ΒΑΓΙΑ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Η Βίδρα των Νυμφών
-Από αναβολή σε αναβολή τα πάμε τα σχέδια μας Μιχάλη μου και τελικά, έρχεται η ώρα που η φλογίτσα σβήνει και μένουν τα σχέδια μας αμανάτι.
Δεν θα προλάβω να σου τα πω, μα θα σου δώσω γραπτές οδηγίες. Όλα θα σε περιμένουν στη θέση τους. Το ρολόι σου να μην ξεχάσεις μόνο. Χάιδεψε το χέρι μου και μου χαμογέλασε. Ύστερα πήρε το μπλοκ που είχε πάντα στο κομοδίνο του κι άρχισε να γράφει. Την επόμενη μέρα το πρωί με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως ξεψύχησε ήρεμος στον ύπνο του.
Ένα μήνα μετά το θάνατο του πατέρα μου, Δευτέρα 4 Ιουλίου του 2015, ξεκίνησα απ΄ τη Θεσσαλονίκη για τον Έβρο. Άφηνα πίσω μου τα χιλιόμετρα δίχως την αίσθηση της απόστασης. “Θα πρέπει να έχεις μαζί σου έναν σουγιά” μου έγραφε μεταξύ άλλων. Επρόκειτο για ένα αλλόκοτο οδοιπορικό το οποίο έκανε κι ο ίδιος, κάθε χρόνο την τέταρτη μέρα του Ιούλη από το 1985. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα τον ρωτούσαμε που πάει μα δεν παίρναμε απάντηση. Μόνο χαμογελούσε. Περισσότερο χαμογελούσε, παρά μιλούσε. Κι αυτή η εξαναγκαστική συνθήκη της απουσίας του, υπήρχαν φορές που με διέλυε. Με γέμιζε θυμό και θλίψη. Μου έλειπε τόσο εκείνο το χαμόγελο.
Ακολούθησα προσεκτικά τον πρόχειρο χάρτη που είχε ζωγραφίσει στο χαρτί. Άφησα το αυτοκίνητο εκεί που τελείωσε ο χωματόδρομος προς τη λίμνη των Νυμφών κι ύστερα περπάτησα αρκετά. Μέχρι το τέλος της διαδρομής, είχα βάλει το χέρι μου στην τσέπη αμέτρητες φορές, να βεβαιωθώ πως δεν έχω χάσει το χαρτί με τις οδηγίες κι ας τις ήξερα απ’ έξω. Η αγωνία μου με φόρτωνε ανασφάλεια και ήθελα ανά πάσα στιγμή να είμαι βέβαιος πως όλα πάνε κατά γράμμα. Στις 8:29μμ βρισκόμουν ακριβώς στο σωστό σημείο και στεκόμουν πάνω στον παράξενο, τετράγωνο βράχο που έμοιαζε να είχε σμιλευτεί αυτό τεχνίτη. “Ακριβώς στη δύση, 8.59μμ θα έρθει μια γαλάζια, ξύλινη βάρκα και θα σε πάρει”. Είχα χρόνο. Κάθε λεπτό που περνούσε έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Τελικά δεν ήμουν ο άφοβος άντρας που πίστευα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κατά βάθος όμως ήξερα πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω, για όποιο λόγο κι αν μου το ζήτησε ο πατέρας μου, θα ‘ταν για καλό. Μόλις άναψα το δεύτερο τσιγάρο, είδα το νερό να ταράζεται κι από μακριά και τη γαλάζια, ξύλινη βάρκα να πλησιάζει. Έμοιαζε με ψεύτικη, τόσο μικρή που φαινόταν ανάμεσα στις καλαμιές. Ένας ηλικιωμένος άντρας με άσπρα σγουρά μαλλιά άφησε τα κουπιά και στάθηκε όριος με το πρόσωπο στραμμένο προς τη δύση. Δεν με κοίταξε καν. Μπήκα στη βάρκα χωρίς να μιλήσω και καθώς έδυε ο ήλιος και άκουσα τα κουπιά να βουλιάζουν