της Γιώτας Αγαπητού
Βαριά μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της πόλης. Ο αέρας που φυσάει δίνει την ψευδαίσθηση ότι ταξιδεύει γι’ άλλες πολιτείες. Σιγά σιγά φθινοπωριάζει. Τυχεροί είναι οι άνθρωποι που έχουν ακόμα μια δουλειά κι ένα ζεστό σπιτικό να τους περιμένει τα βράδια. Σιγή. Έχει πια νυχτώσει. Ξαφνικά μια δυνατή μπόρα καλύπτει τα πάντα. Βιαστικοί διαβάτες τρέχουν να καλυφθούν. Παντού μυρίζει βρεγμένο χώμα. Κάποιοι ρομαντικοί περπατούν χορεύοντας στη βροχή με τα χέρια ανοιχτά, σαν να την αγκαλιάζουν. Ο ουρανός φωτίζεται από τις αστραπές, ενώ οι βροντές ταράζουν τον μονότονο ήχο από τις σταγόνες που πέφτουν στο έδαφος. Ένα υπερθέαμα μοναδικό που μόνο η φύση ξέρει να προσφέρει. Οι δρόμοι απότομα αρχίζουν να πλημμυρίζουν με ορμητικούς χειμάρρους που δε βρίσκουν διέξοδο πουθενά. Αφού κανείς δε φρόντισε από πριν να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές ώστε το νερό να εισρέει στο υπέδαφος. Η πόλη, όπως και η χώρα, μαζί με τους κατοίκους της, έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, σαν ακυβέρνητο καράβι που οδεύει στα βράχια.
Ένας άντρας, που εδώ και λίγα χρόνια έχει περάσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, προσπαθεί όπως όπως να προφυλαχτεί από τη βροχή. Δίπλα του στέκονται κι άλλοι άνθρωποι απογοητευμένοι. Κάποιοι έχουν φτιάξει αυτοσχέδια καλύμματα από χαρτόκουτα και νάιλον, που όμως δεν άντεξαν τη δυνατή νεροποντή. Τα λιγοστά υπάρχοντά τους έχουν γίνει τώρα πια μία άμορφη μάζα. Το σκοτάδι έχει πέσει εδώ και ώρα, δυσκολεύοντας την κατάσταση. Εκείνος, κοιτάζοντας γύρω του, αναζητά έναν άνθρωπο για ν’ ανταλλάξει δύο κουβέντες, προσπαθώντας έτσι να ξεχάσει τη δυστυχία του. Μάταια όμως. Όλοι έχουν έρθει από χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι νεαροί άντρες, οι οποίοι δείχνουν ν’ αδιαφορούν για οποιαδήποτε επαφή, ενώ δίπλα τους μερικές γυναίκες, έχοντας στην αγκαλιά τα βυζανιάρικα μωρά τους που κλαίνε από την πείνα και το κρύο, προσπαθούν να τα ηρεμήσουν.
Κυριακή βράδυ. Πλατεία Αμερικής.
Ο Νεκτάριος είναι ένας από τους χιλιάδες άστεγους της Αθήνας, που όμως δε διαφέρει σε τίποτα από τον Γιάννη Αγιάννη, τον δραματικό ήρωα του Βίκτωρος Ουγκώ. Θύμα κι αυτός των δύσκολων οικονομικών καταστάσεων που βιώνει η χώρα, τουλάχιστον τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Τον Ιανουάριο του 2010, λίγο πριν μπει το κράτος στη μνημονιακή εποχή του, εκείνος μαζί με τη γυναίκα του, την Αποστολία, είχαν ανοίξει με πολύ κόπο μία επιχείρηση επίπλων και ειδών εσωτερικής διακόσμησης, στην Αγία Παρασκευή. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα μαζί με τα δίδυμα παιδιά τους, τον Φαίδωνα και την Ηλέκτρα, που υπεραγαπούσαν. Τίποτα δεν προμήνυε πως όλα θ’ αλλάζανε με δραματικό τρόπο. Η χώρα τον Μάιο του 2010 θα παρασυρθεί στη δύνη των μνημονίων, η οποία σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της. Την εποχή εκείνη θα ξεκινήσουν να εμφανίζονται δειλά, αλλά σταθερά, οικονομικές δυσχέρειες στην επιχείρηση του ζευγαριού, καθώς οι πελάτες σιγά σιγά λιγόστευαν, τόσο στο δικό τους κατάστημα, όσο και σε κείνα που βρίσκονταν στην υπόλοιπη πρωτεύουσα. Τα εμπορικά μαγαζιά το ένα μετά το άλλο έκλειναν, οδηγώντας σε απόγνωση ιδιοκτήτες και υπαλλήλους. Ο Νεκτάριος με την Αποστολία, σε πείσμα των καιρών, πάλευαν να κρατήσουν ζωντανό τ’ όνειρό τους. Για να ανταπεξέλθουν άρχισαν να δανείζονται μεγάλα ποσά με δυσβάσταχτους όρους. Ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα μπορούσαν να ορθοποδήσουν. Παρόλο που μέρα με τη μέρα έβλεπαν γνωστούς και φίλους να οδηγούνται στην ανεργία, κάνοντας δουλειές του ποδαριού ώστε να επιβιώσουν. Ακόμα και στις ακριβές συνοικίες άνθρωποι με κουστούμια και ταγέρ ψάχνανε στα σκουπίδια για οτιδήποτε θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο, αλλά κυρίως για τρόφιμα. Η Αποστολία βλέποντας όλα αυτά ένιωθε θλίψη μέσα της. Δεν άντεχε την εικόνα των ηλικιωμένων που μάζευαν σάπια φρούτα και λαχανικά στη λαϊκή αγορά ώστε να ξεγελάσουν την πείνα τους, μιας και η ελάχιστη σύνταξη τους δεν έφτανε ούτε για τ’ απαραίτητα. Όλες αυτές οι εικόνες ζωγράφισαν με γκρίζο χρώμα την ευαίσθητη ψυχή αυτής της γυναίκας, που το τελευταίο διάστημα βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην απόγνωση.
