Με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Δράσης για το Κλίμα
Του Ορέστη Χατζόπουλου,
Γεωπόνου – Οικονομολόγου, MSc Ευρωπαϊκή Πολιτική
Για πολλούς, ο όρος «κλιματική αλλαγή» έχει δώσει πλέον τη θέση του στην «κλιματική κρίση» (όρος που υιοθετεί και ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε., A. Guterres) προκειμένου να αποδοθεί πιο πιστά η νέα πραγματικότητα. Το φαινόμενο έχει έρθει για να μείνει και μας δείχνει τα δόντια του: Λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική με ταχύτητα άνευ προηγουμένου και πρωτοφανείς σε έκταση πυρκαγιές στον Αμαζόνιο μέχρι τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Αλάσκας και της Σιβηρίας, υποβοηθούμενες από την παρατεταμένη ξηρασία ή τις ακραίες θερμοκρασίες αντίστοιχα (φυσικά και από το ανθρώπινο χέρι). Ο απολογισμός μόνο γι αυτό το καλοκαίρι του μεγέθους της καταστροφής σε φέρνει στα όρια της κατάθλιψης.
Έχουμε μπει πλέον σε μία εποχή όπου σχεδόν κάθε χρονιά βαίνει θερμότερη, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ ακραία καιρικά φαινόμενα παρατηρούνται σε ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα, ένταση και διάρκεια. Δυστυχώς, το μέλλον φαντάζει ακόμα πιο δυσοίωνο. Οι προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες, βάσει επιστημονικών μελετών (ακόμα και του «συντηρητικού» I.P.C.C.), παρουσιάζουν μια εικόνα μετα-αποκαλυπτική: ξηρασία, αύξηση συχνότητας καυσώνων και πυρκαγιών μεγάλης κλίμακας… μεταξύ άλλων.
Πλέον όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Βέβαια υπάρχουν και οι αρνητές της, αυτοί που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά της λογικής, της επιστήμης και της προόδου, χέρι χέρι μαζί με τις υπόλοιπες «σέχτες» (όπως οι υποστηρικτές του «ευφυούς σχεδιασμού», της επίπεδης γης κλπ). Στα θετικά, ότι είναι λίγοι σε αριθμό. Στα αρνητικά ότι κάποιοι από αυτούς κατέχουν σημαντικές θεσμικές θέσεις (βλ. D. Trump).
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σε ένα στενά περιβαλλοντικά εννοιολογικό πλαίσιο. Αντίθετα αποτελεί ένα πεδίο όπου ξεδιπλώνονται και εν μέρει αναθεωρούνται πτυχές της σύγχρονης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής θεωρίας. Μερικές σκέψεις πάνω σε αυτό.
Η κλιματική αλλαγή ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας
Η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια, αποκομμένη από τον κλάδο της οικονομίας. Πλέον, προσμετράται ως ένα μόνιμο αρνητικό μέγεθος, όπου γίνονται προσπάθειες ποσοτικής εκτίμησης του «κόστους» που οφείλεται σε αυτή. Ενδεικτική είναι η πρόβλεψη της εταιρίας διαχείρισης κεφαλαίων Schroders, η οποία κάνει λόγο για απώλειες ύψους $ 23 τρισ. για την παγκόσμια οικονομία σε ορίζοντα 80 ετών, 3 ή 4 φορές μεγαλύτερες της χρηματοπιστωτική κρίση του 2008[1]. Ανάλογες εκθέσεις γίνονται και σε επίπεδο χώρας (η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα χάνει το 2% του Α.Ε.Π. της ετησίως). Οι οικονομικές επιπτώσεις της αφορούν σε ένα ευρύ φάσμα τομέων που πλήττονται από αυτή, όπως το αγροδιατροφικό σύστημα, ο τουρισμός, οι υπηρεσίες υγείας κλπ.
Και αν σε επίπεδο ανεπτυγμένων χωρών μιλάμε με όρους οικονομικών απωλειών, για τις αναπτυσσόμενες αυτή λαμβάνει διαστάσεις επισιτιστικής κρίσης: Σύμφωνα με έκθεση ομάδας διεθνών οργανισμών (F.A.O., Unicef. κλπ), λόγω της πτώσης της αγροτικής παραγωγής και της αύξησης των τιμών σε βασικά είδη διατροφής τα τελευταία χρόνια, 900! περίπου εκατ. άνθρωποι στερούνται της δυνατότητας πρόσβασης σε τροφή[2] με τάσεις περεταίρω επιδείνωσης.
Τέτοιες εξελίξεις προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις με συνέπεια την αύξηση των κοινωνικών εντάσεων και την αποσταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης σε πολλές χώρες. Πριν λίγα χρόνια είχε δημοσιευτεί ένα ενδιαφέρον άρθρο της δημοσιογράφου A. Sinaï το οποίο συνέδεε την κλιματική αλλαγή με την πολιτική αστάθεια στη Συρία της περιόδου 2006-2011 (προάγγελος της Συριακής κρίσης λίγα χρόνια αργότερα), μέσω της κατάρρευσης του γεωργικού της συστήματος, όπως επίσης και με την «αραβική άνοιξη» στην Αίγυπτο, μέσα από την εκτίναξη της διεθνούς τιμής του σιταριού, επακόλουθο της απώλειας της σοδειάς στην Κίνα το 2011[3].
Αν στα παραπάνω συνυπολογιστεί και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, γεγονός που θα καταστήσει μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη μη κατοικήσιμες, πλέον γίνεται λόγος για την μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από καταβολής ιστορίας, με πάνω από 200 εκατ. «κλιματικούς μετανάστες» προς αναζήτηση νέων καταλληλότερων περιοχών για εγκατάσταση. Μια κατάσταση που γεννά ανησυχία ως προς την ικανότητα της παγκόσμιας κοινότητας να τη αντιμετωπίσει, αναλογιζόμενος κανείς τον τρόπο διαχείρισης της σημερινής προσφυγικής κρίσης.
Η κλιματική αλλαγή και η αδυναμία του διεθνούς συστήματος συνεργασίας
Οι πολυάριθμες αποτυχίες για μια μόνιμη και αποτελεσματική λύση σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα με παγκόσμια διάσταση, αποκάλυψε τις αδυναμίες του διεθνούς συστήματος της πολυμέρειας και την συνεργασίας μεταξύ των εθνών. Η συγκυρίες βέβαια βοήθησαν σε αυτό. Ο διάλογος για την κλιματική αλλαγή συνέπεσε σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας, έντονου εμπορικού ανταγωνισμού και αυξημένης γεωπολιτικής έντασης μεταξύ παλιών και αναδυόμενων δυνάμεων. Η επάνοδος της ρεαλιστικής σχολής, ως κυρίαρχου τρόπου σκέψης με κεντρική θέση την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος και τη βελτίωση της συγκριτικής του θέσης σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη (κοινώς «ο καθένας για τον εαυτό του, ο κόσμος να καεί») πιέζει τις αντοχές του μοντέλου αυτού (χαρακτηριστικό παράδειγμα και ο εμφανής παραγκωνισμός του Π.Ο.Ε. εν μέσω του εμπορικού «πολέμου» μεταξύ Η.Π.Α. – Κίνας).
Ως εκ τούτου, οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν αρχικά με την πανηγυρική Διάσκεψη της Στοκχόλμης (1972) για τον Άνθρωπο και το Περιβάλλον και αργότερα του Ρίο (1992) για την Αειφόρο Ανάπτυξη, και ενισχύθηκαν με κάποιες ελάχιστες αλλά σημαντικές επιτυχίες, όπως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ (1987) για την Προστασία της Στοιβάδας του Όζοντος, προσγειώθηκαν απότομα, μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των 20 και πλέον Συνδιασκέψεων για το κλίμα από το 1998 (Πρωτόκολλο του Κιότο).
Από όλες σχεδόν αυτές (με αποκορύφωμα το φιάσκο της Κοπεγχάγης το 2009) με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως η Σύνοδος του Παρισιού το 2015) απορρέουν τρία βασικά συμπεράσματα:
Πρώτον, σε ότι αφορά τις κύριες δυνάμεις (και μεγαλύτερους ρυπαντές): H διαχρονικά αδιάλλακτη στάση (με εξαίρεση την διακυβέρνηση Obama) των Ηνωμένων Πολιτειών. Πριν λίγο καιρό ο Trump ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας του από την Συμφωνία του Παρισιού, υποκύπτοντας στις πιέσεις του πανίσχυρου λόμπι των μεγάλων ρυπογόνων εταιρειών της χώρας. Επίσης, η άρνηση της Ευρώπης να αποδεχθεί τον ηγετικό της ρόλο στο ζήτημα αυτό, ως ήπια δύναμη («soft power»), όχι μόνο μεταφραζόμενη ως βοήθεια προς το εξωτερικό (ειδικά προγράμματα για τις αναπτυσσόμενες χώρες), αλλά και ως εικόνα που παρουσιάζει στο εσωτερικό της: την στιγμή που προωθεί φιλόδοξες ενεργειακές στρατηγικές, συνεχίζει να επιδοτεί επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Τέλος, η Κίνα, η οποία ισχυρίζεται ότι αλλάζει ρότα στο εσωτερικό, εντούτοις χρηματοδοτεί επενδύσεις υψηλών εκπομπών σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Δεύτερον, το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των αναπτυσσόμενων κρατών, με τις τελευταίες να κατηγορούν τις πρώτες ότι δεν αναλαμβάνουν το βάρος της ιστορικής τους ευθύνης και δεν στηρίζουν επαρκώς τις φτωχές χώρες να προσαρμοστούν, επιβάλλοντας μόνο περιορισμούς που υπονομεύουν τις αναπτυξιακές τους προσπάθειες[4].
Τρίτον, το πρόβλημα εφαρμογής των συμφωνηθέντων (όποτε επιτυγχάνεται αυτό), δεδομένου ότι οι εκάστοτε υποσχέσεις γίνονται σε εθελοντική βάση, και όχι εντός ενός νομικά δεσμευτικού πλαισίου που θα εγγυόταν την συμμόρφωση των συμβαλλομένων ως προς τις δεσμεύσεις τους.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην σημερινή κατάσταση των ανεπαρκών πολιτικών ή ακόμα και στην αθέτηση εκ μέρους πολλών κρατών των ελάχιστων μέτρων που έχουν δεσμευτεί (από τους στόχους μείωσης των εκπομπών ανά κράτος μέχρι την χρηματοδότηση για την τεχνολογική προσαρμογή των φτωχότερων χωρών), με αποτέλεσμα οι παγκόσμιες εκπομπές να συνεχίζουν να αυξάνονται επιδεινώνοντας το πρόβλημα. «Ο πλανήτης ψήνεται στον πυρετό και οι κυβερνήσεις αναζητούν ασπιρίνες ή ακόμα χειρότερα σπάνε τα θερμόμετρα», είχε γράψει πολύ εύστοχα ο δημοσιογράφος Γ. Ελαφρός[5].
Η κατάσταση παραμένει επικίνδυνα στάσιμη. Τη στιγμή που (αν και με αρκετή καθυστέρηση) αρκετές χώρες προχωρούν σε δεσμεύσεις για μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050, άλλες όπως οι Η.Π.Α., η Ιαπωνία, η Βραζιλία και η Αυστραλία αποστασιοποιούνται από αυτή την προσπάθεια.
Η κλιματική αλλαγή και το ξεπερασμένο μοντέλο ανάπτυξης
Η κλιματική αλλαγή κατέδειξε επίσης και τα όρια ενός ξεπερασμένου οικονομικού μοντέλου που βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων με μη βιώσιμες μεθόδους πάντα στην λογική του πρόσκαιρου και εύκολου κέδρους, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και τις κοινωνίες.
Η κρισιμότητα της κατάστασης επιβάλλει ριζικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία. Το αστείο επιχείρημα ότι μια τέτοια μετάβαση υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη καταρρίπτεται πλέον εύκολα. Όπως είχε επισημάνει ο ειδικός στα θέματα δικαίου και πολιτικής για την κλιματική αλλαγή, Σ. Μαυρογένης, πλέον «διαθέτουμε τα μέσα, την τεχνολογία και τη γνώση να αναπροσαρμόσουμε την οικονομία μας και τις κρατικές δομές σε μια κατεύθυνση που να οδηγεί στη βιώσιμη ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας»[6]. Πράγματι, η τεχνολογία έχει γνωρίσει σημαντική άνθιση ώστε να καθιστά πλέον τις «πράσινες» επενδύσεις εξίσου ανταγωνιστικές με εκείνες που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα, προσφέροντας μάλιστα ποιοτικά καλύτερες θέσεις εργασίας. Συνεπώς, η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα είναι να γίνουν οι απαραίτητες πολιτικές και θεσμικές αλλαγές που θα υποστηρίξουν αυτή τη μετάβαση.
Πόσο εφικτός όμως είναι ένας τέτοιος ριζικός μετασχηματισμός? Η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει κάποια βήματα στους τομείς των Α.Π.Ε. (ως μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα) και της εξοικονόμησης ενέργειας. Ακόμα όμως είμαστε πολύ πίσω και θα παραμείνουμε εκεί όσο κυριαρχούν οι κοντόφθαλμοι σχεδιασμοί, υποτασσόμενοι στα εκάστοτε επιχειρηματικά συμφέροντα που αρνούνται να προσαρμοστούν στις επιταγές του σήμερα. Το πρόταγμα είναι ένα και το έθεσε πολύ σωστά η δημοσιογράφος Ε. Μπερσή «ενάντια στους Γολιάθ των ορυκτών καυσίμων, που πρέπει να γονατίσουν για να μη γονατίσει ο πλανήτης… Κάποιοι πρέπει να χάσουν και αυτοί είναι εκείνοι που επενδύουν στην καταστροφή του πλανήτη»[7].
