Παραλλαγή

ΔHΜΟΣ ΚΛΑΔIΤΗΣ

Παραλλαγή

Είχα γονατίσει λαχανιασμένος πίσω από τον κίτρινο καναπέ ελπίζοντας να μην γίνω αντιληπτός. Αναρωτιόμουν αν ο διώκτης μου θα κατάφερνε να με βρει. Η αναμονή μου σταμάτησε από ένα εκκωφαντικό ΜΠΑΜ κι ύστερα κι άλλο. Έπιασα το στήθος μου, προσπάθησα να πω κάτι κι έπεσα κάτω. Ήρθε ακριβώς από πάνω μου. ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ. Ξαφνικά έσπασα την νεκρική μου ακαμψία, έκανα με τα χέρια μου το σχήμα του πιστολιού, ακριβώς όπως και το ανηψάκι μου, ο Σπύρος, πριν λίγο, και φώναξα κι εγώ «μπαμ». Ο αδερφός μου, ο Μπάμπης, μας κοίταγε χαμογελώντας σαν να’ λεγε «βρε τον τρελό», αλλά η γυναίκα του φαινόταν να αποδέχεται λιγότερο απ’ αυτόν το θέαμα ενός τριανταπενταετούς μαντράχαλου που παίζει έτσι μ’ ένα νήπιο.

«Τώρα είναι ωραία παιχνίδια αυτά;»

-Δεν μπορείχj, είχαι νεκρόχj, είπε ο πιτσιρίκος εκνευρισμένα

-Μπορώ και παραμπορώ.

Ο Μπάμπης κι η Χαρά μας άφησαν, όπως παρατάνε όλοι οι μεγάλοι τα παιδιά να παίξουν, ελπίζοντας πως δεν θα ανοίξει κανένα κεφάλι, και πήγαν στην κουζίνα.

Αποφάσισα να σηκωθώ, να κάτσω στον καναπέ· οι αντοχές μου μ’ εγκαταλείπανε. Στην πορεία ο μικρός φώναζε πάνω απ’ το κεφάλι μου «Δεν μπορείχj να χηκωθείχj, xjε χjκότωχjα, δε μπορείχj είπα!». Τον σημάδεψα με το «πιστόλι» και φώναξα άλλα τρία μπαμ πριν καθίσω. Εκνευρίστηκε και άρχισε ένα γρονθοκόπημα τόσο δυνατό που μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ πού τη βρίσκει όλη αυτή τη δύναμη ένας τόσος δα άνθρωπος. Πάνω στην προσπάθειά μου να γλυτώσω του έριξα μία δυνατότερη σπρωξιά απ’ ότι υπολόγισα κι έπεσε κάτω. Με κοίταξε επιθετικά, σούφρωσε τα χείλια του και δάκρυσαν τα ματάκια του. Δεν φαινόταν διατεθειμένος να μείνει στα δάκρυα, ήταν φανερό πως από στιγμή σε στιγμή θα’ βαζε τα κλάματα, τώρα απλώς ζέσταινε την μηχανή. «Οχ», σκέφτηκα «αν αρχίσει να κλαίει θα γίνω τελείως ρεζίλι». Έσκυψα, τον αγκάλιασα και του’ πα «συγνώμη συγνώμη συγνώμησυγνώμησυγνώμη». Το ύφος του από παραπονεμένο ξανάγινε πονηρό, τόσο πονηρό μάλιστα που πίστεψα πως θα με ξανάρχιζε στις γρήγορες. Έκανα λάθος. Με αγκάλιασε κι αυτός κι έκατσε στα πόδια μου. Ο παγαπόντης το κλάμα το έχει τόσο εύκολο όσο εγώ έχω τον ψευτοβήχα.

«Έτοιμο το φαγητό» η φωνή της Χαράς μας κάλεσε στην κουζίνα.

Καθώς τρώγαμε και λέγαμε διάφορα, πήγε η κουβέντα – ο Μπάμπης την έφερε δηλαδή- εκεί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πήγαινε πάντα: «Στέλιο, θα ήσουν καλός πατέρας· έτσι δεν είναι Χαρά;» Η Χαρά συμφώνησε με ύφος σαν να ήταν αναγκασμένη να φάει ένα μαγκάλι κάρβουνα. «Ο θείος θα ήταν τέλειος πατέρας» είπε ο μικρός (το «τε» τονίστηκε περισσότερο από την υπόλοιπη λέξη φανερώνοντας ενθουσιασμό). Εξήγησα για πολλοστή φορά, ότι δεν γίνεται, ότι προτιμώ να είμαι μόνος μου, ότι στην όχθη που πάω κι αράζω δεν συχνάζει κανείς, ούτε γυναίκες ούτε άνδρες. Ο Μπάμπης με κοίταξε αυστηρά: «Τι κάνεις στην όχθη;» Σιγά που δεν ήξερε. Όταν ήμαστε μικρότεροι, όχι πολύ μικρότεροι, μέχρι πριν παντρευτεί, μαζί πηγαίναμε και την πίναμε εκεί. Απλά ο γάμος κι η πατρότητα κάτι του κάνανε κάτι και τώρα ξυνίζει τα μούτρα του.

