Ανησυχία στην Αθήνα: Προβληματίζει, λόγω Τουρκίας, το γεγονός ότι ενδεχόμενη συμφωνία θα προβλέπει την επαναχάραξη συνόρων και τη μείωση της σημασίας του λιμανιού του Έβρου
Στην Αθήνα, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επικρατεί ανησυχία, καθώς η πρωτοβουλία του Τραμπ έχει χορογραφηθεί ερήμην της Ε.Ε. και, βεβαίως, της άμεσα εμπλεκόμενης Ουκρανίας.
Από τη στιγμή εκλογής του Τραμπ τον περασμένο Νοέμβριο, στην Αθήνα ήταν απολύτως σαφές ότι οι όποιες επιλογές στο ζήτημα της Ουκρανίας θα έχουν επιπτώσεις που συνδέονται τόσο με την ευρύτερη εικόνα, δηλαδή τους κραδασμούς σε επίπεδο ευρωατλαντικό, όσο και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ελληνική δραστηριοποίηση από το 2022 και μετά στο πλαίσιο υποστήριξης του Κιέβου.
Κατ’ αρχάς σε ευρύτερο γεωστρατηγικό επίπεδο είναι κρίσιμη η διασύνδεση της ελληνικής ασφάλειας με την αμερικανική παρουσία και το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον ως χώρα του πυρήνα της Ε.Ε., αλλά ένα κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που παρέχει ασφάλεια σε μια ευαίσθητη περιοχή από τα Βαλκάνια έως τη Βόρεια Αφρική – Μέση Ανατολή.
Υπό αυτή την έννοια η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι προφανώς στοιχίζεται με τις κεντρικές πολιτικές και συλλογικές αποφάσεις της Ε.Ε., κρατάει μια πιο συγκρατημένη στάση αναμένοντας τον τρόπο που θα εξελιχθούν τα πράγματα τις επόμενες εβδομάδες και μήνες, αρχικά με τη συνάντηση των αντιπροσωπειών ΗΠΑ και Ρωσίας στο Μόναχο και, αργότερα, με τη σύνοδο κορυφής των Τραμπ και Πούτιν στη Σαουδική Αραβία.
Αλλωστε, τα τελευταία 24ωρα προκύπτουν ανάγλυφα και τα αποτελέσματα των συμβιβασμών στο εσωτερικό της Ε.Ε. κατά την επιλογή προσώπων που εκπροσωπούν την κοινή εξωτερική πολιτική, όπως η ύπατη εκπρόσωπος Κάγια Κάλας, η οποία εμφανίζεται δίχως να έχει διαβουλευθεί ικανοποιητικά με τους ηγέτες και των 27 κρατών, κάτι που εκ των πραγμάτων «αδυνατίζει» μια πιθανή κοινή ευρωπαϊκή στάση.
Η ολοκλήρωση του πολέμου θα έχει επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τη σημασία που είχε τα τελευταία τρία χρόνια το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Δεδομένου ότι μέρος της οποίας συμφωνίας θα οδηγήσει σε εκ νέου χάραξη των συνόρων της Ουκρανίας (άλλωστε κάτι τέτοιο το έχει περίπου προεξοφλήσει και ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι), είναι προφανές ότι η Αθήνα, καθώς ακολουθεί σταθερή γραμμή υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε κράτους, αντιμετωπίζει ένα πιθανό προηγούμενο με ιδιαίτερη καχυποψία και σκεπτικισμό.
Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία τα τελευταία χρόνια τάσσεται υπέρ της αλλαγής των όρων συζήτησης για την επίλυση του Κυπριακού, με κεντρικό επιχείρημα τη δημιουργία δύο κρατών, δηλαδή την εκ νέου χάραξη των συνόρων στο νησί, με βάση τα αποτελέσματα που δημιουργήθηκαν το 1974 έπειτα από μια στρατιωτική εισβολή και εκδίωξη των κατοίκων.
Η ολοκλήρωση του πολέμου εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει και σε κάποιες παράπλευρες επιπτώσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τη σημασία που είχε για τα τελευταία τρία χρόνια το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ως σημείο εισόδου για νατοϊκά στρατεύματα και οπλισμό, με τελικό προορισμό τις χώρες της Ανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ αλλά και την Ουκρανία.
Υπενθυμίζεται ότι η Αλεξανδρούπολη είναι ενταγμένη ως τοποθεσία που φιλοξενεί αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην πολυετή Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας ΗΠΑ – Ελλάδας, κάτι που σε γενικές γραμμές η Αθήνα θεωρεί σημαντική εξέλιξη. Αν και οι Αμερικανοί ήδη σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της Αλεξανδρούπολης, αποτελεί ερώτημα αν μια πιθανή παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία θα οδηγήσει σε ταυτόχρονη μείωση της σημασίας του συγκεκριμένου λιμανιού για τον ανεφοδιασμό και την υποστήριξη της Ανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Εκτιμάται, πάντως, ότι η σημασία της Αλεξανδρούπολης δεν θα απομειωθεί σημαντικά λόγω της στενής σχέσης με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και της ανάγκης οι χώρες αυτές να παραμείνουν συνδεδεμένες με μια εναλλακτική όδευση σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, τα Στενά του Βοσπόρου κλείσουν ξανά.
Προφανώς υπολογίζονται και οι πιθανώς θετικές συνέπειες από τη λήξη του πολέμου, ειδικά στον ευαίσθητο τομέα των τιμών μεταφοράς των προϊόντων που έχει οδηγήσει σε πληθωριστικά φαινόμενα. Και, βεβαίως, το μεγαλύτερο ερώτημα για την ελληνική διπλωματία είναι τι μέλλει γενέσθαι στις ελληνορωσικές σχέσεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια είναι πρακτικά ανύπαρκτες.
Β. Νέδος-Καθημερινή