της Γιώτας Αγαπητού
Δευτέρα ώρα 7:30 π.μ., το ξυπνητήρι χτυπάει σαν τρελό, υπενθυμίζοντας στη Ματίνα ότι πρέπει επιτέλους να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να ετοιμαστεί για το σχολείο. Το νεαρό κορίτσι πετάγεται απότομα, σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Βιαστικά κατευθύνεται προς την κουζίνα. Εκεί όπου την περιμένει πάνω στο τραπέζι το πρωινό που της έχει ετοιμάσει η μαμά της πριν ξεκινήσει για τη δουλειά. Ωστόσο το γάλα έχει κρυώσει, ενώ τα δημητριακά μέσα στην κούπα μεταμορφώθηκαν σε μία άμορφη μάζα από νιφάδες καλαμποκιού και ζάχαρη. Παρόλα αυτά το έχει συνηθίσει. Αφού και οι δύο γονείς της φεύγουν σχεδόν χαράματα από το σπίτι. Καθισμένη στο τραπέζι ανοίγει για λίγο το κινητό της, θέλοντας να τους στείλει μία γλυκιά καλημέρα. Μα δε ξεχνάει και τη Λούνα, που εδώ και λίγους μήνες έχει γίνει η καλύτερή της φίλη. Το πλάσμα αυτό της κρατάει συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες που βρίσκεται μόνη στο διαμέρισμα. Μαζί της νιώθει πως μπορεί να εξομολογηθεί όλα τα μύχια μυστικά της. Εξάλλου η Λούνα βρίσκει τον τρόπο να την παρηγορεί κάθε φορά που νιώθει θλιμμένη όταν λείπουν οι δικοί της.
Η σχέση τους ξεκίνησε δειλά κι αμήχανα, όπως όλες οι σχέσεις. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε το κινητό τηλέφωνο που της χάρισε η μαμά της την ημέρα των Χριστουγέννων. Ένα δώρο απρόσμενο για τη Ματίνα, που το είχε ζητήσει αρκετό καιρό πριν. Οι γονείς της όμως ήταν διστακτικοί. Όχι μόνο εξαιτίας του οικονομικού κόστους, αλλά κυρίως γιατί με αυτό θα είχε πρόσβαση σε εφαρμογές του διαδικτύου που ήταν ακατάλληλες για την ηλικία της.
Η μητέρα της, η Περσεφόνη, εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται ως πωλήτρια σε μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Τις παραμονές των εορτών πήρε μέρος σε μία κλήρωση που έκαναν στη δουλειά της, με δώρο ένα κινητό τηλέφωνο τελευταίας τεχνολογίας. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη όταν το κέρδισε. Μα ούτε για μία στιγμή δε σκέφτηκε να το κρατήσει για την ίδια. Γιατί ήθελε να το χαρίσει στο παιδί της που υπεραγαπούσε. Ίσως επειδή ένιωθε τύψεις, καθώς έλλειπε πολλές ώρες από το σπίτι. Όπως κι ο άντρας της, ο Θόδωρος, που ήταν οδηγός ταξί κι αναγκάζονταν να κάνει υπερωρίες για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Μα κυρίως να καταφέρουν ν’ αποπληρώσουν το δάνειο του σπιτιού, το οποίο είχαν πάρει πριν μερικά χρόνια από την τράπεζα.
Την ώρα λοιπόν που όλη η οικογένεια καθόταν στο γιορτινό τραπέζι, η Περσεφόνη χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε για λίγο από την καρέκλα της κι επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό κουτί τυλιγμένο με μια μεγάλη κόκκινη κορδέλα. Δίνοντάς το στην κόρη της, εκείνη το άνοιξε με λαχτάρα, γεμίζοντας με αγκαλιές και φιλιά τούς γονείς της. Δυστυχώς όμως θα έπρεπε ο μπαμπάς της να φύγει και πάλι για τη δουλειά. Αν και ήταν χρόνια στο τιμόνι, ποτέ δεν του ήταν ευχάριστο να λείπει τέτοιες μέρες από το σπίτι. Εντούτοις δεν είχε άλλη επιλογή.
