του Θεόδωρου Ορδουμποζάνη
Tο βράδυ της 6ης προς 7ης Απριλίου 1941, ενώ έφθαναν από το πολεμικό μέτωπο τα νέα ότι τα οχυρά στην Νυμφαία και τον αυχένα του Εχίνου άρχισαν να καταρρέουν και επίκειται η εισβολή των Γερμανών στη πόλη, κατέπλευσε στο λιμάνι το επιβατηγό πλοίο «ΕΣΠΕΡΟΣ» και μετά από εντολή της Κυβέρνησης επιβιβάσθηκαν σε αυτό όλες οι αρχές της πόλης (ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, ο Νομάρχης Δαμιανός Μοσχονάς, ο Δήμαρχος Αλτιναλμάζης, ο Διοικητής Χωροφυλακής Έβρου, που φρόντισε και την διεκπεραίωση αυτής της αποστολής, το προσωπικό των Δημοσίων Υπηρεσιών και ένας λόχος Παθητικής Αεράμυνας που είχε έδρα την Αλεξανδρούπολη), προκειμένου να μεταφερθούν στη Σαμοθράκη και από εκεί σε ασφαλές και ελεύθερο μέρος της Ελλάδας, εν όψει της επικείμενης εισόδου των Γερμανών στη πόλη.
Έτσι στις 7 Απριλίου 1941, όταν τα Γερμανικά Στρατεύματα εισήλθαν στην Αλεξανδρούπολη, αντίκρισαν μια έρημη πόλη. Δεν υπήρχαν επίσημες αρχές για να διαπραγματευθούν μαζί τους την παράδοση και κατοχή της πόλης. Οι Γερμανοί διόρισαν προσωρινά ως Νομάρχη τον Γερμανομαθή Αναστάσιο Πίντζο και δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Σαρίδη, γνωστοί για τα φιλογερμανικά τους αισθήματα. Οι δύο αυτοί είναι που είχαν την πρωτοβουλία της σύνταξης της επιστολής προς τον Χίτλερ εκ μέρους της επιτροπής του λαού της Αλεξανδρούπολης, λίγες μέρες μετά.