ΑΙΜΙΛΙΑ ΜΠΑΖΑ
Η Μνήμη
Στις όχθες του Έβρου…. Το κορμί μου ξαπλωμένο εκεί, δεν ξέρω για πόσες μέρες, δεν ξέρω για πόσους μήνες. Δεν μπορώ πια να μετρήσω τον χρόνο, ο χρόνος ήταν πάντα σχετικός, μια αστεία υπόθεση των ανθρώπων για να βάζουν χρονικά όρια στις υποθέσεις τους, τα καθήκοντά τους, την καθημερινότητά τους. Μια διαρκής πάλη με τον χρόνο, να προλάβουν, να προλάβουν, να μην τους ξεπεράσει ο χρόνος ποτέ… Ο χρόνος είναι μια μικρή κουκίδα στην αιωνιότητα. Εκεί τώρα είμαι κι εγώ, η πνευματική μου υπόσταση εννοώ… Γιατί το σώμα μου κείτεται νεκρό στις όχθες του Έβρου. Παρατηρώ το σώμα μου που το σπρώχνουν απαλά τα παφλάσματα της θάλασσας και το σέρνουν πάνω στα λεία βότσαλα και αναριγώ. Η αίσθηση της αλμύρας της, του αφρού που σου γαργαλάει τα πόδια, το νανούρισμα του ήχου των μικρών κυμάτων καθώς σκάνε γλυκά πάνω στην ακτή και η κίνηση πέρα δώθε του νερού που γλύφει τα βότσαλα και τραβιέται και πάλι μέσα στον ωκεανό… Δεν μπορώ να τα νιώσω όλα αυτά, δεν μπορώ… Έχουν αρχίσει να μου λείπουν οι αισθήσεις μου, η αφή, το σώμα αποδέκτης χαδιών, το σώμα της ηδονής, το σώμα του πόνου, το σώμα της εξαθλίωσης, το σώμα της πείνας, το σώμα της σήψης. Έλα, σύνελθε! Χα, με έπιασαν πάλι οι συναισθηματικές μου αποκλίσεις και η νοσταλγία του υλικού μου σώματος. Τώρα είμαι εδώ, αυτό που είμαι, άυλος, αέρινος, παντοτινός να ατενίζω την εικόνα του Αιγαίου και να κοροϊδεύω τους ανθρώπους, την ματαιοδοξία και την εκκεντρικότητά τους, την ματαιότητα των μικρών, γήινων πραγμάτων. Να, τώρα περνάει αυτάρεσκα ένα καΐκι στα ανοιχτά και οι γλάροι το ακολουθούν, κάνοντας ελιγμούς στον αέρα και χτυπώντας επιτακτικά τα φτερά τους, αναζητώντας τροφή. Που και που βγάζουν κάτι ήχους θαλασσινούς, απόκοσμους… Κι ο καπετάνιος, ανυπόμονος και σκληρός από την αλμύρα της θάλασσας με δέρμα ρυτιδιασμένο και ηλιοκαμένο από την ανελέητη ακτινοβολία του Μεσογειακού ήλιου, δεν δίνει σημασία στους γλάρους…
Αχ, αχ τα μάτια μου, βαθειά μέσα στις κόγχες τους, πάνω σε αυτό το μελανό, αποστεωμένο, ακίνητο πρόσωπο, ατενίζουν ατελείωτα τον γαλανό ουρανό, μα δεν βλέπουν τίποτα πια. Το σώμα μου θαρρείς και έχει γίνει μέρος του άγριου αυτού τοπίου, δίπλα στα σκούρα απόκρημνα βράχια, πάνω στα σκληρά βότσαλα που με γρατζουνάνε αλύπητα, αλλά το σώμα μου δεν μπορεί να νιώσει πόνο τώρα… Αυτό είναι κάτι που με ανακουφίζει γιατί λυπάμαι το ξεβρασμένο μου σώμα. Μέσα στο σώμα μου, παράξενο, ήμουν ο κανένας, δεν είχα αξία, δεν μπορούσα να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ, το