της Γιώτας Αγαπητού
Η Στέλλα μετά την αυτοκτονία του Πέτρου αποφασίζει να γυρίσει πίσω στο σπίτι όπου κάποτε ζούσε με την οικογένειά της. Στην Καλλιόπη απλά εξήγησε ότι έχει ανάγκη να μείνει μόνη για να βάλει σε μία τάξη όλα όσα συνέβησαν στη ζωή της τους τελευταίους μήνες. Στο χωριό όσοι τη ρωτούν τάχα από ενδιαφέρον τι κάνει και που βρίσκεται το παιδί της, αυτή τους απαντά μονολεκτικά κι απόμακρα. Ωστόσο δε θα πάψουν να σχολιάζουν για χρόνια την ιστορία της.
Ο Απόστολος με τρεμάμενα χέρια πληκτρολογεί στην οθόνη του κινητού του τον αριθμό τού πιο αγαπημένου του ανθρώπου στον κόσμο. Για λίγο κοντοστέκεται στο παράθυρο βλέποντας την Αθήνα να παραδίδεται στη βροχή, ενώ οι σταγόνες που χτυπάνε στο τζάμι συναγωνίζονται σε ταχύτητα τους χτύπους της καρδιάς του. Νιώθει πως ο χρόνος έχει παγώσει. Ξάφνου η οικεία φωνή της μάνας του τον κάνει να λυγίσει. Παρόλα αυτά αντιστέκεται. Στην αρχή της συνομιλίας τους αισθάνονται και οι δύο αμήχανα. Τα λόγια μετά από τόσο μεγάλο διάστημα απουσίας μοιάζουν να είναι φτωχά και δυσανάλογα για την ένταση της στιγμής, καθώς οι λέξεις χωλαίνουν μπροστά στην αμεσότητα των συναισθημάτων. Στιγμές σιωπής εμφανίζονται από το πουθενά για να καλύψουν τα δάκρυα που κυλάνε απ’ τα μάτια τους. Παρά το γεγονός πως η χιλιομετρική απόσταση που τους χωρίζει δεν τους αφήνει να τα δουν. Η Στέλλα σαν ορμητικό ποτάμι που τρέχει θέλει να μάθει τα πάντα. Για όλα όσα μεσολάβησαν από την ημέρα που έφυγε. Μολονότι η ίδια διστάζει ν’ απαντήσει σε αρκετές από τις ερωτήσεις του και κυρίως σε ότι έχει να κάνει με τον Πέτρο. Άλλωστε δεν ήταν προετοιμασμένη ν’ ανακοινώσει στο γιο της ότι πριν από λίγους μήνες ο πατέρας του αυτοκτόνησε, μιας και τέτοια δυσάρεστα γεγονότα δεν εξιστορούνται σε λίγα λεπτά μέσα από μία παγερή συσκευή τηλεφώνου. Όμως επάνω στη ροή της κουβέντας ο Απόστολος της εκφράζει την επιθυμία του ότι ίσως κάποια στιγμή τού τηλεφωνήσει για να ρωτήσει απλά και μόνο σαν ένας ξένος γιατί τα έκανε όλα αυτά στην οικογένειά του. Ένα γιατί που δε θ’ απαντηθεί δυστυχώς ποτέ. Η μάνα του ακούγοντάς τον μπήγει με δύναμη τα νύχια της στις παλάμες, προσπαθώντας να κρατηθεί. Προς το παρόν εκείνος δεν πρέπει να το μάθει ακόμα. Γι’ αυτό και βιαστικά τού αλλάζει συζήτηση. Αναφέρεται στην Αντιγόνη, η οποία δεν έχει πάψει να ρωτάει γι’ αυτόν. Ο Απόστολος στο άκουσμα του ονόματός της σιωπά. Αφού ούτε και στον εαυτό του μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν έχει φύγει διόλου απ’ το μυαλό του. Δεν είναι όμως ακόμα έτοιμος για τους δικούς του λόγους να επικοινωνήσει μαζί της. Μάλιστα ζητάει από τη μάνα του να μην αναφέρει σε κανέναν ότι μιλήσανε. Αν και γνωρίζει ότι η Στέλλα ξέρει να προστατεύει από τα αδιάκριτα βλέμματα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Η συνομιλία τους τελικά τελειώνει με την υπόσχεση και την ελπίδα πως δε θα εξαφανιστεί και πάλι.