στο νερό απαλά, ένιωσα τόση ηρεμία. Τα χρώματα του κόκκινου ουρανού να τρύπωναν μέσα από τα μισόκλειστα μου βλέφαρα. Καθώς απομακρυνόμασταν, αφέθηκα να κουνιέμαι πάνω στην ξύλινη βάρκα, μέσα σε λαβύρινθους από φυσικά κανάλια και υδάτινους, γυαλιστερούς διαδρόμους. Πόση ώρα να πέρασε; Ήμουν χαμένος στο χρόνο. Η βάρκα σταμάτησε. Είχαμε φτάσει. Που ήμασταν; Δεν είχα ιδέα. Με πλησίασε και μου έδωσε έναν σκουριασμένο κρίκο με δυο κλειδιά κι ένα φανάρι αναμμένο. Με το χέρι του μου έδειξε μια ξύλινη καλύβα, λίγα μέτρα από την ακτή. Ούτε και τότε με κοίταξε. Όσο πλησίαζα γινόμουν πιο διστακτικός κι επιφυλακτικός. Αυτό που γινόταν, έμοιαζε περισσότερο με ταινία παρά με πραγματικότητα. Ήρθαν στο μυαλό μου η γυναίκα και η κόρη μου. Η ηρεμία του σπιτιού μου και η ασφάλεια της καθημερινότητας μου, πράγματα που μέχρι τότε υποτιμούσα. Γύρισα πίσω το κεφάλι και κοίταξα μα η βάρκα είχε ήδη φύγει.
Η καλύβα ήταν παλιά κι έμοιαζε παρατημένη. Από δεξιά την είχε αγκαλιάσει σφιχτά μια θεόρατη ιτιά. Γύρω γύρω, γεμάτο αρμυρήθρες. Η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει μα η υγρασία έκανε το λαιμό μου να το κολλάει. Πλησίασα με το φανάρι στο λουκέτο της πόρτας κι έβγαλα από την τσέπη μου το κρικάκι με τα δυο κλειδιά. Δεν δυσκολεύτηκα να το ξεκλειδώσω γιατί παραδόξως το λουκέτο ήταν καινούριο. Ακριβώς απέναντι από την πόρτα και ακουμπητά στον τοίχο υπήρχε ένα ντιβάνι με μια κουβέρτα κι ένα μαξιλάρι. Δίπλα του, ένα κούτσουρο κομμένο όμορφα κι επάνω του, μια γυάλινη κανάτα με νερό κι ένα ποτήρι. Στο τοίχο δεξιά κρέμονταν παλιά καλάμια και σκισμένα δίχτυα και στον άλλον, αριστερά, ήταν βιδωμένο ένα μεγάλο, ξύλινο ράφι με δυο κοφίνια κι ένα φανάρι. Πήρα το φανάρι και το άναψα κι αυτό, να φωτίσω το χώρο λίγο παραπάνω. Μα τελικά το σκοτάδι δεν έκρυβε τίποτ’ άλλο. Το ένα κοφίνι είχε ένα βάζο μέλι και σε μια χάρτινη σακούλα, ένα καρβέλι ψωμί. Το άλλο, κεράσια. Παρ’ ότι όλα εκεί μέσα ήταν παλιά και φθαρμένα, ήταν βέβαιο πως πρόσφατα κάποιος είχε πάει στην καλύβα. Η κουβέρτα και το μαξιλάρι μοσχομύριζαν. Το νερό στην κανάτα ήταν ακόμα δροσερό. Πίστεψα πως ίσως τελικά να μην ήμουν μόνος μου εκεί. Βγήκα έξω, μήπως και ακούσω βήματα, ή μήπως δω οτιδήποτε που θα πρόδιδε ανθρώπινη παρουσία. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου δεν σάλευε τίποτα κι εκτός από τζιτζίκια και βατράχια, δεν ακουγόταν οτιδήποτε άλλο. Επέστρεψα στην καλύβα, έφαγα ψωμί με μέλι και λίγα κεράσια και ξάπλωσα με το χαρτί στο χέρι. 06:09, την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος, να είσαι έτοιμος. Άνοιξε την πόρτα και περίμενε. Ακολούθησε τη βίδρα. Τα κλειδιά και ο σουγιάς καλύτερα να είναι στην τσέπη σου.
Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου βίδρα. Μόνο σε φωτογραφίες είχα δει, μα η βίδρα που ήρθε στο κατώφλι της καλύβας, ήταν διαφορετική. Η γούνα της ήταν ολόασπρη και τα μάτια της, μεγάλα και γαλανά. Έχοντας κοιμηθεί ελάχιστα, ανοιγόκλεισα μερικές φορές τα μάτια μου, να δω καλύτερα.
Πράγματι αυτή η βίδρα ήταν αλλιώτικη. Στην αρχή με κοίταζε ασάλευτη. Ένιωσα αμήχανα. Σκεφτόμουν μήπως κάτι έχει πάει στραβά, μήπως κάτι πρέπει να κάνω ή να πω, μα έμεινα κι εγώ ακίνητος, μην την τρομάξω. Πήρα μια βαθιά ανάσα αθόρυβα και πριν προλάβω να εκπνεύσω, η βίδρα ξεκίνησε να περπατάει νευρικά και γρήγορα. Εξαφανιζόταν μέσα στις καλαμιές και τα αλμυρίκια. ‘Ετρεχα από πίσω της, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Βούλιαζα στο έδαφος και δυσκολευόμουν ακόμα πιο πολύ να την ακολουθήσω. Για μια στιγμή νόμιζα πως την έχασα όταν άκουσα μια φωνή διαπεραστική φωνή σαν παραμορφωμένο κλάμα μωρού. Πλησίασα και την είδα να στέκεται στην όχθη. Γύρισε, με κοίταξε και μπήκε στο νερό. Θα σταθεί πάνω σε ένα από τα ξύλινα παλούκια. Βούτηξε και στον πάτο του θα βρεις δεμένο το μεταλλικό κουτί. Άνοιξε το, δωσ’ της να φάει το φρούτο και γύρνα στην όχθη. Κοιτούσα με αγωνία τους κορμούς των κομμένων δέντρων μπροστά μου να βυθίζονται στο νερό. Η βίδρα πλατσούρισε για λίγο κι ύστερα σκαρφάλωσε στον πιο ψηλό κορμό. Μπήκα στο νερό έτσι όπως ήμουν, με τα παπούτσια και τα ρούχα κι όταν έφτασα στο κούτσουρο και βούτηξα. Ήταν ρηχά και βρήκα το σιδερένιο κουτί αμέσως. Έβγαλα το κεφάλι μου από το νερό, πήρα μια ανάσα και ξανά βούτηξα με το σουγιά ανοιγμένο και με μια κίνηση, έκοψα το σκοινί. Ήταν σκουριασμένο το κουτί, πράσινο από τα βρύα και γλιστρούσε από τα χέρια μου. Το ξεκλείδωσε με δυσκολία. Αυτό που υπήρχε μέσα έμοιαζε με φρούτο, κατακίτρινο με υφή σαν του βατόμουρου, στεγνό κι ολόφρεσκο. Το έφερα κοντά στη μύτη μου μα δεν μύριζε καθόλου και δεν έμοιαζε με κανένα από τα φρούτα που γνώριζα. Έτρεμε το χέρι μου καθώς το σήκωνα προς την άσπρη βίρδα, κρατώντας το περίεργο φρούτο. Εκείνη τεντώθηκε, πλησίασε το πρόσωπο μου, με κοίταξε πάλι για λίγο, πήρε το φρούτο, το έβαλε στο στόμα της και χάθηκε μέσα στο νερό.
