Γνωριμία με τους κατοίκους του Άργανα Μαντέν. Αναζήτηση στα ληξιαρχεία για διαγραμμένες μνήμες. Άφιξη στο Ντιγιαρμπακίρ.
Ένα οδοιπορικό προς τη Μεσοποταμία των θρύλων
του Γιάννη Λασκαράκη
Τα ξενοδοχείο στη διπλανή Εργάνη δεν είχε πολυτέλειες. Ήταν όμως καθαρό και με κλιματισμό. Η θερμοκρασία μεγάλωνε όσο πηγαίναμε ανατολικά και νότια. Οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο στην απέναντι αλάνα, δεν διαπερνούσαν τη ηχομόνωση των παραθύρων. Βγήκαμε για μια βόλτα στην παλιά πόλη, που μαζί με τη νέα, παραδίπλα, φιλοξενεί 125.000 κατοίκους. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης Τουρκίας.
Αρκετές πολύ μεγάλες πόλεις πάνω από ένα εκατομμύριο , πολλές γύρω στο μισό εκατομμύριο και πάρα πολλές μεταξύ 100 και 200 χιλιάδων. Και ένα ακόμη: Πολλοί νέοι άνθρωποι κυκλοφορούν που υπερτερούν κατά πολύ των ηλικιωμένων και οι οποίοι εργάζονται σε κάθε είδους δουλειά, εργάτες και σερβιτόροι, υπάλληλοι και μικροπωλητές. Στο μεγάλο ρεστοράν που δειπνήσαμε, ανάμεσα στην παλιά και τη νέα πόλη της Εργάνης, δεκάδες αγόρια και κορίτσια, με το χαμόγελο στα χείλη τριγύριζαν γύρω μας για να μας εξυπηρετήσουν. Άλλοι νέοι δούλευαν στην κουζίνα, που ήταν περίβλεπτη στο κέντρο του εστιατορίου και ετοίμαζαν γρήγορα τις παραγγελίες. Πόση αμοιβή είχαν τα παιδιά αυτά; Ελάχιστη, αν συμπεράνουμε από την αξία του χορταστικού γεύματος, με όλα τα συνοδευτικά και με αριάνι αντί για μπύρα. Οκτώ ευρώ για δύο άτομα!

Το πρωί θελήσαμε να επισκεφθούμε το ληξιαρχείο του Δήμου, μήπως και βρούμε στοιχεία από τους προγόνους μου, μια και η μία θεία μου φέρεται να γεννήθηκε στην Εργάνη. Οι υπάλληλοι μας οδήγησαν στο πολυτελής γραφείο του ληξίαρχου. Αυτός φώναξε μέσα και τους αρμόδιους υπαλλήλους. Δεν μπορέσαμε να βγάλουμε άκρη. Ήταν και η έλλειψη γνώσης της αγγλικής των υπαλλήλων. Με συνέδεσαν τηλεφωνικώς με έναν υπάλληλο που βρίσκονταν σε άλλο κτήριο, που πιθανότατα ανήκει στη διοίκηση της Περιφέρειας. Αυτός μιλούσε λίγα αγγλικά. Μου είπε να περάσουμε από το γραφείο του για να μας βοηθήσει. Δεν περάσαμε. Έπρεπε να επιστρέψουμε στο Άργανα Μαντέν για να επισκεφθούμε το ορυχείο και το Δήμο.
Το δημαρχιακό κτήριο του Άργανα Μαντέν, βρίσκονταν σε ένα πλάτωμα στην όχθη του μικρού ποταμού.. Εκεί δίπλα βρισκόταν και το κυβερνητικό κτήριο. Ο δήμαρχος έλλειπε. Μιλήσαμε με τους υπαλλήλους που έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον εγγονό της δημότισσάς τους, που ψάχνει για τα ίχνη της. Στο γραφείο του ληξίαρχου έγινε μια μίνι σύσκεψη από τους αρμόδιους. Όταν άνοιξαν τον υπολογιστή ήλπισα ότι κάτι θα γίνει. Έβαλαν σε αναζήτηση το επίθετο της γιαγιάς, αλλά δεν ήξεραν πως γράφεται στα τουρκικά το Γιατζιάμογλου. Τους πρότεινα να βάλουν το Ελισάβετ. . Πόσες γυναίκες θα υπήρχαν με το όνομα αυτό; Μια κοπελίτσα που έκανε την μετάφραση από τα αγγλικά στα τούρκικα, με ρώτησε γιατί ψάχνω αυτά τα στοιχεία. Της είπα την αλήθεια. Γράφω ένα βιβλίο με τη ζωή των προγόνων μου στο χωριό τους. Το μετέφρασε στον διευθυντή της και αμέσως άλλαξε το κλίμα. Έγραψε σε ένα χαρτί μια διεύθυνση στην Άγκυρα και μου είπε ότι τα αρχεία του Δήμου πριν το 1923,, βρίσκονται στην Άγκυρα. Βγήκε από το γραφείο διακόπτοντας την έρευνα. «Τι θέλει τώρα αυτός», θα σκέφθηκε. «Έχει γούστο να μας ζητάει πίσω και την περιουσία της γιαγιάς του».

Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο. Όλοι μας χαιρετούσαν με υπόκλιση με χαμόγελο. Ένας μας έπιασε κουβέντα και αναφέρθηκε στην εποχή των διωγμών των Ελλήνων και των Αρμενίων. Με κοίταξε ερευνητικά και μου είπε ότι μοιάζω με έναν συγγενή του. «Μπορεί να είμαστε ξαδέρφια», του είπα. Όσοι καθόντουσαν στα εξωτερικά τραπεζάκια των καφενείων μας καλούσαν να μας κεράσουν. Μετανιώσαμε που δεν δεχθήκαμε, αλλά έπρεπε να ανεβούμε στο ορυχείο και μετά να ταξιδέψουμε για το Ντιγιαρμπακίρ. Το ορυχείο με το χάλκινο χρώμα βρίσκονταν στο ύψωμα δίπλα στο χωριό, επάνω στο δρόμο που οδηγούσε στον Τίγρη ποταμό, που απείχε μια ώρα με τα πόδια. Από εκεί ψηλά η θέα ήταν καταπληκτική, αλλά και εφιαλτική συγχρόνως, καθώς βρισκόμασταν μέσα στο χώρο όπου υπέφεραν και πέθαναν χιλιάδες εργάτες- κατάδικοι. Ήταν η εποχή που η εξάπλωση του ηλεκτρισμού προκαλούσε μεγάλη ζήτηση χαλκού για τις καλωδιώσεις. Το μετάλλευμα εξορύσσονταν και εμπλουτιζόταν στους υψικαμίνους και στη συνέχεια φορτώνονταν και μεταφέρονταν μέσω του πλωτού Τίγρη σε χώρες της Μεσοποταμίας, με αντάλλαγμα σιτάρι και γεωργικά προϊόντα. Φύγαμε παίρνοντας μαζί μου δυο κομμάτια από το χαλκούχο μετάλλευμα. Για να το ανταλλάξω με τις μνήμες που δεν κατάφερα να αναβιώσω.

