Βαθύχρωμοι Οιωνοί

Βαγγέλης Νάστος

Βαθύχρωμοι Οιωνοί

Κλωθογύριζε πάνω στο υγρό στρώμα του σαν προνύμφη μέσα στο κουκούλι της μεταμόρφωσης. Ο καυτός ιδρώτας, μες στο καταχείμωνο, άφηνε ούλες καθώς κυλούσε στο μέτωπό του. Μάταια προσπαθούσε να ξεκουράσει το κορμί του, μάταια πάλευε για ένα ανάλαφρο συνειδητό όνειρο, για μερικά δευτερόλεπτα ξέγνοιαστων αισθήσεων, για ένα παραμύθι που θα είχε το δικό του προσωπικό, όμορφο τέλος. Μια ακόμα νύχτα κυλούσε λευκή, καταγράφονταν στο ασυνείδητό του, και τον άφηνε εξαντλημένο στην ανασφάλεια της καινούργιας μέρας.

Τρεις βδομάδες. Τρεις βδομάδες κλεισμένος στο σκοτάδι ενός υπογείου. Είκοσι μέρες, να τις μετράει μία μία, κοιτώντας από τις γρίλιες του φεγγίτη τα πόδια των περαστικών. Ολομόναχος, τρέμοντας απ’ το φόβο. Χωρίς καμία επαφή, κανέναν να μιλήσει, να μοιραστεί την αγωνία του. Ούτε τηλέφωνο, ούτε άλλος τρόπος επικοινωνίας. Τίποτα. Κρυβόταν, και καθώς ήταν εντελώς απροετοίμαστος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν είχε μαζί μου ούτε τα στοιχειώδη. Ήταν η απόλυτη διακοπή κάθε επαφής με τον έξω κόσμο. Ένα είδος αυτοφυλάκισης, που του εξασφάλιζε την επιβίωση, αλλά τον απομόνωνε από κάθε ζωτική για την επιβίωσή σου, πληροφορία. Τη στιγμή που την χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και τον έβαζε να πλάθει σενάρια. Πιθανά και απίθανα, λογικά και παράλογα, αυθαίρετα τα περισσότερα. Από ένα σημείο και μετά η ικανότητά του να διακρίνει χάθηκε. Φλέρταρε με την παράνοια.

Ακόμα ένα ξημέρωμα μάτωνε τον ορίζοντα.  Η καθημερινή του απασχόλησή τον ανάγκαζε να κάνει όλα αυτά που κατεξοχήν μισούσε. Ζούσε τη νύχτα, κρυβόταν τη μέρα. Η στείρα επανάληψη του βραδινού μοτίβου του, της αναζήτησης τροφής, της επιστροφής στην ψευδή ασφάλεια του σπιτιού του, αποτελούσε πλέον ένα απαρέγκλιτο τελετουργικό, απαραίτητο μέσα στη φαύλη αναπαραγωγή της πραγματικότητάς του.

Γλιστρούσε στο μισοσκόταδο σαν σκιά. Οι κόγχες, τα κοιλώματα των κτιρίων, οι στοές, οι αδιέξοδοι δρόμοι και οποιαδήποτε άλλη αρχιτεκτονική ή εικαστική παρέμβαση της μικρής πόλης του Έβρου στην οποία ζούσε και δούλευε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, φιλοξενούσαν απρόθυμα την παρουσία του. Έψαχνε για φαΐ στα σκουπίδια. Παρακολουθούσε από μακριά πρόσωπα και ψυχανεμίζονταν αντιδράσεις.Αφουγκράζονταν κάθε στοιχείο που θα τον βοηθούσε να κατανοήσει την εξέλιξη ενός συμβάντος που σφράγιζε την μοίραχιλιάδωνανθρώπινων ζωών.Μετατρεπόταν αργά αλλά σταθερά σε έναν αστικόχαμαιλέων, του οποίου η ικανότητα να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες ήταν συνώνυμη με την επιβίωση.