Ένα λεπτό μετά, στεκόμουν όρθιος στην όχθη με το σιδερένιο κουτί στα χέρια, ολόστεγνος, λες και δεν ήμουν μέσα στο ποτάμι λίγο πριν. Όλα γύρω μου είχαν σταματήσει. Δεν πετούσαν πουλιά στον ουρανό. Το νερό ήταν ακίνητο και τα εκατοντάδες έντομα που ζουζούνιζαν τριγύρω ζωηρά, είχαν εξαφανιστεί. Μήπως έχω πεθάνει; σκέφτηκα. Μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, μια φωνή πίσω μου ψιθύρισε.
-Μιχάλη;
-Πατέρα; Δεν είναι δυνατόν!
-Μην τρομάζεις!
-Που είμαστε πατέρα; Ονειρεύομαι; Μήπως έχω πεθάνει;
-Όχι, ζωντανός είσαι!
-Ε και πως…
-Ηρέμησε Η βίδρα έφαγε το φρούτο και με έφερε. Ξέρεις πόσες τέτοιες βίδρες υπάρχουν στη γη; Χιλιάδες. Αρκεί να είσαι στο σωστό σημείο, τη σωστή ώρα.
-Μα πως είναι δυνατόν; Κι αν είναι αλήθεια, γιατί δεν συμβαίνει με όλους όσους έχασαν τους γονείς τους;
-Γιατί μέσα στα χρόνια, κάποιοι έκαναν λάθη με τη μέρα και την ώρα. Κάποιοι άλλοι, απλά δεν πίστεψαν, ή δεν ήθελαν να το κάνουν.
-Και τώρα;
-Και τώρα να, βρεθήκαμε γιατί ήθελα να σε δω για λίγο, να σου μιλήσω! Αυτό μόνο. Δεν είναι όμορφο!
-Πανέμορφο είναι πατέρα!
-Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ και να μην στεναχωριέσαι που έφυγα. Είμαι καλά και κάθε πέντε του Ιούλη, την ίδια ώρα, θα είμαι εδώ να σε περιμένω. Κι όταν έρθει η σειρά σου, θα είσαι εσύ εδώ και θα περιμένεις την κόρη σου. Δεν έχω άλλο χρόνο. Βλέπεις; Έρχεται η γαλάζια βάρκα να σε πάρει.
Όταν μπήκα στο σπίτι η γυναίκα μου με ρώτησε μα εγώ δεν απάντησα. Μόνο χαμογέλασα. Κι εκείνη δεν με ξαναρώτησε ποτέ. Όπως έκανα εγώ κι η μάνα μου όταν γυρνούσε ο πατέρας…
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Βάγια Παπαποστόλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21/6/1976. Είναι παντρεμένη και από το 2003 ζει και εργάζεται στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος κλασσικής κιθάρας.
Διδάσκει κλασική κιθάρα και ορθοφωνία σε ωδεία και σε δημοτικά σχολεία. Διευθύνει την παιδική χορωδία Ελευθερούπολης και τη μικτή χορωδία Ν. Ηρακλείτσας.
Εξέδωσε τη συλλογή στίχων και κειμένων της με τίτλο “Τα Ομιχλώδη”. Έγραψε τα θεατρικά κείμενα “Γλυκιά Μάγδα”, “Το κλουβί” και “Κοινή Συναινέσει”.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών, διηγημάτων, μυθιστορημάτων και θεατρικών κειμένων και ως τώρα έχει αποσπάσει δύο διακρίσεις για τα διηγήματα ‘Όταν η Δάφνη γνώρισε το Βίκτωρα” και “Μικρό νησί μου”. Α υτή τη στιγμή είναι υπό έκδοση το παραμύθι της με τίτλο “Η παραμυθού της Σελήνης” σε εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου.
e-mail: vagia.p@gmail.com