της Γιώτας Αγαπητού
Η Χαρίκλεια έχοντας συντροφιά το φεγγάρι, που σιγά σιγά πήγαινε να ξαποστάσει πίσω απ’ το βουνό, κοίταζε τους δύο άντρες να ξεμακραίνουν όλο και πιο πολύ από κοντά της. Όσο κι αν ήθελε να τρέξει προς το μέρος τους για να εμποδίσει τον Διαμαντή που έφευγε για τον πόλεμο δεν το έκανε. Θεωρούσε πως δεν είχε το δικαίωμα να σταθεί εμπόδιο σε τούτη την τόσο ιερή για κείνον απόφαση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εύχεται και να ελπίζει να τον ξαναδεί να διαβαίνει τον δρόμο της επιστροφής. Αν και βαθιά μέσα της δεν ήταν τόσο αισιόδοξη. Φοβόταν μην κάποια μέρα λάβει την είδηση πως χέρι Τούρκου τού στέρησε βίαια τη νιότη. Η καρδιά της δεν άντεχε άλλη απώλεια. Το τελευταίο διάστημα ένιωθε το κορμί της σαν βράχο που τον χτυπούσαν μανιασμένα τα κύματα και κείνο πάση θυσία θα έπρεπε να υπομένει.
Χωρίς να το καταλάβει είχε ξημερώσει για τα καλά. Στον δρόμο οι μορφές των δύο αγαπημένων προσώπων είχαν πια χαθεί από ώρα. Ο ήλιος με τις αχτίδες του δειλά δειλά όλο και περισσότερο ζέσταινε τον κόσμο. Παρόλα αυτά ακόμα υπήρχε μία γλυκιά ψύχρα στην ατμόσφαιρα που διαπερνούσε το κορμί της σαν ρεύμα. Κουρασμένη όπως ήταν δεν είχε αντιληφθεί ότι εδώ και λίγα λεπτά απ’ τ’ απέναντι σπίτι μια γυναίκα φορώντας ακόμα το νυχτικό της, τυλιγμένη με την εσάρπα της, που ήταν γεμάτη πολύχρωμα λουλούδια και μακριά μεγάλα κρόσσια, τα οποία έφταναν ως το πάτωμα, την κοίταζε διακριτικά. Τούτη η γυναίκα που στεκόταν σιωπηλή, λες και φοβόταν να διακόψει τις σκέψεις της φίλης της, ήταν η Κικίτσα. Όλο το βράδυ οι φασαρίες που ακουγόταν απ’ τ’ απέναντι σπίτι δεν την άφησαν να ησυχάσει. Γι’ αυτό και ήθελε να ρωτήσει τι συνέβαινε, μα δίσταζε. Όχι από περιέργεια, αλλά από ανθρώπινο ενδιαφέρον. Επιτέλους, η Χαρίκλεια έστρεψε το κεφάλι προς τη μεριά της. Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν την γεμάτη εγκαρδιότητα πρώτη καλημέρα. Γνώριζε καλά ότι η φίλη της φλεγόταν να μάθει τι ήταν αυτό που κράτησε ξάγρυπνους τούς γείτονές της. Γι’ αυτό και χωρίς προλόγους τής είπε για τον Διαμαντή που ήρθε να την αποχαιρετήσει. Αλλά και για την κόρη της, την Γεωργία, που εδώ και λίγες ώρες είχε φέρει στον κόσμο το παιδί της. Η Κικίτσα από σεβασμό το μόνο που της είπε ήταν να είναι καλότυχο και να μεγαλώσει σ’ έναν τόπο ελεύθερο. Μετά απ’ αυτό προφασιζόμενη μία αστεία δικαιολογία χάθηκε μέσα στο σπίτι της.
Η Χαρίκλεια εκτίμησε τη διακριτικότητα της. Σε τούτα εδώ τα μέρη για δεκαετίες ήταν η πιο πιστή της φίλη. Εκείνη τη στιγμή που έκανε τις σκέψεις αυτές συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει για πολύ ώρα μόνη της τη λεχώνα και το νεογέννητο μωρό. Άνοιξε σαν σίφουνας την εξώπορτα κι έτρεξε βιαστικά προς το δωμάτιο της κόρης της. Μπαίνοντας μέσα αντίκρισε τους δυο τους αγκαλιασμένους να κοιμούνται γαλήνια. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην τους ξυπνήσει, κατέβηκε στην κουζίνα κι έφτιαξε ένα δυνατό πικρό καφέ. Αν και είχε να βάλει κάτι στο στόμα της απ’ το προηγούμενο μεσημέρι, εξαιτίας της κούρασης και της υπερέντασης που ένιωθε τον κατέβασε μονορούφι. Δεν είχε χρόνο για πολυτέλειες. Έτσι αποφάσισε να σηκωθεί για ν’ ασχοληθεί με το νοικοκυριό της και να φροντίσει την κόρη με το εγγόνι της που τώρα την είχαν ανάγκη. Αναλογιζόταν πως τέτοιες ώρες μακάρι να είχε στο πλάι της ένα έμπιστο χέρι βοήθειας. Αν δεν υπήρχε ο αναβρασμός της αναμονής του ξεσηκωμού τούτες τις ιδιαίτερες στιγμές θα ζητούσε από την Ευθαλία και την Μυρσίνη να τη στηρίξουν, παρόλο που εκείνες ήταν τόσα μίλια μακριά. Μα τώρα έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα δε θα τις έβαζε να κάνουν ένα τόσο επικίνδυνο κι επίπονο ταξίδι. Επιβάλλονταν να τα καταφέρει μόνη της. Δεν έπρεπε λοιπόν ο Ηλίας επ’ ουδενί να υποπτευθεί πως εκείνη πάλευε με δυσκολία να τα φέρει βόλτα, γιατί ίσως θ’ αναγκαζόταν να κλείσει τον καφενέ ώστε να τη στηρίξει, μιας και τώρα δεν είχε πια κανέναν ν’ αφήσει στο πόδι του, αφού ο Διαμαντής είχε φύγει. Κάτι τέτοιο όμως θα ζημίωνε οικονομικά την οικογένεια.