«Χjτην όχθη, έχει φαντάσματα» είπε ο Σπύρος. «Θυμάχjτε κάτι ανθρώπουχj πριν από ένα χρόνο, που’ ρχονταν από απέναντι και πνίγηκαν; Αν και χjκοτωθήκανε, βγήκαν χέκχjω. Τώρα τρομάζουν αυτούχj που πηγαίνουν εκεί ». Έμεινα να διασκεδάζω με την προσπάθεια ενός πεντάχρονου να ακουστεί επιβλητικός, ο πατέρας του έμεινε μπερδεμένος γιατί από τη μία δεν ήθελε να χαλάσει την πολιτική μαγιά που είχε αναπτύξει ο γιος του, έστω κι από τόσο μικρή ηλικία, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να τον φέρει αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητα ακόμα, κι η μάνα του το ίδιο. «Αυτά είναι βλακείες, δεν υπάρχουν φαντάσματα».

Φάγαμε, ήπιαμε, πήγε δώδεκα παρά κάτι ψιλά, ο μικρός έπρεπε να κοιμηθεί, εγώ ήθελα να πάω στην όχθη (είχε και πανσέληνο αυτή τη μέρα και δεν ήθελα να την χάσω), ο αδερφός μου επέμενε να μάθει τι θα κάνω μόνος μου εκεί τέτοια ώρα –χέσε μας ρε Μπάμπη- κι η νύφη μου είχε ενθουσιαστεί στην ιδέα ότι θα έφευγα. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα της αποχώρησης.

Ανέβηκα στην εντούρο μου κι έβαλα μπρος για Έβρο. Το σπίτι του αδερφού μου ήταν στο Σουφλί, στην αρχή της Σόλωνος. Έστριψα αριστερά, ύστερα δεξιά, έφτασα στην εθνική οδό, οδήγησα μέχρι ένα σημείο που ήξερα ότι είχαν κενό οι προστατευτικές μπάρες, έκανα αντικανονική στροφή ενενήντα μοιρών και πήρα έναν χωματόδρομο που έβγαζε στην όχθη. Έφτασα στον Έβρο, πίσω απ’ τα δέντρα. Έκανε ψύχρα και δεν υπήρχε ψυχή. Κοίταξα γύρω τα πλατάνια και τις ιτιές που είχαν πάρει σκούρα μπλε απόχρωση από το φεγγαρόφως, άκουσα τους ήχους της φύσης, τα βατράχια, τον αέρα που περνούσε από τα πλατάνια, τον ποταμό που έρρεε. Κατέβηκα από τη μηχανή, περπάτησα μέχρι την όχθη, έβγαλα το τρίφυλλο από την εσωτερική τσέπη του τζάκετ το έβαλα στο στόμα, έβγαλα τον αναπτήρα και, πάνω που ήμουν έτοιμος να το σκάσω, έπιασα μία κίνηση απ’ τ’ αριστερά με την περιφερειακή όραση. Το’ βγαλα απ’ το στόμα μου και γύρισα να δω καλύτερα. Δεν υπήρχε τίποτα. «Θα μου φάνηκε». Το ξανάβαλα στα χείλια και, πριν προλάβω να σηκώσω τον αναπτήρα, είδα –αισθάνθηκα πιο πολύ, αφού όλα τα αντιλαμβανόμουν με την άκρη των ματιών μου- μία άλλη κίνηση, απ’ τα δεξιά αυτή τη φορά. Το τσιγάρο ξαναμπήκε στην τσέπη πλέον και σηκώθηκα όρθιος. «Βρε λες να μ’ επηρέασαν οι βλακείες του μικρού;»

Περπάτησα αργά και σταθερά, προσπαθώντας να υποκριθώ τον αποφασισμένο. «Κι αν είναι δουλέμποροι ή πρεζέμπορες και μόλις τους δω με καθαρίσουν; Ή τίποτα άκυροι που είδαν το τσιγάρο και με δώσουν στους μπάτσους; Αν είναι κλέφτες; Δεν θα τους είχα αντιληφθεί από πιο πριν όμως;» Ο μισός μου εαυτός φοβόταν το άγνωστο ενώ ο άλλος μισός προσπαθούσε να με πείσει πως όλα ήταν της φαντασίας μου. Προχωρούσα παρά το ρίσκο, ελπίζοντας πως δεν θα είναι τίποτα κι ότι θα μπορέσω να πιω το τσιγάρο μου με την ησυχία μου, γελώντας με τους φόβους μου.