Τις μέρες, κουλουριασμένος σε ένα μικρό ράντσο, έφερνε συνεχώς στο μυαλό του την αλυσίδα των γεγονότων που είχαν οδηγήσει την ηγεσία της χώρας του στα χέρια των πραξικοπηματιών. Τα λάθη και τις παραλήψεις του πρωθυπουργού, τις απέλπιδες προσπάθειες του κόσμου να αποτρέψουν το κακό, το αίμα στους δρόμους, το χάος. Τα λόγια του συνταγματάρχη, που αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός των Ελλήνων, ηχούσαν σαν ενοχλητικό βουητό στα αφτιά του.

«Η Ελλάδα, η χώρα με την πιο ένδοξη ιστορία στην υφήλιο, θα αποκτήσει ξανά την παλιά της αίγλη. Καμία ανοχή στους προδότες που την έφεραν ως εδώ. Το ελληνικό αίμα θα παραμείνει αμόλυντο. Είναι η πρώτη προτεραιότητά μας. Τα σύνορα κλείνουν. Από σήμερα όλοι οι αλλοδαποί θα συλλαμβάνονται, και αν δεν είναι δυνατή η απέλασή τους, θα θανατώνονται».

Δεν είχε επιλογή. Το χρώμα του δέρματός του δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Αξιολόγησε όλους τους πιθανούς τρόπους διαφυγής. Όλοι έμοιαζαν με αυτοκτονία. Τα σύνορα ήταν κοντά, αλλά δεν θα κατάφερνε να φτάσει ποτέ ως εκεί με τα πόδια.Μέσα στον πανικό του αποφάσισε να κρυφτεί, ελπίζοντας σε μια γρήγορη αντιστροφή του πολιτικού σκηνικού. Τι άλλομπορούσε να κάνει από το να προσεύχεται και να περιμένει;

Στα όνειρά του τρύπωνε σε σπίτια ομοεθνών του και τους έβρισκε απαγχονισμένους.Συνομιλούσε με νεκρούς συγγενείς που τον διαβεβαίωναν πως θα βρεθεί σύντομα κοντά τους. Μα πάνω απ’ όλα κυνηγούσε απεγνωσμένα έναν σωσία, που το είχε πιο εύκολο από εκείνον να βρίσκει τρόπους επιβίωσης, δημιουργώντας από το τίποτα τα πάντα.

Διήγαγε την τέταρτη δεκαετία της ζωής του και ήδη μετρούσε αρκετά χρόνια από την στιγμή που ακούσια είχε απολέσει την θαλπωρή της οικογενειακής του εστίας. Γιος εμπόρου από τη Συρία, έζησε όμορφα παιδικά χρόνια, χωρίς να στερηθεί είδη πρώτης ανάγκης όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί του. Ο πόλεμος, όμως, του πήρε τα πάντα. Και του άφησε μια και μοναδική επιλογή. Την προσφυγιά.

Είχε πλέον ξημερώσει. Καθόταν μέσα στο ημίφως που οι μισοσηκωμένες γρίλιες του παραθύρου επέτρεπαν στο σκοτεινό δωμάτιο.  Μασουλούσε αργά τα υπολείμματα μιας κρεατόπιτας, σπάνιο έδεσμα που τον έβγαζε στιγμιαία από τη μιζέρια των σάπιων φρούτων και λαχανικών. Ένας δυνατός αέρας έδερνε τα σοκάκια, λες και μια αόρατη σκούπα μάζευε τα λογής σκουπίδια και τα στοίβαζε στις ανήλιαγες γωνίες. Μια ριπή έφερε μπροστά στο μικρό παράθυρο μια πρωινή εφημερίδα. Το βλέμμα του άρχισε να ιχνηλατεί τις αράδες των ειδήσεων, ψάχνοντας για κάποιο νέο σχετικό με την ανατροπή του πολιτεύματος. Μια ικμάδα φωτός που θα εξομάλυνε την τραχιά όψη της μελαγχολίας του και του ανυπόφορου κόσμου εντός του οποίου δεν μπορούσε πια να ζει. Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Το καθεστώς είχε ήδη αρχίσει τις μαζικές εκκαθαρίσεις αλλοδαπών.

