efhmerida1

Το σπασμένο κλειδί της πόρτας – Μέρος 7o

της Γιώτας Αγαπητού

Ο Μύρωνας, φεύγοντας από την καλύβα τού Κώστα, του Τρελού, θεωρεί πως είναι χρέος του να επισκεφτεί το σπίτι του Πέτρου και της Στέλλας, για να εξακριβώσει ιδίοις  όμμασι τα όσα τρομερά τού εξομολογήθηκε το προηγούμενο βράδυ ο Απόστολος. Στο γυρισμό του προς το χωριό αποφασίζει να σταματήσει μπροστά σε μία βρύση για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να βάλει σε μία σειρά τα όσα φοβερά διαδραματίστηκαν στη νυχτερινή του βάρδια, μιας και πολύ σπάνια συμβαίνουν ανάλογα γεγονότα που ν’  απασχολούν την υπηρεσία του. Σε τούτο το απομακρυσμένο μέρος, το οποίο είναι γεμάτο δέντρα και χορτάρι, επικρατεί απόλυτη γαλήνη. Έτσι, οι ελάχιστοι βοσκοί που έχουν απομείνει, φέρνουν συχνά τα ζωντανά τους για να τα ποτίσουν και να τα ταΐσουν. Εντούτοις, όσο κι αν δεν το θέλει, συνεχίζουν να βομβαρδίζουν το μυαλό του εικόνες από το παρελθόν. Τότε που ακόμα έκανε παρέα με τον Πέτρο. Θυμάται πως δυστυχώς ο ίδιος τον γνώρισε σ’ ένα βουλευτή του νομού με σκοπό να τον βοηθήσει, καθώς ήταν γνωστός τοις πάσι για τα ρουσφέτια που εκτελούσε, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να έχει για  κάποια χρόνια δικό του έδρανο στη βουλή. Μάλιστα ένα φεγγάρι είχε κατορθώσει να λάβει και θέση υφυπουργού στην κυβέρνηση. Επίσης τον είχε συστήσει και στον μητροπολίτη. Μία διφορούμενη προσωπικότητα, που απλά οι κάτοικοι τον ανέχονταν λόγω του αξιώματός του. Οι σκέψεις αυτές τού είναι επώδυνες, αλλά δεν μπορεί να τις αποφύγει, κάνοντάς τον ν’ ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ωστόσο, οι κατσίκες που έρχονται κοντά του για να πιουν λίγο νερό και να δροσιστούν, τον επαναφέρουν στο παρόν. Από μακριά βλέπει να καταφθάνει ο Φάνης, ο τσομπάνος, ακολουθώντας το κοπάδι του. Ο αστυνομικός δεν έχει καμία όρεξη για κουβέντα. Μπαίνει βιαστικά στο αυτοκίνητο και φεύγει γρήγορα. Είναι επιτέλους η ώρα να επαληθεύσει τα όσα του είχε εξομολογηθεί ο Απόστολος. Όμως ξαφνικά νιώθει μία έντονη νευρικότητα να κυριεύει όλο του το κορμί.

Κοντεύοντας στο σπίτι των παλιών του φίλων, με την άκρη του ματιού του αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ο μόνος που θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Από το απέναντι μπαλκόνι φαίνεται καθαρά, παρά την ομίχλη που έχει σκεπάσει σχεδόν τα πάντα, η φιγούρα της Στεφανίας. Πρόκειται για μία ηλικιωμένη γυναίκα που δεν της ξεφεύγει τίποτα απ’ όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό. Ο Μύρωνας, όταν τυγχάνει να περνάει από τη γειτονιά, σταματάει συχνά για να πιει ένα καφέ και να νοσταλγήσει μαζί της, καθώς τους συνδέουν οι κοινές τους ρίζες. Η γυναίκα αυτή, παρεξηγημένη από αρκετούς, στην πραγματικότητα νιώθει πολύ μόνη. Έτσι, βρίσκει διέξοδο με το να παρακολουθεί, καλοπροαίρετα βέβαια, όπως λέει η ίδια, τις ζωές των άλλων. Για κείνον όμως αποτελεί μία σύνδεση με τους γονείς του, αφού κατάγονταν από την πολύπαθη Πόλη, όπου στα γεγονότα των Σεπτεμβριανών, του 1955, αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν με βίαιο τρόπο μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες,  εγκαταλείποντας για πάντα τον τόπο και το βιος τους.