Κλιματική αλλαγή και κοινωνική δράση
Στην σύγχρονη ιστορία, υπήρχαν διάσπαρτες περίοδοι όπου αναδύθηκαν σημαντικά σε μέγεθος κοινωνικά κινήματα, απόρροια της αγωνίας των πολιτών και της επιθυμίας τους για ισότητα, ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Από τους αγώνες για πολιτικά δικαιώματα, το αντιπολεμικό κίνημα για τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ της προηγούμενης δεκαετίας και πιο πρόσφατα το “Occupy”. Κάποια γνώρισαν σημαντικές επιτυχίες, κάποια παρέμειναν στην αφάνεια λόγω της χαμηλής συμμετοχής και των ξεκάθαρων προταγμάτων.
Σήμερα, οι δύο βασικές αυτές προϋποθέσεις πληρούνται. Η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό έχει πειστεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές. Ο στόχος εδώ είναι ξεκάθαρος, όπως επίσης και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε πολιτικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Εβδομάδας Δράσης για το Κλίμα, με αφορμή τη εν εξελίξει τριήμερη Σύνοδος Κορυφής για το Κλίμα στην Νέα Υόρκη, ένας τεράστιος όγκος, σε μαζικότητα και πολυμορφία, κινητοποιήσεων, με εκατομμύρια συμμετέχοντες σε 150 περίπου χώρες διαδηλώνουν για το μέλλον του πλανήτη, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα στους ηγέτες τους που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ιστορικά, κάθε κίνημα είχε και τους πρωταγωνιστές του. Το avant-garde φοιτητικό κίνημα του “60 δίνει σήμερα τη θέση του σε μία ηλικιακά νεότερη γενιά. Μπροστάρηδες σε αυτό τον αγώνα είναι η οργισμένη παγκόσμια νεολαία, η οποία προσπαθεί να αφυπνίσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις και να στηλιτεύσει την αδράνεια των ηγετών της. «Μου κλέψατε τα όνειρά μου», είπε πριν δύο μέρες η 16χρονη ακτιβίστρια Greta Thunberg, την οποία πολλοί βιάζονται να την κρίνουν λες και πρόκειται για έναν πολιτικό ηγέτη, ενώ αυτή δεν είναι παρά ένα σύμβολο, που στο πρόσωπό της θα πρέπει να βλέπει κανείς τον κάθε νέο και νέα που νιώθει δικαίως ότι απειλείται το μέλλον του/της.
Έχει υποστηριχθεί ότι «είμαστε η πρώτη γενιά που γνωρίζει ότι καταστρέφει τον πλανήτη και η τελευταία που μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό» και η θέση αυτή είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Έχουμε μόνο 11 χρόνια για να αποτρέψουμε μια μη αναστρέψιμη καταστροφή του πλανήτη μας, προειδοποιούν οι επιστήμονες. Εάν δεν κατορθώσουμε να το πετύχουμε αυτό, η ιστορία θα είναι πολύ σκληρή μαζί μας, καθώς υποθηκεύουμε όχι μόνο το μέλλον μας αλλά και το μέλλον των επόμενων γενεών.
Αλεξανδρούπολη, 25/09/2019
———————
- [1] The Guardian: “Largest ever group of global investors call for more action to meet Paris targets”, 9/12/2018.
- [2] F.A.O., Unicef, W.H.O.: “2018: The State of Food Security and Nutrition in the World” http://www.fao.org/3/I9553EN/i9553en.pdf.
- [3] Σχετικό ρεπορτάζ της Sinaï, Agnès: “Οι κλιματικές αιτίες των διενέξεων”. LE MONDE GR. (μτφ Βασίλη Παπακριβώπουλου), 29/11/2015.
- [4] Ενδ. βλ. Βουλέλης, Νικόλαος. “Ήταν στραβό το κλίμα”. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 20/12/2009.
- [5] Ελαφρός, Γ. “«Χάρβεϊ» και «Ιρμα», η απάντηση της Γης”. Καθημερινή, 10/09/2017.
- [6] Μαυρογένης, Σ., “Είναι η προσαρμογή, ανόητε!”, Τα Νέα, 15/12/2017.
- [7] Μπερσή, Ε., “Οι κυβερνήσεις αδιαφορούν, οι πολίτες ανησυχούν’, Καθημερινή, 01/07/2019.