάσα, και η απέναντι όχθη του είναι σε ένα βαθμό ένα παράθυρο στο δικό μας αύριο.
Μην ονειρεύεστε να έρθει αύριο ο Μπάιντεν με ένα χάρτη και ένα μαρκαδόρο ανά χείρας και να χαράξει την ΑΟΖ υπέρ των Ελλήνων, να λύσει το Κυπριακό υπέρ των Ελληνοκυπρίων και να ξανακάνει την Αγιά Σοφιά μουσείο. Γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα κάνει. Το συμφέρον της Αμερικής είναι η ειρήνη μεταξύ των συμμάχων της – δηλαδή ημών και της Τουρκίας. Με ό,τι συνεπάγεται από αυτό («καθήστε στο τραπέζι και βρείτε τα»).
Ακούω και διαβάζω κατά καιρούς να γράφουν για το οικονομικό θαύμα της Κίνας. Και κάποιους να εύχονται «αμήν και πότε να γίνει η Κίνα πλανητάρχης στη θέση της Αμερικής». Τους όρους τους σκέφτηκαν; Τι «κοινωνικό συμβόλαιο» έχει η Κίνα; Τι ελευθερίες και τι φωνή έχουν οι πολίτες; Τι δικαιώματα και απολαβές έχουν οι εργαζόμενοι; Πόσες κατακτήσεις θα αναγκαστεί να «συμπιέσει» ή να απωλέσει η Δύση αν τυχών μείνει πίσω από την Κίνα; Αυτά, μάλλον δεν τα σκέφτηκαν.
Σημασία δεν έχει ποια θα είναι η υπερδύναμη, αλλά τι θεσμούς θέλουμε να έχει.
Νόημα δεν έχει να κάνουμε τα γλυκά μάτια στην υπερδύναμη, έναντι των «εχθρών» μας. Αλλά στους υγιείς θεσμούς έναντι στους τοξικούς.
Φιλίες και αγάπες δεν υπάρχουν μεταξύ των κρατών, αλλά αμοιβαία συμφέροντα. Υπάρχουν, όμως, και συγγένειες μεταξύ των θεσμών. Και αυτές πρέπει να επιδιώκουμε. Αυτές είναι το βαρόμετρο για το πού θα κοιτάμε πολιτικά.