Ασυναίσθητα, λες και ήταν υπνωτισμένη, κατευθύνθηκε προς το μικρό γραφείο που ήταν κάτω από τη σκάλα κι έβγαλε από το συρτάρι μία λευκή κόλλα χαρτί, ένα φάκελο και τον κονδυλοφόρο. Κάθισε στο τραπέζι κι ετοιμάστηκε να γράψει. Το γράμμα αυτό θα είχε προορισμό τους συγγενείς της στη Θεσσαλία. Από την ημέρα που επέστρεψε από κει μαζί με την οικογένειά της δεν είχε λάβει καθόλου νέα τους. Μα ούτε και κείνη είχε προλάβει να στείλει τα δικά της. Τώρα όμως που ένιωθε συναισθηματικά φορτισμένη ήθελε να τους περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα της συνέβαιναν. Άλλωστε είχαν μαζευτεί τόσα πολλά που αισθάνονταν την ανάγκη να τα μοιραστεί με τους πιο δικούς της ανθρώπους. Καθώς άρχιζε να σχηματίζει με προσοχή επάνω στο χαρτί τις πρώτες λέξεις, απορροφημένη όπως ήταν δεν άκουσε το δυνατό κλάμα του μωρού. Χρειάστηκε να φωνάξει αρκετές φορές η Γεωργία, για να συνειδητοποιήσει ότι κάτι της συνέβαινε. Η Χαρίκλεια δρασκελίζοντας δυο δυο τα σκαλιά έφτασε στο υπνοδωμάτιο. Βρήκε την κόρη της πανικόβλητη να κοιτάζει το βρέφος που έκλεγε και να μην ξέρει πώς ν’ αντιδράσει. Τότε εκείνη την καθησύχασε, ζητώντας της να ηρεμήσει. Λεχώνα και νεογέννητο είχαν ανάγκη απ’ τη φροντίδα της. Με τα χέρια της σήκωσε κι ακούμπησε προσεκτικά τον εγγονό της επάνω στον μαστό της μάνας του για να θηλάσει. Η Γεωργία συνέχισε να στέκεται αποσβολωμένη, σχεδόν δεν ανέπνεε. Ένιωθε αμήχανα. Δεν γνώριζε ότι ήταν δυνατόν από το στήθος της θα έδινε τροφή σ’ έναν άνθρωπο που βγήκε από το σώμα της. Εξάλλου η μάνα της απέφευγε διακριτικά να της μίλησε για όλα αυτά που θα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά κι αργότερα. Όμως και η ίδια ντρεπόταν να ρωτήσει οτιδήποτε, παρόλο που έβλεπε αλλαγές επάνω και μέσα στο κορμί της. Το μόνο που άκουγε απ’ όλους ήταν για την ιερότητα της μητρότητας και το μεγαλείο που φέρει. Η Χαρίκλεια, λες και διάβαζε τις σκέψεις της κόρης της, έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας αμήχανα. Μάλιστα δεν έκανε ούτε μία προσπάθεια να δικαιολογήσει τον εαυτό της, αφού το μόνο που ήξερε μια ζωή ήταν να δικαιολογεί τους άλλους. Χωρίς λοιπόν να πει κουβέντα μετά από λίγο πήρε το μισοκοιμισμένο μωρό από τον κόρφο της μάνας του και το απόθεσε στην κούνια, την οποία είχε κάνει δώρο ο Ισίδωρος. Ήταν μία χειροποίητη κατασκευή με σκαλισμένους δύο φτερωτούς μικρούς αγγέλους στο προσκεφάλι της και πολλά μικρά άλογα που καλπάζανε στα πλαϊνά. Ενώ τα στρωσίδια της ήταν φτιαγμένα από τα καλύτερα πολυτελή υφάσματα. Την είχε κάνει παραγγελιά στους εμπειρότερους τεχνίτες της Ευρώπης.
Λεχώνα και βρέφος αποκοιμήθηκαν μαζί, κρατώντας τρυφερά ο ένας το χέρι του άλλου. Ίσως ποιος ξέρει και να ήταν η πρώτη φορά που η δόλια η Γεωργία συνειδητοποιούσε τι πραγματικά της είχε συμβεί και τον ρόλο που είχε αναθέσει σε κείνη η ζωή για να διαδραματίσει…