σώμα μου, το θνητό, ζωντανό μου σώμα υπήρξε αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους άλλους, πιο δυνατούς. Πού να είναι τώρα αυτοί οι άλλοι; Τους βλέπω σε κάποιο μακρινό κομμάτι της γης, τόσο ποταπούς και γελοίους, κολλημένους σε δήθεν πολιτικά ιδεώδη και «ευγενικούς σκοπούς», να τρώνε άσκοπα και ασταμάτητα ανθρώπινες ψυχές, ανθρώπινες αξίες, ανθρώπινα δικαιώματα. Το λίπος ξεχειλίζει από τα χαλαρά τους προγούλια, τα χέρια τους είναι βαμμένα στο αίμα, τα πορτοφόλια τους σκασμένα στο χρήμα, η σήψη τη ψυχής τους πιο προχωρημένη από αυτήν του άψυχου κορμιού μου. ΔΙΑΦΘΟΡΑ, ΒΡΩΜΙΑ… Πουφ! Χαθείτε από μπροστά μου! Προτιμώ να βλέπω το ειρηνικό μου σώμα, τουμπανιασμένο από το νερό, ένα έρημο κουφάρι στην ακτή.
Δεν γνωρίζω ή δεν θυμάμαι πώς πέθανα. Όταν η ψυχή μου εγκατέλειψε το σώμα μου βρέθηκα σε μια χώρα, άγνωστη σε εμένα. Κάποιοι μου είπαν ότι είμαι στον Άδη κι εγώ πονούσα ακόμα για τον χωρισμό από το σώμα μου. Τότε μου είπαν να πιω νερό από την πηγή της Λήθης, το νερό που σε κάνει να ξεχνάς… Διψούσα φριχτά. Πώς μπορούσα να έχω ακόμα τέτοιες ανάγκες; Ήπια το δροσερό, γάργαρο, λυτρωτικό νερό της Λήθης και αμέσως ημέρεψα. Ήταν σα να έχω πάρει ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν με απασχολούσε πια, τίποτα δεν με πονούσε, ήμουν γαλήνιος. Και είχα ξεδιψάσει για πάντα.
Τo άψυχο κορμί μου έχει πια γίνει ένα με το θαλασσινό τοπίο. Έψαχνε πατρίδα, έψαχνε ζωή και βρήκε θάνατο. Ένας προσκυνητής, ένας ζητιάνος, κάποιος χωρίς παρόν και μέλλον παρά μόνο με ένα σκληρό παρελθόν. Αυτό το παρελθόν που τον οδήγησε στην αναζήτηση μιας φιλόξενης πατρίδας, με ανθρώπινο πρόσωπο. Το σώμα μου δεν βρήκε ποτέ πατρίδα, μόνο η ψυχή μου ταλαντεύεται προς το παρόν ανάμεσα στη γη και στον Άδη. Αν είχα στομάχι, θα ανακατευόμουν. Θα ξερνούσα, θα ξερνούσα όλη αυτή την πίκρα, την χολή που μου σημάδεψε το σώμα και την ζωή μου πάνω στην γη. Αν είχα μάτια θα έκλαιγα, θα έχυνα αμέτρητα δάκρυα για τον πόνο μου, για τον πόνο όλων των ανθρώπων στην γη που είχαν την δική μου μοίρα. Τα δάκρυά μου θα ενώνονταν με το αλμυρό νερό της θάλασσας και θα ταξίδευαν μακριά, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη ετούτης της γης. Ο πόνος μου θα αποκτούσε επιτέλους οικουμενικότητα. Αλλά δεν μπορώ να κλάψω. Ούτε ένα τόσο δα μικρό δάκρυ δεν μπορεί να κυλήσει στο αέρινο πρόσωπό μου. Ούτε άλλος κανείς δεν μπορεί να κλάψει για μένα. Άραγε έχω πρόσωπο; Κάνω μια απεγνωσμένη στροφή στον αέρα.
