Μία ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον Κοινωνιολόγο του Συμβουλευτικού Κέντρου Υποστήριξης Γυναικών-Θυμάτων Βίας Δ. Στεφανίδη, με αφορμή την επίθεση με βιτριόλι που συγκλόνισε το πανελλήνιο
Της Κικής Ηπειρώτου
Με αφορμή την υπόθεση της επίθεσης με βιτριόλι που έχει συγκλονίσει τη χώρα, συζητάμε σήμερα με τον κοινωνιολόγο του Συμβουλευτικού Κέντρου Υποστήριξης Γυναικών-Θυμάτων Βίας του Δήμου Αλεξανδρούπολης Δημήτρη Στεφανίδη.
Όπως επισημαίνει, είναι σπάνιο να ασκείται βία από μία γυναίκα προς άλλο πρόσωπο, καθώς στην πλειονότητά τους τα αδικήματα που διαπράττουν οι γυναίκες είναι ήσσονος σημασίας. Στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι για την επίθεση ευθύνεται η κατηγορούμενη, τότε συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, στο 9% των γυναικών που ασκεί βία σε άλλο πρόσωπο.
Παράλληλα, ο κ. Στεφανίδης αναφέρεται στον σχολιασμό της υπόθεσης στα social media, διαπιστώνοντας πως πλέον, σε καθημερινό επίπεδο, γινόμαστε μάρτυρες κακόβουλων σχολίων, μία συμπεριφορά που, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελεί το προστάδιο για τη διάπραξη εγκλημάτων και βίαιων συμπεριφορών στον «πραγματικό» κόσμο.
Σημαντικός ο ρόλος και των ΜΜΕ που με εκφράσεις όπως “καλλονή-δράστης”, “θύμα η στιλάτη καλλίγραμμη 34χρονη”, το μόνο που κάνουν είναι να υπενθυμίζουν ότι ο σεξισμός είναι στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας και πως το πρόβλημα της βίας μοιάζει να μην μας έχει αγγίξει, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται.
Επιπλέον, εκτιμά ότι ως κοινωνία και ως οργανωμένη πολιτεία δεν έχουμε ακόμη πάρει πολύ στα σοβαρά τις διαδικασίες φυσικοποίησης της κουλτούρας της βίας. Συχνά ο κόσμος αθωώνει εκ των προτέρων τον/ την δράστη/τρια (“ήταν καλό παιδί, κανείς δεν το περίμενε”, “δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα”) και ενοχοποιεί με μεγάλη ευκολία το θύμα (“ποιος ξέρει τι του/της έκανε”), οδηγώντας το σε μια δευτερογενή κακοποίηση.
Η συνέντευξη
Η επίθεση με βιτριόλι έχει σοκάρει το πανελλήνιο. Έχουμε ακούσει υποθέσεις για εγκλήματα πάθους από άνδρα προς γυναίκα και το αντίστροφο. Μεταξύ γυναικών είναι συχνό να υπάρχουν τέτοια αισθήματα και συμπεριφορές τυφλού μίσους και βίας;
Πίσω από κάθε φριχτό περιστατικό βίας που γίνεται πρωτοσέλιδο και προκαλεί μεγάλη αλλά πρόσκαιρη αγανάκτηση, “κρύβονται” χιλιάδες άλλα, γιατί η κοινωνία είναι έτσι δομημένη ώστε να κάνει τα στραβά μάτια. Στη χώρα μας, δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μια επίθεση με βιτριόλι. Θυμίζω ότι το 2008, η κα Κούνεβα, συνδικαλίστρια στο χώρο των καθαριστριών και πρώην ευρωβουλευτής, δέχτηκε επίθεση από αγνώστους που την περιέλουσαν με βιτριόλι και την υποχρέωσαν να το καταπιεί. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Συμβουλευτικού Κέντρου Υποστήριξης Γυναικών-Θυμάτων Βίας του Δήμου Αλεξανδρούπολης που πραγματοποιήθηκε το 2016, και στην οποία παρευρέθηκε η ίδια ως κεντρική ομιλήτρια, αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο γεγονός και στις σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές βλάβες που υπέστη.