Ένα άρθρο, όμως, τον έκανε να αναπηδήσει. Προανήγγειλε την παρουσία του Συνταγματάρχη σε μια εκδήλωση που θα λάμβανε χώρα εκείνο το βράδυ, λίγα μόλις μέτρα από το υπόγειό στο οποίο κρυβόταν για μέρες. Μια ιδέα έσκισε σαν κεραυνός τον συννεφιασμένο ουρανό του μυαλού του. Μια ιδέα που αν γινόταν πράξη θα ήταν ικανή να ανατρέψει τη νέα τάξη πραγμάτων. Ξάπλωσε στο ράντζο και ξεφύσησε. Οι αδιέξοδες σκέψεις φώναζαν μέσα του, αλλά αυτός παρέμενε βουβός. Είχε ανάγκη από έναν άνθρωπο. Κάποιον στον οποίον θα μπορούσε να εξομολογηθεί το σχέδιο, που τα τελευταία λεπτά παρέσερνε με βία κάθε άλλη σκέψη μέσα στο κεφάλι του. Ήθελε να μοιραστεί την παράνοια. Ίσως έτσι να εκλογικευόταν για λίγες στιγμές. Αρκεί να αισθανόταν κι ο άλλος το αίμα του να βουίζει στα μηνίγγια, τα χέρια του να παγώνουν και να ιδρώνουν ταυτόχρονα. Αρκεί να αισθανόταν τα γόνατά του να τρέμουν και την ανάσα του να πνίγεται, και θα συμφωνούσε πως το να σκοτώσεις άνθρωπο, δεν ήταν  καθόλου, μα καθόλου απλή υπόθεση.

Πήρε βαθιές ανάσες και κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να αποδιώξει την αρχική σκέψη, αλλά μάταια. Εξουσίαζε εδώ και ώρα το μυαλό του. Άρχισε να αναλύει το σχέδιο στο μυαλό του. Μέχρι το απόγευμα είχε καταλήξει. Ο Συνταγματάρχης θα παραβρισκόταν σε μια εκδήλωση της εκκλησίας. Ο θρόνος του είχε στηθεί ήδη στον γυναικωνίτη. Η αίσθηση υπεροχής που του χάριζε η υψομετρική διαφορά με τον λαό ήταν ακατανίκητη για να την αρνηθεί. Ήξερε πως έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, πριν ο κόσμος κατακλίσει τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Σήκωσε μια στοίβα από άπλυτα ρούχα και από κάτω τους ξεπρόβαλε ένα περίστροφο. Το είχε πάντα εκεί για ώρα ανάγκης, μόνο που δεν πίστευε ότι θα το χρησιμοποιήσει ποτέ. Το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε αποφασισμένος απ’ το δωμάτιο.

Κατάφερε να τρυπώσει σε ένα βαθούλωμα δίπλα στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε στον γυναικωνίτη. Μια παχιά βαθυκόκκινη κουρτίνα κάλυπτε την σιλουέτα του.Έριξε μια ματιά στην Παναγιά απέναντι. Τον κοιτούσε θλιμμένη.

Έμεινε εκεί ακίνητος και περίμενε. Το πλήθος γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο. Όταν η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε 7 φορές, άκουσε κόσμο να ‘ρχεται προς το μέρος του. Παραμέρισε για λίγο την κουρτίνα και είδε τον συνταγματάρχη να προχωράει με βήμα σταθερό προς το μέρος του. Αν δεν ενεργούσε άμεσα όλα θα χανόντουσαν. Τα επόμενα δευτερόλεπτα κύλησαν αργά. Οι κινήσεις του ήταν όλες μηχανικές. Πετάχτηκε από την κουρτίνα, τράβηξε τον συνταγματάρχη με δύναμη προς το μέρος του και σφάλισε την πόρτα πίσω τους. Οι φωνές της φρουράς του και των υπόλοιπων αξιωματικών δεν τον απασχόλησαν στιγμή. Ήξερε πως είχε μια μόνο ευκαιρία. Αλλά λύγησε.  Ίσως ήταν απλά άτυχος. Ίσως να τα είχε καταφέρει, αν τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πατήσει τη σκανδάλη, δε γύριζε να τονκοιτάξει. Και αυτό που αντίκρισε εκείνη τη στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος. Ένας απλός άνθρωπος, σαστισμένος, ή καλύτερα, παγωμένος απ’ τον τρόμο. Ένας άνθρωπος που θα πέθαινε.