Η βροχή έχει κοπάσει για τα καλά και τα σύννεφα σιγά σιγά συνεχίζουν το ταξίδι τους πάνω από τον Αττικό ουρανό. Ο νεαρός άντρας για πρώτη φορά νιώθει την ψυχή του να γαληνεύει. Χαμένος στις σκέψεις του δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του Φαίδωνα και της Ηλέκτρας που τον κοιτούν σαστισμένοι έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα τού δωματίου του. Θέλουν να μάθουν τι έχει συμβεί. Εκείνος χαρούμενος τούς εξιστορεί σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια για το τηλεφώνημα που έκανε πριν λίγη ώρα στη μάνα του. Το ζευγάρι των μουσικών ακούγοντάς τον διαισθάνεται πως το φοβισμένο παιδί που περιμάζεψαν το περασμένο καλοκαίρι κάτω από την Ακρόπολη ίσως φύγει μακριά τους. Το γεγονός αυτό τους προκαλεί στεναχώρια. Εξάλλου τώρα πια τον βλέπουν σαν τον γιο που ποτέ δεν είχαν την τόλμη ν’ αποκτήσουν. Εντούτοις προσπαθούν να κρύψουν τι πραγματικά νιώθουν. Το μόνο που ξέρουν είναι πως θα συνεχίσουν να είναι δίπλα του αν εκείνος το θέλει και θα τον στηρίζουν σε κάθε του βήμα.
Το 2025 φτάνει στο τέλος του. Όμως η καθημερινότητα συνεχίζει να κινείτε με τους δικούς της ρυθμούς. Οι γιορτές που πέρασαν είχαν κάτι το ιδιαίτερο για τη Στέλλα και το γιο της, αφού ακόμα και η αυτοκτονία του Πέτρου δεν μπόρεσε να τις επισκιάσει. Αλλά και για τον Φαίδωνα με την Ηλέκτρα, που ένιωθαν ότι με τον τρόπο τους συνέβαλλαν στην επανένωση μιας οικογένειας.
Ο καιρός κυλάει γρήγορα και η Στέλλα θ’ αρχίσει να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα, περνώντας όσο περισσότερο χρόνο μπορεί κοντά στο γιο της, που έχει νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στα Εξάρχεια, δίπλα στο ζευγάρι των μουσικών. Το τέλος της σχολικής χρονιάς θα βρει τον Απόστολο επιτυχόντα στην σχολή Εμποροπλοιάρχων Ασπροπύργου. Η θάλασσα τώρα πια για το νεαρό άντρα θα γίνει για την υπόλοιπη ζωή του το δεύτερο σπίτι του, το όποιο θα χρησιμοποιεί ως δικαιολογία ώστε να μην παντρευτεί, αναλωνόμενος στις εφήμερες σχέσεις των μακρινών λιμανιών. Παρόλα αυτά, καθώς τα χρόνια θα κυλούν σαν νερό μέσα από παιδικές χούφτες, το μυαλό του θα γυρίζει πάντα σ’ εκείνο το σκοτεινό Φλεβάρη του 2025. Μα και στην τελευταία φορά που κράτησε σφιχτά τα χέρια της Αντιγόνης. Ωστόσο, λόγο ντροπής για τον πατέρα του, αλλά κι του εγωισμού του, δε θα την αναζητήσει ποτέ.
Φλεβάρης 2065.
Ο Απόστολος, με το πρόσωπο χαραγμένο από το χρόνο και την αρμύρα της θάλασσας, στέκεται μπροστά από την παλιά ξύλινη εξώπορτα. Με τρεμάμενα χέρια, γεμάτος νευρικότητα και συγκίνηση, ψαχουλεύει την τσάντα που είναι περασμένη στον ώμο του. Εκεί μέσα έχει φυλαγμένα όλα τα προσωπικά του έγγραφα, αλλά και κάτι ακόμα πολύ ξεχωριστό, που το κουβαλάει μαζί του εδώ και χρόνια σαν φυλαχτό. Είναι ένα μικρό ξύλινο μπρελόκ, δώρο της Αντιγόνης, που έχει επάνω του ένα σπίτι και γραμμένη τη λέξη ευτυχία. Με τον καιρό τα χρώματα έχουν ξεθωριάσει και είναι γεμάτο ρωγμές. Στην άκρη του κρέμεται ένα κλειδί σκουριασμένο, που κάποτε άνοιγε τούτη την πόρτα απέναντί του. Καθώς το αγγίζει, νιώθει για πρώτη φορά να του καίει το χέρι. Θέλει να το πετάξει κάτω, μα δεν μπορεί. Άλλωστε εδώ και χρόνια σχεδίαζε τούτη τη μέρα. Τώρα δεν έχει δικαίωμα να κάνει πίσω. Το χρωστάει σ’ εκείνο το έφηβο αγόρι που έφυγε κυνηγημένο μια βροχερή νύχτα πριν ακριβώς σαράντα χρόνια, πιστεύοντας ότι είχε γίνει πατροκτόνος.