Στο Νταγιαμπακίρ φθάσαμε μετά από μια ώρα. Το ξενοδοχείο μας βρίσκονταν δίπλα ψηλό στο κάστρο που περιβάλλει το κέντρο της ξακουστής πόλης των Κούρδων.
Το Ντιγιαρμπακίρ, η πρωτεύουσα της Άνω Μεσοποταμίας, είναι και η ανεπίσημη πρωτεύουσα του τουρκικού Κουρδιστάν. Η πλειοψηφία του ενός εκατομμυρίων κατοίκων της αποτελείται από Κούρδους. Το όνομά του σημαίνει «χώρα του χαλκού». Το παλιό του όνομα ήταν το «Αμίδα». Εκεί, έξω από τα κάστρα του, δόθηκαν ομηρικές μάχες εναντίον των επίδοξων κατακτητών του. Δίπλα στον Τίγρη σκοτώθηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ηττημένος από τους Πέρσες.
Μια πανσπερμία από λαούς κατοικούσε παλαιότερα την πόλη. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένηδες, Σύριοι, Κούρδοι, Άραβες χρωμάτιζαν το Ντιγιαρμπακίρ με τις ενδυμασίες τους και το τραγουδούσαν στις γλώσσες τους. Κυριαρχούσαν οι Κούρδοι με τις βράκες τους, τις μπότες, τα γιλέκα και το τουρμπάνι με την προέκτασή του να κρέμεται στο πλευρό τους. Η πόλη είχε σημαντικό χριστιανικό πληθυσμό, αρμενικό και συριακό. Από τα μέρη της Αργυρούπολης κατάγονταν και οι πενήντα ελληνικές οικογένειες. Όλοι αυτοί όμως εξοντώθηκαν ή εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου.

Τριγυρίσαμε αχόρταγα το κέντρο της παλιάς πόλης, που περιβάλλεται από ένα σχεδόν κυκλικό πανύψηλο τείχος από μαύρο βασάλτη, με περίμετρο έξι χιλιομέτρων. Τέσσερις πύλες, μια σε κάθε σημείο του ορίζοντα, οδηγούν στο πολύβουο κέντρο , στα μεγαλοπρεπή τζαμιά και στην απέραντη αγορά, με τα ντόπια αγαθά και αυτά που έρχονται από τα πέρατα της Ανατολής. Κρέμονται τα περσικά χαλιά ανάμεσα στους τοίχους των στενών δρόμων, απλώνονται τα πολύχρωμα μπαχαρικά μέσα στους ανοιχτούς σάκους τους. Μοσχοβολούν τα αρώματα από την Αίγυπτο, και ξεδιπλώνονται τα τόπια με τα μεταξωτά υφάσματα από την Κίνα, λάμπουν τα μαργαριτάρια και τα χρυσαφικά στις βιτρίνες των κεντρικών καταστημάτων.
Ο πλούτος και η ακραία φτώχια συμβιώνουν δίπλα- δίπλα, στα πολυτελή ξενοδοχεία και τα αρχοντικά κονάκια των επιχειρηματιών, των ραντιέρηδων και των εμπόρων και στις παράγκες των χαμάληδων και των ζητιάνων, με τα παιδιά τους να παίζουν μέσα στα ανήλιαγα σοκάκια με τα βρομόνερα.

Στο Ντιαρμπακίρ όλα τα μνημεία μαρτυρούν το πέρασμα από το προπύργιο αυτό της Ανατολής όλων των αυτοκρατοριών. Στο κέντρο της πόλης, το επιβλητικό Τέμενος Ουλού, στηρίζεται σε αρχαίες κολώνες Κορινθιακού και Ρωμαϊκού ρυθμού, ενώ η Βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, στέγαζε τα λείψανα των δύο Αγίων.
Το βράδυ σε μια εσωτερική αυλή με ημίφως και εξαιρετική διακόσμηση, ήπιαμε το τσάι μας υπό τους ήχους μοντέρνας δυτικής μουσικής. Στην είσοδο του κέντρου, που ήταν γεμάτο από πολίτες ντυμένους σαν και μας, ένα ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ με το σκίτσο του μεγάλου ποιητή, υποδέχονταν τους θαμώνες και τουε προέτρεπε: «Όπου και όπως και αν ζούμε, ας ζήσουμε σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ» Έτσι και μείς , καθώς πηγαίναμε προς το ξενοδοχείο, υποκύψαμε στον πειρασμό ενός ζαχαροπλαστείου με λαχταριστά γλυκά με μπόλικο σιρόπι. Χαλάλι τους.