Με το βλέμμα του αυτό, αισθάνθηκε τα γόνατά του να λύνονται. Στα πρόθυρα κατάρρευσης, μάζεψε όσο κουράγιο είχε και ακούμπησε το σιγαστήρα του περίστροφου ανάμεσα στα φρύδια του. Ένα ελαφρύ πάτημα στη σκανδάλη και τέλος. Πήρε ανάσα. Δεύτερη ανάσα. Τρίτη. Ήταν αδύνατο. Γύρισε απ’ την άλλη, να μην τον βλέπει. Αλλά και πάλι, αισθάνθηκε το ανεξέλεγκτο τρέμουλό του να φτάνει σε αυτόν, περνώντας μέσα απ’ το όπλο που άγγιζε το μέτωπό του. Και να ενώνεται με το δικό του σε μια παράδοξη συμφωνία. Και η καρδιά του να σκίζεται στα δύο, με κάθε της χτύπο. Προσπαθούσε. Ξανά και ξανά. Και όσο επιτεινόταν η αγωνία του, τόσο το δάχτυλό του πάγωνε, αρνούμενο να κάνει τη λυτρωτική κίνηση. Παραιτημένος -μετά από πόση άραγε ώρα;- χαμήλωσε τελικά το όπλο. Κοιτάχτηκαν για τελευταία φορά πριν το βάλει στα πόδια από την πίσω πόρτα.

Τη στιγμή που πίστεψε ότι είχε γλυτώσει, μια φωνή τον έκανε να κοκαλώσει στη θέση του: «Ακίνητος».

Αρχικά ο τρόμος σκοτείνιασε τα πάντα. Το αίμα του κορμιού του επιτέθηκε άγρια στ’ αυτιά του ουρλιάζοντας, καθώς μια μεμβράνη προστασίας μαλάκωνε τους γύρω θορύβους. Το δέχτηκε ως βάλσαμο.

Μετά ήρθε ο πόνος. Και ο ήχος ενός πυροβολισμού. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ποιο προηγήθηκε. Έπεσε στην άσφαλτο. Οι αισθήσεις του έσβηναν η μια μετά την άλλη. Η μεταλλική γεύση του αίματος τον έπνιγε. Παραδόξως, αισθανόταν ανακουφισμένος. Έφευγε. Μα ήξερε πως έφευγε από αυτή τη ζωή όπως είχε έρθει. Άνθρωπος.

 

Βιογραφικό του συγγραφέα

Ο Βαγγέλης Νάστος γεννήθηκε στη Φλώρινα το 1984.  Σπούδασε στο Τμήμα Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και την μουσική.  Αργότερα  η ιδέα μιας όμορφης ιστορίας αναζωπύρωσε τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα του και  συνειδητοποίησε με χαρά ότι η συγγραφή  ήταν αυτό που πάντα ήθελε να κάνει.

Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα. «Ο Χορός των Κυμάτων», από τις εκδόσεις «FylatosPublishing» (2014) και τα «Τυχερά Μονοπάτια», εκδόσεις iWrite (2012), ενώ ένα εκτενές του διήγημα με τίτλο «Στο Πανηγύρι», φιλοξενείται στο συλλογικό έργο «Αμύνταιο – Συντηρητές Μνήμης», από τις εκδόσεις iWrite.

Ο Βαγγέλης Νάστος είναι δευτεροετής φοιτητής του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ», στη Φλώρινα, με κατεύθυνση τη συγγραφή.

Email: Bagelis_Nastos@yahoo.gr

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του