Γράφει η Βαλέρια Σιβούδη, Ψυχολόγος ΑΠΘ
Καθώς το lockdown συνεχίζεται, οι περισσότεροι/ες έχουμε στερηθεί όλον αυτό τον καιρό πρόσωπα και δραστηριότητες που είχαμε συνηθίσει να έχουμε στη ζωή μας λειτουργώντας για εμάς ως μέσα χαλάρωσης, εμψύχωσης, αποθεραπείας μετά από μια δύσκολη εβδομάδα.
Σκεπτόμενη τα παραπάνω καθόμουν προχθές μπροστά στο laptop έχοντας ανοίξει το Youtube για να βάλω κάποιο μουσικό κομμάτι να παίζει ως υπόβαθρο όση ώρα ασχολούμουν με κάτι έγγραφα. Πάντα φορώντας ακουστικά και για να μην ενοχλώ, αλλά πολύ περισσότερο γιατί θεωρώ την ώρα της μουσικής ιερή, μια ώρα όπου απομονώνεις τον εαυτό σου από τα εξωτερικά ερεθίσματα της καθημερινότητας και χωρίς καμία διασπαστική παρεμβολή βιώνεις την επαφή με τις μουσικές σου επιλογές και τα μηνύματά τους. Είχαν περάσει κάποια λεπτά και χωρίς συνειδητά να το καταλάβω έπιασα τον εαυτό μου σε μια ιδιαίτερα συναισθηματική φόρτιση όπου εκδηλώθηκε με λυγμούς (εξαιρετικά σπάνιες οι φορές που έχει συμβεί αυτό μέσα σε 23 χρόνια ζωής).
Περιγράφοντας την επόμενη μέρα το συγκεκριμένο περιστατικό σε μια παρέα φίλων στην καθιερωμένη πλέον βιντεοκλήση μας με ρώτησαν εντελώς αυθόρμητα «Καλά, ποιο ήταν το τραγούδι που σε συγκίνησε τόσο πολύ»; «Ο Πεχλιβάνης του Θανάση», τους απαντάω και έμειναν να με κοιτάζουν με απορία. Δεν ήταν όμως το τραγούδι αυτό καθαυτό η αιτία. Ήταν η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία παιζόταν, συναυλία του ΄16 στο Γκάζι, παιδιά συνομήλικα, όλα μια παρέα, αγκαλιαζόντουσαν, χοροπηδούσαν, χόρευαν μέσα στη μέθη των ήχων απ’ το μπαγλαμά και την ηλεκτρική κιθάρα. Μια ολόκληρη θάλασσα κόσμου εκστασιασμένη να αρπάζει τη ζωή σαν να μην ξημέρωνε επόμενη μέρα. Πάντα συνιστούσα τέτοιες συναυλίες σε όσους μου ζητούσαν μια εναλλακτική εκτόνωση. Είναι τα μόνα μέρη όπου πετυχαίνουν ταυτόχρονα δύο βασικούς στόχους: Κοινωνική επαγρύπνηση και ατομική «ψυχοθεραπεία» με την έννοια της συναισθηματικής αποφόρτισης.
Τέσσερα χρόνια μετά ποιος να περίμενε ότι θα ξενυχτούσαμε μπροστά σε μια οθόνη αναπολώντας τα βράδια εκείνα, όπου τα χέρια μας μονίμως καλυμμένα από αντισηπτικό θα ήταν τα ίδια χέρια όπου σηκωνόντουσαν με μανία και συνόδευαν σαν κύμα το ρυθμό της μουσικής και την ιεροτελεστία των στίχων, όπου κάτω από τις χειρουργικές μας μάσκες σιγοτραγουδάμε ακόμη
«Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, βρ’αμάν, αμάν,
αέρας πεχλιβάνης,
να μη μπορείς να κοιμηθείς, βρ’αμάν, αμάν,
μόλις τον ανασάνεις»…