Είδα ένα παιδί αριστερά μου. Μου’ ρθε ξαφνικό. Τρόμαξα και φώναξα «Να σου…» χωρίς να ολοκληρώσω τη φράση. Δεν βρίσκονταν από την πλευρά των δέντρων, που μπορούσε να είχε κρυφτεί ανάμεσά τους, αλλά από την πλευρά του ποταμού. Παράλογο να μην το δω να πηγαίνει προς εκεί. Ήταν αγοράκι, τριών ή τεσσάρων χρόνων, τα χέρια του ήταν κολλημένα στον κορμό του, σα σε στάση προσοχής, το κεφάλι το είχε στραμμένο προς τα κάτω κι οι ματάρες του ήταν καρφωμένες πάνω μου. Τα μάτια του δεν τα’ κλεινε καθόλου, δεν έκανε καμία κίνηση που να δείχνει αναπνοή, εξέπεμπε ένα απαλό λευκό φως κι ήταν διαφανής σαν φτιαγμένος από γυαλί. Όταν ξεπέρασα το πρώτο σοκ, κατάλαβα ότι δεν είχα τίποτα να φοβάμαι. Δεν έδειχνε να έχει απειλητικές διαθέσεις, ήταν μόνο παραπονεμένο. Όσο προσπαθούσα να βρω να πω κάτι για να σπάσει ο πάγος, ο τόπος γέμισε με παρόμοιους, διαφανείς ανθρώπους που τριγυρνούσανε σέρνοντας τα πόδια τους χωρίς να έχουν κάποιο προορισμό.

«Γεια σου». Δεν είπε τίποτα. «Πώς σε λένε;» Σιωπή. «Πού είναι οι γονείς σου;» Μούγκα. «Από πού είσαι;» Με μία μονοκόμματη κίνηση, χωρίς να αλλάξει κάτι στην στάση του, έδειξε προς την κατεύθυνση του ποταμού με το χεράκι του υψωμένο, σαν να θέλει να δείξει πολύ μεγάλη απόσταση. Τι λένε τώρα; Ο άνεμος άρχισε να φυσάει πιο δυνατά απ’ ότι πιο πριν και, περνώντας ανάμεσα απ’ τα δέντρα έβγαζε έναν στοιχειωμένο ήχο. «Καλωσόρισες!»

Ζάρωσε με παράπονο τα χείλια του, έκλεισε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του. Μου θύμισε τον Σπυράκο από την αρχή της βραδιάς, μόνο που αυτό το κλάμα δεν ήταν θεατρινίστικο, δεν θα συνοδευόταν από πονηρό χαμόγελο. Δεν θα ζωγραφιζόταν ποτέ ξανά πονηρό χαμόγελο στο παιδικό του πρόσωπο. Ο θρήνος του ήταν ο πιο πραγματικός θρήνος στη γη, του στερήσανε τα πάντα από πολύ νωρίς. Δεν έβγαλε ήχο απ’ το λαιμό του αλλά το σφύριγμα του ανέμου δυνάμωσε τόσο πολύ που έγινε εκκωφαντικό κι ήταν σαν να το έβγαζε αυτός, σαν να το έβγαζαν όλοι γύρω που πλέον είχαν γυρίσει και με κοιτούσαν. Πάνω που έλεγα «αυτό ήταν θα πέσει ο αέρας, δεν αντέχω να γίνει πιο δυνατός, θα κουφαθώ» ο αέρας δυνάμωνε. Όταν ήρθε το κρεσέντο του ήχου, το πρόσωπο του αγοριού παραμορφώθηκε τόσο πολύ που θύμιζε την κραυγή του Μουνκ. Έπιασα τα αυτιά μου με δύναμη και διπλώθηκα στα δύο προσπαθώντας να κρατήσω τον θόρυβο μακριά.

Μετά ο άνεμος κόπασε, ο μικρός ηρέμησε κι ανέβηκε μαζί με τους υπόλοιπους ουρανό. Ερχόταν η αυγή. Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω. Να μ’ είχε πάρει ο ύπνος; Αν ναι, θα ήταν η πρώτη φορά που είχα κοιμηθεί σε μέρος με τόση πολλή υγρασία και τόσο αέρα και που ξύπνησα χωρίς βαρβάτο συνάχι. Ανέβηκα στην μηχανή μου και πήγα σπίτι μου.

Μπήκα στο διαμέρισμα προσπαθώντας να μην σκέφτομαι τι μου είχε (μάλλον) συμβεί. Έκατσα στο πάτωμα, πίσω από τον καναπέ, έβγαλα το τσιγάρο κι επιτέλους κατάφερα να το πιω. Όταν σηκώθηκα όλα μου φαίνονταν φυσιολογικά, ήμουν έτοιμος να αρχίσω κανονικά την μέρα μου. Έκανα μπάνιο, έβαλα κολλύριο στα μάτια μου για να μην είναι κόκκινα απ’ το τσιγάρο και πήγα στο δικηγορικό γραφείο που δούλευα. Ο Παναγιώτης, χαμογελαστός όπως πάντα, με χαιρέτησε εγκάρδια:

Επ! Στελλάρα, τι κάνουμε;

Τα ίδια μωρέ, όπως τα ξέρεις.

 

Βιογραφικό συγγραφέως

Ο Δήμος Κλαδίτης γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Το 1987 η οικογένειά του μετακόμισε στη Μυτιλήνη. Το 2002 αποφοίτησε από το εσπερινό λύκειο Μυτιλήνης και πέρασε στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων στη Χίο. Το 2011 ίδρυσε την αντιπροσωπεία παραδοσιακών προϊόντων «άγονη γραμμή».

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του