της Γιώτας Αγαπητού
Πάψαμε από καιρό να μετράμε τα καλοκαίρια μας με ξεγνοιασιά.
Τώρα πια τα συντροφεύει ο φόβος.
Η μυρωδιά της καμμένης γης έχει εισχωρήσει βαθειά στα ρουθούνια μας και τα καίει.
Τη μνήμη μας στοιχειώνουν τα φλεγόμενα δέντρα.
Οι φωνές των μικρών παιδιών και των ηλικιωμένων ανθρώπων, που αγκαλιασμένοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή μέσα στα αποκαΐδια, καθώς η φλόγα αγγίζει με βία τ’ αθώα κορμιά τους.
Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα τη χώρα στοιχειώνουν φαντάσματα του χτες από παλιά πύρινα μέτωπα, που σήμερα πολιορκούν τα ιερά χώματα της Χίου κι αύριο ποιος ξέρει πού θα στρέψουν τα ολέθρια βέλη τους.
Αναπόφευκτα η σκέψη ανατρέχει στο παρελθόν της όμορφης και σφαγμένης κόρης του Ομήρου, όταν οι Τούρκοι κατέστρεφαν με λύσσα το ιερό της κορμί.
Τα μαστιχόδεντρα ξεσκίζουν και πάλι τις σάρκες τους, αφού τα πολύτιμα δάκρυά τους πενθούν τη γη που τ’ ανέθρεψε.
Εκείνο τον εύφορο βράχο, τον οποίο στην αχλή της προϊστορίας η Δήμητρα τούς τον έκανε δώρο κι αυτά προς τιμήν της τον δέχτηκαν για πατρίδα.
Τον λαμπερό ουρανό του Αιγαίου σκεπάζουν και πάλι μεγάλα, βαριά -από καπνό κι από στάχτη- σύννεφα, που δυστυχώς δεν υποχωρούν μπροστά στα ελάχιστα γέλια των ξέγνοιαστων παραθεριστών.
Ο Αιγαίας θα βουτήξει και φέτος στα παγωμένα νερά της θάλασσας, θρηνώντας για πολλοστή φορά τη Μητέρα Φύση, την οποία κάποιοι ανεγκέφαλοι ρίχνουνε στην πυρά σαν σύγχρονη μάγισσα.
Σαν μάνα που τόλμησε να μπει εμπόδιο στα σκοτεινά σχέδιά τους.
Συνηθίσαμε, βλέπεις, να μετράμε τα καλοκαίρια μας με φωτιές κι απανθρακωμένα δάση, ορφανά από ζώα, που αφήνουν με οδύνη την τελευταία τους πνοή δίπλα στις κατεστραμμένες φωλιές τους.
Όμως ο άνεμος φρόντισε και την έκανε σπαρακτική μελωδία, για να την τραγουδήσει κάποτε η Ιστορία.
Γιώτα Αγαπητού