Οδηγώντας αργά και χωρίς να δίνει στόχο, περνάει μπροστά από το σπίτι του Απόστολου. Τον πρώτο άνθρωπο που αντικρίζει είναι ο Πέτρος, ο οποίος στέκεται όρθιος, καπνίζοντας ήρεμος και χαλαρός, ακουμπισμένος στην εξώπορτα. Ωστόσο φαίνεται χαμένος στον κόσμο του, γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία τού παλιού του φίλου. Ο αστυνόμος συνεχίζει να οδηγεί. Τώρα πραγματικά έχει την περιέργεια να μάθει τι στο καλό ήταν αυτό που ώθησε το νεαρό άντρα να επισκεφτεί το αστυνομικό τμήμα και να διηγηθεί μια τέτοια φρικιαστική ιστορία, που απ’ ότι φαίνεται τελικά ήταν αποκύημα  των φόβων και της εφηβικής του φαντασίας. Τα δευτερόλεπτα κυλούν αργά μέχρι να κάνει τον κύκλο όλου του σπιτιού. Αυτό όμως που τον σοκάρει είναι η μορφή της Στέλλας, η οποία διαγράφεται καθαρά πίσω από τις κουρτίνες που καλύπτουν το παράθυρο της κουζίνας. Η γυναίκα δείχνει ταλαιπωρημένη, καθώς φαίνεται να κοιμάται άτσαλα ακουμπισμένη στον τοίχο. Ενώ πού και πού πετάγεται τρομαγμένη απ’ τον ύπνο της, σαν να την ξυπνάνε φαντάσματα.

Ο Μύρωνας θεωρεί πως όσα έχει δει είναι αρκετά για να καταλάβει ότι ο μαθητής βρίσκεται σε σύγχυση. Έτσι, ανοίγει ταχύτητα και φεύγει απ’ τη γειτονιά. Ωστόσο, αν και είναι πολύ κουρασμένος, δεν έχει καμία διάθεση να κοιμηθεί. Γι’ αυτό και οδηγεί άσκοπα μέσα στα στενά σοκάκια του χωριού, προσπαθώντας όσο μπορεί ν’ αποφεύγει τους λιγοστούς διαβάτες που περπατάνε αγουροξυπνημένοι στον δρόμο. Αντί όμως να τον ηρεμήσει η εικόνα του Πέτρου, που είναι ζωντανός, του γεννιούνται ακόμα περισσότερα ερωτηματικά. Χωρίς να το καταλάβει απομακρύνεται αρκετά χιλιόμετρα έξω από το χωριό, στην αντίθετη όμως πλευρά όπου βρίσκεται ο Απόστολος. Ξαφνικά, λες και τον χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα, φρενάρει απότομα μπροστά σ’ ένα χωματόδρομο που οδηγεί σε μία κοιλάδα γεμάτη σπαρμένα χωράφια. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και παίρνει μία βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά τού βρεγμένου χώματος τον ηρεμεί. Γύρω του αντικρίζει παντού λάσπη, όπου επάνω της, τιτιβίζοντας, παίζουν χαρούμενα μικρά πουλιά. Ασυναίσθητα ανάβει  τσιγάρο. Η εικόνα των γονιών του Απόστολου έχει κυριεύσει το μυαλό του. Ξέρει καλά ότι στην καλύβα τού Κώστα, του Τρελού, τον περιμένει γεμάτος αγωνία ο νεαρός άντρας. Μπαίνοντας και πάλι μέσα στο αυτοκίνητο αναρωτιέται με ποιο τρόπο θα πρέπει να χειριστεί ένα τόσο ευαίσθητο και λεπτό θέμα. Σκέφτεται όμως πως θα ήταν καλύτερα να τ’ αφήσει όλα στην απόφαση της τελευταίας στιγμής. Ελπίζοντας πως το ένστικτό του θα μπορέσει να του δώσει τη λύση που χρειάζεται…

Ο ηλικιωμένος άντρας κοιτάζει γύρω του γεμάτος περιέργεια, σαν να επισκέπτεται τούτο το σπίτι για πρώτη φορά. Διστάζει να προχωρήσει. Νιώθει ότι κάτι άσχημο θα διαδραματιστεί και πάλι σε τούτους τούς τέσσερις τοίχους, όπου οι μοναδικοί του κάτοικοι εδώ και χρόνια είναι οι αράχνες και οι τεράστιοι ιστοί τούς οποίους έχουν πλέξει σε κάθε γωνιά. Εντούτοις αποφασίζει να προχωρήσει και ν’ ανοίξει την τεράστια ξύλινη πόρτα, με το μικρό γυάλινο παράθυρο και τα περίτεχνα διακοσμητικά καγκελάκια. Για λίγο στρέφει το βλέμμα του πίσω, σαν κάτι ν’ αναζητά απεγνωσμένα. Ίσως εκείνους τους ανθρώπους που δε ζουν πια. Μα πάνω απ’ όλα παλεύει ν’ αντικρίσει τον εαυτό του παιδί, που όμως αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα…

 

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr