(Το καμπανάκι, δε χτυπά. Οι ράγιες της γραμμής χορτάριασαν. Ο σταθμός έπαυσε να λειτουργεί).
Σε προηγούμενο άρθρο μου (ΓΝΩΜΗ 9/11, με τίτλο Via Egnatia), θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ, στην πριν και μετά τον πόλεμο του 1940, συγκοινωνιακή κατάσταση του Νομού μας οδικό δίκτυο Αλεξανδρούπολη-Ορεστιάδα ανύπαρκτο. Το δε επαρχιακό από χωρίο σε χωριό, χειμερινούς μήνες, μέσα από λασπόδρομους ήταν αδιάβατο. Το βάρος σήκωνε ο σιδηρόδρομος και ευτυχώς για το Νομό Έβρο, η Γαλλο-Ελληνική Εταιρεία έκανε χρυσές δουλειές.
Από Ορμένιο Αλεξανδρούπολη κάλυπτε τις ανάγκες και οι πληθυσμοί που είχαν πρόσβαση σε Σιδηροδρομικούς Σταθμούς ήταν προνομιούχοι. Το Σιδ. Δίκτυο οργανωμένο, με τις σύγχρονες αυτοκινητάμαξες-Οτομοτρίς όταν, οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι Αλεξανδρούπολη-Θεσσαλονίκη χρησιμοποιούσαν τον “καρβουνιάρη” και η διαδρομή ορισμένες φορές ξεπερνούσε το δεκάωρο.
Η Γαλλική Εταιρεία, για την επιβατική κίνηση χρησιμοποιούσε την αυτοκινητάμαξα, με πυκνά δρομολόγια, με παράλληλη χρήση την εμπορική αμαξοστοιχία, με την οποία διακινούσε, προς και από τα εμπορεύματα. Ο Σιδ. Σταθμός του χωριού μου εξυπηρετούσε την ευρύτερη περιφέρεια με τους οικισμούς; Γεμιστή, Κήποι, Βρυσούλα, Μάνθια, Τριφίλλη, Ταύρη. Εκτός του επιβατικό Σταθμό είχε ξενώνα για το τεχνικό προσωπικό-αμελέδες συντήρησης του δικτύου, αποθήκη υλικών, μικροεπεμβάσεων, σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης. Το προσωπικό, που είχε ευθύνη για την περιοχή του, χρησιμοποιούσε την χειροκίνητη ¨τερεζίνα¨ μεταφοράς. Η δε ράμπα εμπορευμάτων, του Σταθμού μας πάντοτε είχε παρκαρισμένα βαγόνια φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων.
Κοσμογονία γινόταν στις περιόδους συγκομιδής όπου, διαγκωνίζονταν οι αραμπάδες, να πάρουν σειρά. Ακόμη και στην χειμερινή περίοδο, περίοδο απραξίας, η ράμπα ήταν γεμάτη από κυνήγια αγριόχοιρων, που αφθονούσαν στην περιοχή του κάμπου του Πετάλου, που ερχόντουσαν κοπάδια από τη μεριά της Τουρκίας, που για θρησκευτικούς λόγους δεν τα προτιμούσαν. Βγάζανε τα εντόσθια και τα προωθούσαν στα αστικά κέντρα, που ήταν περιζήτητα. Πιτσιρικάδες τότε, θυμάμαι, μαδούσαμε, από τη ράχη την τρίχα, πουλούσαμε σε δεματάκια στην αγορά. Την χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες, για να ράβουν τις πατούσες των παπουτσιών και για να κατασκευάζουν βούρτσες. Άφθονα, ευτραφή, ευμεγέθη ψάρια του γλυκού νερού, σε μεγάλες ποσότητες με κοφίνια έφευγαν, για τις κάτω αγορές.
Εξαιρετική δόξα γνώρισε ο Σταθμός του χωριού μου, στην περίοδο που έκανε γεωτρήσεις, για πετρέλαια, η Γερμανική Εταιρεία, στην περιοχή της Ταύρης. Καθημερινοί πελάτες, με υπερυψωμένα αυτοκίνητα, πηγαινοερχόταν, για αποστολή-παραλαβή υλικών. Λίγο πιο κάτω Ανατολικά της Ταύρης κατασκεύασαν τεχνητό οικισμό διαμονής, συνεργεία για τις ανάγκες των εργαζομένων. Θυμάμαι τις εκδρομές που μας πήγαιναν, με τα δημοτικά σχολεία, χαζεύαμε, από την περίφραξη τους τεχνίτες που χρησιμοποιούσαν ηλεκτροκίνηση, φωτισμό, πράγματα που για πρώτη φορά βλέπαμε στη ζωή μας. Ο Σταθμός μας γνώρισε την καλύτερη γόνιμη περίοδο, στη διάρκεια εργασιών της Εταιρείας αφού, σε καθημερινή βάση είχε παρουσία, πάρε-δώσε με το εργοτάξιο. Η πρώτη γεώτρηση δεν έδωσε αποτέλεσμα, έδωσε όμως άφθονο νερό που τόσο ανάγκη το είχε η περιοχή.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 η Εταιρεία διέκοψε τις εργασίες και συνεχίστηκε, μετά τον πόλεμο από Γαλλική Εταιρεία. Αλλά το πρόβλημα των κοιτασμάτων της Ταύρης παραμένει ανοιχτό, σαν ερώτημα, ανάμεσα στα τραστ των μεγιστάνων των πετρελαιοειδών. Μετά τον Β΄Παγκ. Πόλεμο, εμφάνιση κίνηση του λεωφορείου, έκλεψε την πελατεία, η επίσκεψή του από χωριό σε χωριό κάλυψε την ύπαιθρο χώρα, η γραφειοκρατική διαδικασία, η ανικανότητα της κρατικής μηχανής, να παρακολουθήσεις τις εξελίξεις, εγκατέλειψε το Σιδ. Δίκτυο, σε ορισμένες περιοχές μέχρι απραξίας. Ειδικά, η γραμμή του ΄Εβρου Αλεξανδρούπολη – Σβιλεγκράντ έπρεπε να λειτουργήσει ως “Τραμ”, με συχνά δρομολόγια, θα έφερνα κόσμο από τις Ανατολικές της Ευρώπης, τις παρευξείνιες χώρες, που θα έδινε ανάσα στο λιμάνι, την πόλη μας, τις παραλίες της Θράκης μας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος μας. Γι’αυτό, όποια κι’αν είναι η τεχνική εξέλιξη των πραγμάτων, ο Σιδηρόδρομος θα αποτελεί το κορυφαίο μέσο συγκοινωνίας-επικοινωνίας των ανθρώπων.
*****
Συχνά επισκέπτομαι το χωριό μου, Από συναισθηματικούς λόγους το Σταθμό μας, με συνδέουν βιωματικές αναμνήσεις, κυρίως στην περίοδο των μαθητικών μου χρόνων. Θλίβομαι ειλικρινά για την ερήμωσή του. Το καμπανάκι δε χτυπά. οι ράγιες χορτάριασαν και ο Σταθμός έπαυσε να λειτουργεί. Έσβησε, μια όμορφη εποχή που, το σφύριγμα του τρένου, σε ταξίδευε, σε άλλους κόσμους, σε άλλες εποχές.