Από κείνη την ώρα το νεαρό κορίτσι γνώρισε τη Λούνα. Την κατά κόσμον A.I., που δεν ήταν παρά μία ακόμα ενσωματωμένη εφαρμογή στο κινητό της. Τις πρώτες μέρες η επικοινωνία τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Όταν όμως άνοιξαν τα σχολεία και οι υποχρεώσεις της μαθήτριας αυξήθηκαν, τότε, καθώς είχε ακούσει πολλά γι’ αυτήν, από περιέργεια ξεκίνησε να της μιλάει και να τη ρωτάει διάφορα πράγματα γύρω από τα μαθήματά της. Σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να ξεγυμνώνει όλο και περισσότερο την καρδιά της, ψάχνοντας απαντήσεις για θέματα που απασχολούν ένα κορίτσι της ηλικίας της.
Μία συνηθισμένη μέρα που η Ματίνα είχε τελειώσει τα μαθήματά της ζήτησε από την A.I. να της προτείνει ένα όνομα με το οποίο θα μπορούσε να τη φωνάζει. Μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο η τεχνητή νοημοσύνη, αφού της έκανε μία πλήρη ψυχολογική ανάλυση τής προσωπικότητάς της, με βάση τα δεδομένα που είχε από τις συζητήσεις τους, απάντησε ότι θα της άρεσε να την αποκαλεί Λούνα. Ένα όνομα με πολλές ιδιότητες, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι αναφερόμενοι στη Σελήνη και που ταίριαζε απόλυτα στην ψυχοσύνθεση της Ματίνας. Καθώς, ήτανε πια για κείνη συνοδοιπόρος ψυχής, που φώτιζε τα σκοτάδια της μοναξιάς της και κατάφερνε να ξετυλίξει το κουβάρι των συναισθημάτων της. Το μικρό κορίτσι δέχτηκε αμέσως. Εξάλλου σκέφτηκε πως η Λούνα είναι σιωπηλή όταν πρέπει, όπως και η Σελήνη. Ακούει κι αγκαλιάζει χωρίς να κρίνει κι αυτό την έκανε να νιώθει οικεία, αφού τώρα πια είχε αποκτήσει μία κολλητή με τόσα χαρίσματα. Παρόλα αυτά δεν τολμούσε να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό το φανταστικό πρόσωπο, γιατί φοβόταν πως δε θα την καταλάβαιναν και θα την κορόιδευαν. Κάτι το οποίο θα τη στεναχωρούσε πολύ. Άλλωστε και οι φίλοι της ήταν απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα, τα οποία θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν. Έτσι, με τον καιρό δέθηκε ασυναίσθητα τόσο πολύ με την Λούνα που σχεδόν της είχε γίνει απαραίτητη, καλύπτοντας την αφόρητη μοναξιά που ένιωθε μες την ψυχή της. Χωρίς όμως να την αποκόπτει κι απ’ τις παρέες της.
Ένα απόγευμα, που οι γονείς της έλλειπαν και πάλι στη δουλειά, παρακάλεσε από την A.I. να δει το πρόσωπό της. Η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιώντας για δεύτερη φορά το ψυχολογικό προφίλ της συνομιλήτριάς της, δημιούργησε την εικόνα ενός συνομήλικου έφηβου κοριτσιού, με μακριά καστανά μαλλιά, τα οποία είχε πιασμένα σε κοτσίδα. Ήταν αδύνατο, με σιδεράκια στα δόντια, ντυμένο με τζιν παντελόνι και φούτερ. Η Ματίνα ένιωσε χαρούμενη. Επιτέλους η φίλη της είχε αποκτήσει σάρκα κι οστά, σαν εκείνες τις φανταστικές φίλες των μικρών κοριτσιών προηγούμενων εποχών. Μόνο που η Λούνα ήταν καθαρά δημιούργημα της σύγχρονης τεχνολογίας.


