της Γιώτας Αγαπητού
Νύχτα χειμωνιάτικη του Γενάρη.
Πανσέληνος, το φεγγάρι φωτεινό και κατακόκκινο λίγο πριν απ’ την έκλειψη. Στις ακτές της Σαμοθράκης σιγά – σιγά αρχίζουν ν’ αχνοφαίνονται οι ιέρειες των Καβειρίων, οι οποίες στροβιλίζονται ξέφρενα με τα μαλλιά λυτά και τα φορέματά τους παραδομένα στον παγωμένο άνεμο που αγκαλιάζει το νησί. Στο κέντρο του χορού, με το πρόσωπο εξτασιασμένο και γεμάτο ένταση, η Ολυμπιάδα Στρατονίκη. Φορώντας τον λευκό μανδύα των τελετουργιών χορεύει σαν μαινάδα σύντροφος του Διονύσου.
Χέρια ψηλά, σ’ έκσταση, θέλουν ν’ αγγίξουν τ’ αστέρια, έως ότου καταφέρουν να επικοινωνήσουν νοητά με θηλυκές κοσμικές δυνάμεις, αλλά και γυναίκες από άλλες φυλές. Γυναίκες όπως οι Κέλτισσες, που και κείνες την ίδια στιγμή ντυμένες με κοντούς χιτώνες και δέρματα ζώων, έχοντας ξέπλεκα τα μακριά ξανθά τους μαλλιά και με γυμνά στήθη, χορεύουν γύρω από τη μεγάλη φωτιά, κάπου βαθιά στα δάση της κεντρικής Γαλατίας. Προφέρουν λόγια ακατανόητα και φοβερά, κάνοντας σπονδές αίματος στις δικές τους σκοτεινές θεές. Με το λευκό τους δέρμα και τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια, έτσι όπως χορεύουν γίνονται ένα με τις νιφάδες του χιονιού που πέφτουν στη γη.
Γυναίκες δυναμικές, πολεμίστριες, πιστές στα θέλω τους και στη βαθύτερη ουσία του εαυτού τους, που αναβλύζει από τις μητριαρχικές τους ρίζες, τιμούν τους δικούς τους Θεούς και παίρνουν χρησμούς για το μέλλον από απόκοσμες οντότητες, που αποκαλύπτονται μόνο στους τυφλούς ιερομάντεις, γιατί έχουν το χάρισμα να βλέπουν με τα μάτια του νου.
Γυναίκες δύο διαφορετικών φυλών, οι οποίες δε θα συναντηθούν ποτέ παρά μόνο σε μία νοητή εκστατική γραμμή κάπου στο άπειρο, αποτέλεσμα της προσφοράς τους στο άγνωστο, που επιμερισμένο το λάτρεψαν στα πρόσωπα των θεών τους για να τους είναι οικείο.
Λίγο πριν η Ολυμπιάδα Στρατονίκη ζητήσει χρησμό για το παιδί που κουβαλάει μέσα στα σπλάχνα της, οι ιερείς των Καβειρίων θα της αποκαλύψουν τα φοβερά μελλούμενα. Ο γιος της, που θα γεννηθεί μία ζεστή ημέρα του καλοκαιριού, θα ονομαστεί Αλέξανδρος -εκ του ρήματος αλέξω και του ονόματος ανήρ, που σημαίνει δυνατός πολεμιστής. Θ’ ανήκει στον περήφανο και βασιλικό αστερισμό του Λέοντα, παίρνοντας πολλά από τα χαρακτηριστικά του. Θα κυβερνήσει τον κόσμο και θα δοξαστεί αιώνια.
Στις δύο αυτές γωνιές της Ευρώπης οι γυναίκες τιμούν τους θεούς τους και προσπαθούν ν’ αποκαλύψουν τα μελλούμενα για τις επερχόμενες γενεές των θηλυκών απογόνων που θα ‘ρθουν. Μα τα μελλούμενα δεν είναι καλά, θα περάσουν πολλά, θα λοιδορηθούν, θα γίνουν μάρτυρες δολοπλοκιών, θα καούν στην πυρά, αλλά και θα κυβερνήσουν τον κόσμο. Θα μεγαλουργήσουν, θα επαναστατήσουν, αλλά και θα γίνουν μεγάλες φιλόσοφοι, που τα ονόματά τους θα χαραχθούν πάνω στον χρόνο.
Οι μάντεις τα «βλέπουν», καθώς οι αιώνες περνούν από μπροστά τους όπως τα πλοία των Σκανδιναβών Βίκινγκς, που εξερευνούν κατακτώντας βίαια νέους κόσμους. Θαυμάζουν τις γενναίες πολεμίστριες τους, οι οποίες αψηφούν ακόμα και το θάνατο, αφού μεταμορφώνονται σε θύτες και θύματα, βιώνοντας με όλο τους το είναι τον έρωτα και το πάθος, το μίσος και την αγάπη, μα στο τέλος πενθούν σαν άλλη Εκάβη πάνω απ’ τις στάχτες της «Τροίας» που κάηκε.
Οι μάντεις βλέπουν κι άλλα, τόσα πολλά που σαστίζουν. Πώς ν’ αποκαλύψουν τα μελλούμενα σ’ αυτές τις γυναίκες για τη μοίρα του φύλου τους μέσα στον χρόνο; Ήδη φανέρωσαν πολλά σε κείνες τις ιέρειες πολεμίστριες, τις Κέλτισσες, που ξέρουν να χειρίζονται το τσεκούρι και το σπαθί με την ίδια δεξιοτεχνία που χρησιμοποιούν τα ερωτικά τους θέλγητρα επάνω στους άντρες.
Εξάλλου και οι Ελληνίδες γυναίκες, που είναι ιέρειες της σοφής Αθηνάς, της παρθένου Άρτεμης, αλλά και όλων των γυναικείων θεοτήτων, καθώς και οι σκοτεινές ιέρειες των διαφόρων ιερομαντείων, θα νιώσουν πόνο, ντροπή και περηφάνια για τα μελλούμενα. Όμως στο τέλος θ’ αποδεχθούν τη μοίρα τους μέσα στους σκοτεινούς αιώνες που έρχονται.
Σιγά – σιγά η νύχτα αποχωρεί. Κέλτισσες πολεμίστριες και Ιέρειες των Καβειρίων, κουρασμένες πια, γεμάτες ιδρώτα και σκόνη στο πρόσωπο και στο σώμα, θα ξαποστάσουν μετά απ’ αυτή τη μακρινή, την τόσο σκοτεινά φωτεινή νύχτα της έκλειψης, την οποία φώτιζε μία αιματοβαμμένη πανσέληνος. Τ’ αστέρια που τις ένωναν αρχίζουν τώρα να χάνονται. Μόνο οι νιφάδες του χιονιού συνεχίζουν να στροβιλίζονται στην ατμόσφαιρα, δίνοντας την υπόσχεση πως αυτές οι γυναίκες θα συναντηθούν και πάλι σε μία επόμενη έκλειψη με πανσέληνο.