Εγκαταλείπω τα εγκόσμια. Φεύγω μακριά από πτώματα, ματαιοδοξίες, αδικίες, πάω τώρα εκεί που ανήκω, πάω στην αιωνιότητα.
Οι ψυχές στον Άδη δεν έχουν χρώμα, είναι διάφανες, άυλες, ονειρικές. Μαζεύουν ασφόδελους και τραγουδούν κάποιες φορές. Με γαληνεύουν τα τραγούδια των αδικοχαμένων παρθένων, που σφαγιάστηκαν σε κάποια θυσία προς τους θεούς ή που έχασαν την ζωή τους έτσι απλά, σε μια απρόσμενη τροχιά της μοίρας. Τα τραγούδια τους μιλούν για την κοριτσίστικη ομορφιά τους, για τον έρωτα που δεν γνώρισαν ποτέ, για την ματαιότητα της γήινης ζωής. Οι φωνές τους ενώνονται γλυκά σε ένα ουράνιο, απόκοσμο άσμα που δεν είχα ακούσει ποτέ. Η αρχιχορωδός δίνει οδηγίες στις νεανικές θηλυκές ψυχές και τους γράφει στίχους απαράμιλλης ομορφιάς και λυρικότητας. Θαρρώ πως κάποια την φώναξε με το όνομα Σαπφώ. Όλοι κάτω από έναν ήρεμο λήθαργο, δεν περιμένουμε τίποτα, δεν έχουμε τίποτα ανάγκη, είμαστε αυτάρκεις. Αφήνομαι περισσότερο στην γαλήνη αυτής της θεόσταλτης θαρρείς μελωδίας και πετάω. Είμαι πιο ελαφρύς από τον αέρα, δεν έχω βαρύτητα… Δεν έχω μνήμη. Δεν θέλω να έχω μνήμη, η μνήμη πονάει ακόμα και μια ψυχή.
Όταν την γνώρισα θαρρείς και μια διαφορετική αύρα διαπέρασε την άυλη υπόστασή μου. Αν είχα καρδιά θα μπορούσα να ακούσω τους δυνατούς της χτύπους. Αλλά αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν. Μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω. Πετάξαμε μακριά από τους αγρούς με τους ασφόδελους και φτάσαμε στο απέραντο γαλάζιο ενός ωκεανού. Η θαλασσινή τοπογραφία με έκανε και πάλι να στραφώ σε οδυνηρές μνήμες που είχαν να κάνουν με το νεκρό μου κορμί στις όχθες του Έβρου. Έκανα να γυρίσω πίσω. «Στάσου!» Γύρισα απορημένος με το επιτακτικό τόνο της φωνής της. «Γιατί;» απάντησα. «Γιατί πρέπει να μείνω εδώ;» «Γιατί πρέπει να θυμηθείς… πρέπει να θυμηθείς…» μου αποκρίθηκε εκείνη γλυκά, αυτήν την φορά. «Μα… πονάω ακόμα», διαμαρτυρήθηκα. «Θα πονέσεις για μια τελευταία φορά… το χρωστάς στο σώμα σου, το χρωστάς στην μνήμη σου, το χρωστάς στην εξιλέωσή σου» μου απάντησε εκείνη. «Μα πες μου ποια είσαι εσύ;» Ένιωσα ότι χαμογελούσε όταν μου απάντησε γλυκά: «Είμαι η Αντιγόνη, με έχεις ακουστά; Ήμουν κι εγώ κάποτε ένα σώμα που αρνήθηκε να θυσιαστεί για τα συμφέροντα των άλλων και έτσι προτίμησα τον θάνατο απλά, μέσα στην σπηλιά – τάφο που με εγκλώβισε ζωντανή ο Κρέων. Τώρα είμαι ανάμεσα στους αγαπημένους μου, στον αδελφό μου τον Πολυνείκη, τον πατέρα μου Οιδίποδα που βρήκε φιλόξενο τάφο στην πόλη τη Αθήνας και τον αγαπημένο μου Αίμωνα, που δεν ονόμασα ποτέ μου σύζυγο στην γήινη ζωή μου. Αλλά έχω ήρεμη συνείδηση στον Άδη και ξέρω ότι έπραξα το σωστό και το όνομά μου ακόμα το συζητάνε οι άνθρωποι στην Γη. Πρέπει λοιπόν να θυμηθείς… κατάλαβες;» Άναυδος άκουσα τα λεγόμενα της Αντιγόνης κι όταν συνήλθα από την έκπληξη, αποφάσισα να μπω στο δύσβατο και πονεμένο μονοπάτι της Μνήμης.
