Από το πλήθος των Χριστουγεννιάτικων εθίμων θα αναφερθώ σε μερικά σχετικά με την ετοιμασία του γιορτινού τραπεζιού.
Μυρωδιές και γνώσεις… Η Θρακιώτικη κουζίνα, αφομοίωση στοιχείων ντόπιων, ακόμα και αρχαιοελληνικών, με τις γεύσεις των προσφύγων από την Ανατολική και Βόρεια Θράκη, τη Μικρά Ασία και την Πόλη.
Τα τελευταία χρόνια υιοθετήσαμε και κάποια έθιμα Ευρωπαϊκά. Σε κάποια τραπέζια δεσπόζει με μεγαλοπρέπεια μια καλοθρεμμένη και καλοψημένη γαλοπούλα. Πάνω σε κάποια άλλα τραπέζια της παραδοσιακής κουζίνας υπάρχει το χοιρινό κρέας άλλοτε ψητό και άλλοτε φτιαγμένο με διάφορες παραλλαγές (με λάχανο τουρσί, με πράσο, με ζυμαρικά).
Ένα καθαρά Χριστουγεννιάτικο φαγητό είναι η “Μπάμπω”, δε λείπει από κανένα Θρακιώτικο τραπέζι κατά τη μέρα αυτή. Παρασκευάζετε από τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με συκωτάκια, κρέας ψιλοκομμένο, πράσο, ρύζι, πλιγούρι και μυρωδικά. Απαιτούσε μεγάλο κόπο η προετοιμασία της. Το έθιμο το διατηρούν πλέον μόνο οι παλιές νοικοκυρές μιας και τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν και έτοιμες, συσκευασμένες στα κρεοπωλεία. Ήταν το πρόγευμα μόλις γύριζαν οι άνθρωποι στα σπίτια τους μετά τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Κάποιοι την τρώνε βραστή, σε μορφή σούπας. Όμως είναι πεντανόστιμη και ψητή στο φούρνο με πατατούλες για γαρνιτούρα.
Παραμονές των Χριστουγέννων τελούνταν τα “χοιροσφάγια”. Η παράδοση αναφέρεται πως κρατάει από την αρχαιότητα και πως τελούνταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας, θεάς της γεωργίας και προστάτιδας των θεσμοφορίων που έχουν σχέση με τα “χοιρίδια”. Ένα μεγάλο κόκαλο από τον χοίρο το κρεμούσαν οι παππούδες μας στο τζάκι. Αστείο ακούγεται, όμως πίστευαν πως είναι “γούρι”, φύλακας που δεν άφηνε τη νύχτα του καλικαντζάρους να κατέβουν από την καμινάδα και να κάνουν άνω κάτω το σπίτι.
Σε κάποια σπίτια συνήθιζαν να κάνουν κοτόπουλο, κατά προτίμηση χωριάτικο και σε κάποια κατσίκι. Γούστα είναι αυτά… Εκείνο όμως που είχε ιδιαίτερη σημασία τη μέρα αυτή δεν ήταν το ειδικό φαγητό αλλά το ειδικό “ψωμί”. Για τούτο δεν υπήρχε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι σε Ελληνικό σπίτι χωρίς να έχει το απαραίτητο “Χριστόψωμο”. Δεν ήταν κοινό καρβέλι όπως τα άλλα. Γινόταν με ειδική προετοιμασία. Είχε το σχήμα μεγάλου ψωμιού, αλειφόταν με κρόκο αυγού και στολιζόταν με λογής-λογής πλουμίδια από το ζυμάρι. Το κυριότερο στολίδι ήταν ο σταυρός, εξού και η ονομασία του. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, όπως γίνετε και την Πρωτοχρονιά με την βασιλόπιτα, το έκοβε και μοίραζε τα κομμάτια σε κάθε πιάτο. Δεν το πετούσαν αυτό το ψωμί. Πίστευαν πως ήταν μεγάλη αμαρτία και κατάρα και πως αν το πετάξουν θα λιμάξουν και θα πούνε το “ψωμί ψωμάκι”.
Σε ποιμενικές οικογένειες τα κεντίδια πάνω στο “Χριστόψωμο” παρίσταναν προβατίνες και κατσίκια. Ήταν η χαρά και το στήριγμα της οικογένειας. Συμβολισμός για να εξασφαλίσουν γεροσύνη και γονιμότητα με τον ερχομό του νέου χρόνου. Φτιάχνανε επίσης κουλούρια δίνοντας τους το σχήμα του αλετριού που το έσερναν τα βόδια. Το θεωρούσαν ιερό σύμβολο και, εφόσον τους εξασφάλιζε το ψωμί της φαμίλιας, το κρέμαγαν στον τοίχο του σπιτιού φυλάγοντας το με πολύ σεβασμό μια ολόκληρη χρονιά.
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα, παιδί στο χωριό της γιαγιάς, τον παππού να κόβει και να μοιράζει το Χριστόψωμο λέγοντας την καθιερωμένη ευχή “χρόνια πολλά και του χρόνου’. Ένα κομμάτι το έβαζε στην άκρη για τον πρώτο φτωχό ζητιάνο που θα τύχαινε να περάσει από το σπίτι για να δει η μαύρη φτώχεια του και καλύτερες μέρες. Σε κάποιες περιοχές μάλιστα περνούσε ο παππάς του χωριού και το ευλογούσε.
Όλα αυτά αρμονικά, ενοποιημένα με το θρησκευτικό συναίσθημα. Στη βιομηχανοποιημένη εποχή μας όλα αυτά τα έθιμα μοιάζουν αναχρονιστικά. Για τον ερμηνευτή όμως του λαϊκού πολιτισμού τα πιο πάνω έθιμα είναι εκδήλωση της αγνής λαϊκής ψυχής που έχει, παράλληλα, πλούσιο απόθεμα από λατρευτικό ρομαντισμό και από “ανθρωπιά”. Μόνο που αυτή η ανθρωπιά τείνει να εκλείψει.
Λέμε πως οι μέρες αυτές είναι για τα μικρά παιδιά, γι αυτά που κινούνται ανυποψίαστα για τον κόσμο του προβληματισμού, που τις περιμένουν με την ανταύγεια της παιδικής χάρης. Αυτές τις Άγιες μέρες ας παραδειγματιστούμε από αυτά. Ας νιώσουμε κι εμείς για λίγο παιδιά. Ας γίνουμε καινούριοι άνθρωποι χτίζοντας μια κοινωνία αγάπης. Να αγαπήσουμε πάλι, να χαιρόμαστε και να είμαστε γεμάτοι από ευγνωμοσύνη για αυτά που έχουμε. Ας πάψουμε να είμαστε μίζεροι, να κλεινόμαστε στον εαυτό μας και να μισούμε το συνάνθρωπο μας.
Ίσως να είναι και ένα είδος άμυνας. Αρνούμαστε να δώσουμε κάτι από τον εαυτό μας στους άλλους. Μεγαλώνουμε με έναν τρόπο που αναγνωρίζει μόνο δικαιώματα στον εαυτό μας και παραγκωνίζει την προσφορά και τη θυσία. Για αυτό και είμαστε αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο. Και μάλιστα όχι στην ευρύτερη κοινωνία μας αλλά και μέσα στα σπίτια μας και τις οικογένειες μας. Για να γίνουμε σωστοί άνθρωποι πρέπει να αγαπάμε, να σεβόμαστε και να αισθανόμαστε τους άλλους σαν αδέρφια μας…
Συνεχίζεται…