Σε ό,τι αφορά στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο έγκλημα και το φύλο, οι διεθνείς μελέτες αναδεικνύουν ότι η βία δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της ανδρικής εγκληματικότητας. Επισημαίνουν ότι οι γυναίκες έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες από τους άνδρες να συμμετάσχουν σε εγκλήματα βίας, δεν έχουν όμως πάντα αναστολές για να συμμετάσχουν σε βίαια επεισόδια. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι στατιστικές του φύλου και της εγκληματικότητας αναδεικνύουν μια εξαιρετική ανισομέρεια μεταξύ των ποσοστών των ανδρών και των γυναικών που κρατούνται στις φυλακές, σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης, καταγράφονται διαφορές μεταξύ των εγκλημάτων που διαπράττουν οι άνδρες και οι γυναίκες, καθώς τα αδικήματα των γυναικών σπάνια είναι βίαια και είναι όλα τους σχεδόν ήσσονος σημασίας (π.χ. κλοπές). Στην εν λόγω περίπτωση, και φυσικά στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι πρόκειται για γυναίκα-δράστρια, τότε συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, στο 9% των γυναικών που ασκεί βία σε άλλο πρόσωπο.
Πολύς λόγος έγινε για το ρόλο των social media σε όλη αυτή την έχθρα που αναπτύχθηκε από την πλευρά της δράστιδος. Είδαμε τίτλους «της επιτέθηκε για ένα like». Είναι τόσο κομβικός ο ρόλος των social media στη ζωή μας; Ή συνυπάρχει με άλλα προβλήματα που μπορεί να έχουν τα άτομα;
Η βία, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι έχει εισβάλει και στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου, λαμβάνοντας μάλιστα, πολύ συχνά, ανεξέλεγκτες διαστάσεις, λόγω της αδυναμίας ελέγχου του κυβερνοχώρου. Το γεγονός αυτό δεν μας κάνει να «πέφτουμε από τα σύννεφα», καθώς το διαδίκτυο και συνακόλουθα τα social media αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας μας και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την καθημερινότητά μας, καθώς και την ποιότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό, περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μέσα στο οποίο συγκαταλέγεται και η βία. Πλέον, σε καθημερινό επίπεδο γινόμαστε μάρτυρες κακόβουλων σχολίων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αποτελώντας σε ορισμένες περιπτώσεις το προστάδιο για τη διάπραξη εγκλημάτων και βίαιων συμπεριφορών στον «πραγματικό» κόσμο.
Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις του κόσμου, τόσο προτού συλληφθεί η ύποπτη, όσο και μετά τη σύλληψή της; Είδαμε να δημοσιοποιούνται όλα τα προσωπικά της στοιχεία, παντού, μέσα σε λίγα λεπτά.
Ως κοινωνία και ως οργανωμένη πολιτεία δεν έχουμε ακόμη πάρει και πολύ στα σοβαρά αυτές τις διαδικασίες φυσικοποίησης της κουλτούρας της βίας. Κάποτε επιλέγουμε να υποβαθμίζουμε το φαινόμενο της βίας και κάποτε το θεωρούμε μια «φυσιολογική» αντίδραση. Η ιστορική εμπειρία όμως έχει δείξει ότι η βία δεν αποτελεί εποχική «ίωση» της κοινωνίας, καθώς πάντα εκκολάπτεται από τις υπάρχουσες συνθήκες, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, με συνέπεια τη γενίκευση ακραίων μορφών άσκησης φυσικής βίας και έκφρασης κοινωνικού μίσους. Στο πλαίσιο αυτό της κοινωνικής αδράνειας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δείχνει πρόθυμο να διαθέσει αρκετό προσωπικό χρόνο και να ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο γεγονός που γίνεται πρωτοσέλιδο.
Εκφράζουν απόψεις, ασκούν κριτική, ενώ δεν διστάζουν σε ορισμένες περιπτώσεις να δημοσιοποιήσουν προσωπικά στοιχεία του θύτη ή του θύματος, να δικαιολογήσουν τη βία, αθωώνοντας εκ των προτέρων τον/ την δράστη/τρια (“ήταν καλό παιδί, κανείς δεν το περίμενε“, “δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα”) και ενοχοποιώντας με μεγάλη ευκολία το θύμα (“ποιος ξέρει τι του/της έκανε”), οδηγώντας το σε μια δευτερογενή κακοποίηση.
Στο πλαίσιο αυτό, αναπαράγεται από γενιά σε γενιά ένα βίαιο μοντέλο, διαμορφώνοντας συνειδητά ή ασυνείδητα ένα κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο η βία όχι μόνο υπάρχει, αλλά γίνεται και αποδεκτή.
Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις των ΜΜΕ;
Πέρα από την οδύνη και την οργή που προκαλούν αυτά τα περιστατικά, θέτουν ταυτόχρονα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και των φορέων της ενώπιον των ευθυνών τους, συμπεριλαμβανομένου και των ΜΜΕ. Ως γνωστόν, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασκούν μια εκτεταμένη επίδραση τόσο στις εμπειρίες μας όσο και στην κοινή γνώμη. Και αυτό όχι μόνο γιατί επηρεάζουν τη στάση μας με συγκεκριμένους τρόπους, αλλά γιατί αποτελούν τα βασικά μέσα πρόσβασης στη γνώση από την οποία εξαρτώνται πολλές κοινωνικές μας δραστηριότητες. Σύμφωνα με τον Γάλλο συγγραφέα Ζαν Μποντριγιάρ, η τηλεόραση δεν αναπαριστά απλώς τον κόσμο σε μας, καθορίζει ολοένα και πιο πολύ τι πραγματικά είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε.
Σε αρκετές περιπτώσεις, διαπιστώνεται ότι τα ΜΜΕ επιχειρούν μια μετατόπιση των βίαιων εκδηλώσεων σε δήθεν “εγκλήματα πάθους/ζήλιας” ή σε “ψυχολογικά προβλήματα των δραστών”, ανακατασκευάζοντας την πραγματικότητα, συντηρώντας και ενισχύοντας αναχρονιστικές και στερεοτυπικές αντιλήψεις και προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο τους/τις δράστες/τριες. Η κατασκευασμένη στερεοτυπική εικόνα για τη βία (π.χ. γυναικοκτονία) είναι σχεδόν πάντα το πάθος, η ζήλεια, η αγάπη, το συναίσθημα, τα οποία βεβαίως είναι συγχωρητέα σε μια κοινωνία που δείχνει τρομακτική ανοχή στη βία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ζήλια, ο φθόνος, ο “ανταγωνισμός” μέσω των social media δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σημασία για τα ΜΜΕ, όσο η ίδια η πράξη.
Εκφράσεις όπως “καλλονή-δράστης”, “θύμα η στιλάτη καλλίγραμμη 34χρονη”, το μόνο που κάνουν είναι να υπενθυμίζουν ότι ο σεξισμός είναι στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία φαίνεται να αγνοεί την αίσθηση της ιδιωτικότητας και του σεβασμού στις επιλογές του/της άλλου/άλλης.
Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε μας ενοχλεί είτε όχι, η αλήθεια είναι πως το πρόβλημα της βίας μοιάζει να μην μας έχει αγγίξει, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται και είναι χαρακτηριστική η κοινωνική αδράνεια απέναντι στα διάφορα είδη της.
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν εγκαίρως τέτοιου είδους περιστατικά, προτού πυροδοτήσουν ακραίες συμπεριφορές;
Δυστυχώς, όλοι και όλες μας ζούμε σε μία κοινωνία που παράγει και αναπαράγει τη βία σε καθημερινό επίπεδο και με μεγάλη ένταση. Ασφαλώς, η άνοδος της βίας έχει βαθιές κοινωνικές ρίζες, και η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει αρκετό απόθεμα βίας. Στο πλαίσιο αυτό, η κουλτούρα της βίας μοιάζει πλέον σαν να είναι η κανονικότητα της χώρας και όχι η εξαίρεση. Σύμφωνα με τον ιστορικό και φιλόλογο Σαράντο Καργάκο, «η βία έγινε μορφή ψυχαγωγίας και είναι πλέον τόσο διάχυτη που συγκατοικεί μαζί με εμάς στην ίδια πολυκατοικία, στο ίδιο σχολείο, στο ίδιο πανεπιστήμιο, στο ίδιο μεταφορικό μέσο, στον ίδιο χώρο εργασίας».
Όσο, λοιπόν, εξακολουθεί να υφίσταται η βία ως πραγματικότητα, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι κάνουμε ουσιαστική πρόοδο προς την κοινωνική συνοχή, την ανάπτυξη και την ισότητα. Απαιτείται, μια διαρκής εγρήγορση από όλους/όλες μας, ώστε να δείχνουμε μηδενική ανοχή στη βία από όπου κι αν προέρχεται και όπου κι αν στοχεύει. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει από κοινού να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα ευνοήσουν τον κλονισμό της κουλτούρας της βίας και δεν θα εκθέτουν κανέναν άνθρωπο στο φόβο. Είναι εξίσου σημαντικό, να επικεντρωθούμε στα θεμέλια του συγκεκριμένου φαινομένου, στα πρώιμα στάδια της εμφάνισής του, ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε μέτρα που αφορούν στην πρωτογενή πρόληψη. Φαίνεται ότι η αποδόμηση της κουλτούρας της βίας σε σχετικά νεαρή ηλικία, συμβάλλει στην ανάπτυξη συμπεριφορών μηδενικής ανοχής έναντι της βίας, με σκοπό την ανάπτυξη υγιών και ισότιμων σχέσεων ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικής ταυτότητας.