Μετά από λίγα χρόνια μια μικρή αχτίδα φωτός ζέστανε και πάλι την καρδιά της. Όταν οι άνθρωποι αποφάσισαν πως ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θέλανε και πάλι να ζήσουν όπως παλιά, αποκτώντας, έστω και στο ελάχιστο, μέρος των παλιών καταναλωτικών τους συνηθειών, βάζοντας χρώμα στην σκληρή καθημερινότητά τους. Η επιχείρηση επιτέλους προσωρινά είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω της. Αν και το ζευγάρι δεν είχε καταφέρει ακόμα να ξεχρεώσει τα δάνειά του, φρόντισε να δώσει στα παιδιά του τα κατάλληλα εφόδια ώστε αυτά να έχουν μία καλύτερη ζωή από κείνους, πιθανώς στο εξωτερικό. Άλλωστε αντιλαμβάνονταν ότι οι επερχόμενες γενιές δεν έχουν πια κανένα μέλλον στη χώρα τους. Την οποία κάποιοι φρόντισαν να λεηλατήσουν. Ωστόσο δεν ανέφεραν ποτέ μπροστά τους για τις δυσκολίες που βίωναν, γιατί δεν ήθελαν να τα πληγώσουν, αλλά ούτε ήθελαν να τους μεταφέρουν και την αγωνία τους, καθώς εκείνα κάποια στιγμή θα εξαναγκάζονταν εκ των πραγμάτων να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για να ζήσουν.
Ένα δεύτερο χτύπημα στην επιχείρηση δεν άργησε να ‘ρθει. Αυτή τη φορά με τη μορφή ενός καθολικού εγκλεισμού στα σπίτια, εξαιτίας της πανδημίας. Έτσι, το μαγαζί έκλεισε οριστικά, αν και δεν είχαν καταφέρει έως τότε ν’ αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Δυστυχώς δεν μπορούσαν να φανταστούν τις συνέπειες αυτής της απόφασης. Άνεργοι και οι δύο, στην αρχή ζούσαν με δανεικά από συγγενείς και φίλους. Η Αποστολία για μία ακόμα φορά βυθίστηκε στα σκοτάδια της κατάθλιψης. Με τη χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, που έπαιρνε κρυφά από τα παιδιά της, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Ένιωθε όμως βαθιά προδομένη από την ίδια της την πατρίδα. Όταν η υφήλιος βγήκε επιτέλους από τον χρόνιο και χωρίς λόγο εγκλεισμό, λόγω της πανδημίας, ήρθε η ώρα όπου για κακή της τύχη οι φόβοι της επαληθεύτηκαν. Ο Φοίβος με την Ηλέκτρα θα μετανάστευαν στο εξωτερικό με τη βοήθεια συμφοιτητών τους που είχαν φύγει νωρίτερα. Το ζευγάρι στο άκουσμα της είδησης αυτής αντέδρασε ψύχραιμα. Εντούτοις, ο αποχωρισμός ήταν αφάνταστα επώδυνος για όλη την οικογένεια. Η Αποστολία τώρα πια δεν έβρισκε κανένα νόημα γύρω της. Το μόνο που την κρατούσε ζωντανή ήτανε ο Νεκτάριος. Οι δυο τους, για να επιβιώσουν, δούλευαν σκληρά από το πρωί ως το βράδυ, με ανταμοιβή ένα πενιχρό μεροκάματο. Ευτυχώς τα παιδιά τους είχαν καταφέρει να ορθοποδήσουν στη νέα τους πατρίδα. Παρόλα αυτά όμως, εκείνοι δεν ήθελαν την οικονομική στήριξη τους.
Υπήρχαν μέρες όπου η Αποστολία περνούσε από την κλειστή επιχείρηση κι έκλαιγε με λυγμούς. Το τελευταίο διάστημα είχε καρφωθεί στο μυαλό της μία απόφαση που πίστευε ότι θα τη λύτρωνε. Εξάλλου τον ίδιο δρόμο πριν απ’ αυτήν ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια χιλιάδες συμπολίτες της σε όλη τη χώρα. Ήταν ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν εκείνη, γυρίζοντας κατάκοπη από τη δουλειά, πήρε μία μικρή κόλλα χαρτί κι έγραψε μερικές αράδες στους αγαπημένους της. Αναστέναξε βαθιά κι έφυγε για πάντα, κουβαλώντας στην ψυχή της απέραντο πόνο. Ο Νεκτάριος, φτάνοντας το βράδυ στο σπίτι, βρήκε το άψυχο κορμί της γυναίκας του πάνω στο νυφικό τους κρεβάτι, κρατώντας στα χέρια της το σημείωμα.
Η βροχή έχει πάψει εδώ και ώρα να πέφτει με ένταση πάνω στην πόλη. Ένας άστεγος μεσήλικας άντρας σκουπίζει τα δάκρυα από το πρόσωπό του. Στο νου του έρχονται άθελά του στιγμές από το παρελθόν. Στον κόρφο του κρύβει σαν φυλαχτό ένα σημείωμα, δύο φωτογραφίες κι ένα κομμάτι χαρτί με μία γραμμένη διεύθυνση. Αν και αργά, έχει αποφασίσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα κοντά στα παιδιά του, αφιερώνοντάς το στη γυναίκα του, την Αποστολία. Μία ευαίσθητη ψυχή, που δεν άντεχε ν’ αργοπεθαίνει σε τούτο τον τόπο.