Ήμουν ο Σεζάι, από την Συρία, είχα βρεθεί σε απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στην χώρα μου, όπου από την πείνα και την δυστυχία είχα καταντήσει η σκιά του εαυτού μου. Δεν είχα φωνή, δεν μπορούσα να μιλήσω για τις αδικίες που γίνονταν εις βάρος μου. Ήμουν άρρωστος και φτωχός και η ανάσα μου βρωμούσε από την πείνα. Όταν έκλεψα κάτι για να φάω βρέθηκα στην φυλακή, όπου το σώμα μου μαρτύρησε κακουχίες και βάσανα και βιασμούς για λίγα ψίχουλα ψωμί. Κατάφερα να αποδράσω μια νύχτα. Ήταν η πρώτη μου νίκη. Έτρεχα ξυπόλητος πάνω στο ανώμαλο έδαφος και τα πόδια μου είχαν ματώσει. Η δύναμή μου η εσωτερική όμως ξεπέρναγε τον πόνο του σώματος. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην θάλασσα μαζί με άλλους απεγνωσμένους πρόσφυγες.
Πονάω… δεν μπορώ να θυμάμαι. Τις κραυγές των ανθρώπων μέσα στην τρικυμία τα κορμιά που έπεφταν σαν άψυχες κούκλες μέσα στο παγωμένο νερό, παιδιά γυναίκες… Δεν είχα φωνή να φωνάξω. Έκανα μια τελευταία προσευχή στον θεό μου. Και όλα χάθηκαν… Όταν κοίταξα καλύτερα στην ακτή όπου κείτονταν το ξεβρασμένο κορμί μου, έκπληκτος παρατήρησα κάποιους άντρες να περισυλλέγουν το πτώμα μου. Πιο δίπλα, το άψυχο κορμί ενός μικρού παιδιού και μιας γυναίκας. Ο πόνος με έσκισε στα δύο. Άκουσα τους ανθρώπους να λένε ψυχρά: “Πρόσφυγες, αγνώστου ταυτότητας και εθνικότητας. Πρόκειται μάλλον για οικογένεια.» Ένας γλάρος έσκουξε πάνω από το μισοπέλαγο. Το κύμα φίλησε για τελευταία φορά το βότσαλο. Εκεί, στις όχθες του Έβρου…
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Αιμιλία Μπάζα γεννήθηκε στις 27/08/1969 στο Λαύριο Αττικής. Είναι Απόφοιτη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, στο τμήμα Αγγλικών Σπουδών, όπου και ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές της σπουδές με θέμα «Το ελληνικό στοιχείο στην Αγγλόφωνη Λογοτεχνία».
Είναι παντρεμένη και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών σε φροντιστήριο. Έχει επίσης ασχοληθεί με μετάφραση κειμένων από τον ξένο τύπο, σε συνεργασία με την εφημερίδα «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ».
Παίζει κλασσική κιθάρα και ζωγραφίζει.
Ενδιαφέρεται για την Θεωρία και Κριτική της Λογοτεχνίας, για την αρχαία ελληνική γραμματεία, για το πάνθεον των αρχαίων ελλήνων τραγωδών, ποιητών και φιλοσόφων, καθώς και για την ταξιδιωτική Αγγλική λογοτεχνία του 18ου αιώνα.
Μιλάει άριστα Αγγλικά και πολύ καλά Γερμανικά.
E-MAIL: emilia676@gmail.com