του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Η αλλαγή εξουσίας τής έδινε και πάλι μία πρόσκαιρη ελπίδα πως τα πράγματα θα πηγαίναν προς το καλύτερο. Ωστόσο κάνοντας μία αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, δηλαδή από την εποχή που ακόμα ήταν παιδί κι έβλεπε τους μεγάλους να τρέχουν στις κάλπες, ξαναθυμήθηκε πως το μόνο πράγμα το οποίο τελικά άλλαζε στις ζωές τους κάθε φορά που έρχονταν εκλογές ήταν τα πρόσωπα που επέλεγαν οι μηχανισμοί των κομμάτων για αρχηγούς ή βουλευτές τους.
– Αχ, αναστέναξε λυπημένη η Ισηγορία, αυτοί οι ιδιοκτήτες τού κόσμου πάντα στρώνουν την τράπουλα μια χαρά για τον εαυτό τους. Έχουν κεφαλαιοποιήσει την καθολική ψήφο στα εθνικά μαγαζάκια τους και τη μοσχοπουλάνε ως την απόλυτη έκφραση της ελευθερίας και της δημοκρατίας στους κακόμοιρους τούς ανθρώπους. Μα δυστυχώς λίγοι το καταλαβαίνουν αυτό.
Έτσι, πέρναγε ο καιρός κι ο κόσμος, που κανονικά θα έπρεπε να ψηφίζει τους υπηρέτες του, όπως έλεγε ο Ρουσσώ, στο τέλος επέλεγε τους αφέντες του.
Εντούτοις, η μεγαλύτερη αδερφή της, η Ισονομία, όποτε την έβλεπε απογοητευμένη τής απαντούσε γελώντας, θέλοντας κάπως να την πειράξει.
– Μπα, τι θες και σκοτίζεσαι αδερφούλα μου, δε βάζουν μυαλό οι άνθρωποι. Αυτοί νομίζουν κάθε πρωί που ξυπνάνε πως η λακκούβα που βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα τους θα εξαφανισθεί ως δια μαγείας και πάντα πέφτουνε μέσα. Μετά σου λέει ο Μένανδρος «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού». Μάλλον δε φτάσαμε στον Σοφό άνθρωπο καλέ μου φίλε Μένανδρε. Βρισκόμαστε ακόμη στο στάδιο του πιθήκου.
Αυτή τη φορά όμως Ισηγορία δεν κρατήθηκε άλλο. Πετάχτηκε όρθια απ’ την καρέκλα της και της φώναξε θυμωμένη.
– Τι γελάς και συ καημένη. Αφού ξέρεις ότι εμείς θα έπρεπε να προτείνουμε και να ψηφίζουμε τους νόμους μας και όχι να επιλέγουμε αφεντικά, όπως κάνουμε εδώ και σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Έχε χάρη που η μάνα μας, η Δημοκρατία, την οποία χάρισε ο παππούς μας, ο θεσμοφόρος και δικαιόσυνος Ζευς, στους ανθρώπους, πήγε και κλέφτηκε μ’ εκείνο τον πάλαι ποτέ γόη, τον κρετίνο, το Κράτος, που αποδείχτηκε τελικά πολιτικά αναλφάβητος και οι ολιγάρχες τον φλομώσαν με ψέματα.
– Δεν ευθύνονται μόνο αυτοί για τη συμπεριφορά του πατέρα μας. Φταίει κι εκείνη η μέγαιρα η αδερφή του, η Βία, που τα βρήκε μαζί τους και του βάζει συνεχώς διαβάλματα εναντίον μας.
– Εγώ πάντως ως μικρότερη αδερφή σας, τις διέκοψε η Ισοκρατία, θεωρώ πως όσο φλυαρείτε για το τι κάνουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι των πλουσίων απλώς χάνετε τον χρόνο σας. Ε, λοιπόν, βάλτε το καλά στο μυαλό σας πως καλύτερη κυβέρνηση είναι εκείνη η οποία δεν κυβερνά καθόλου. Άλλωστε το είπε και ο Αμερικανός φιλόσοφος Χένρι Ντέιβιντ Θόρω πριν από εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια.
– Και πως θα μπορούσε να γίνει αυτό; ανταπάντησαν μ’ ένα στόμα οι άλλες δύο.
Τότε εκείνη, έχοντας ένα ύφος κάπως μπλαζέ, ξαναπήρε το λόγο.
– Ε, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε στην κοινωνία ένα δικό μας σύνταγμα στο οποίο να κατοχυρώναμε τη δύναμή μας.
Έτσι, οι τρεις αδερφές, αφού πρώτα συμφώνησαν, πήραν χαρτί και στυλό και σαν τις τρεις Χάριτες άρχισαν να γράφουν τούς νόμους του νέου Συντάγματος για να το προσφέρουν ως δώρο στην ανθρωπότητα. Ύστερα από αρκετή ώρα, όταν πια ‘φτάσαν στο τέλος κι έπρεπε όλες μαζί να χαράξουν ως υστερόγραφο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τι θα πει πραγματικά λεύτερος, στάθηκαν για μια στιγμή από πάνω κι αναφώνησαν μ’ ένα στόμα:
Υ.Γ. Λεύτερος θα πει αυτός που δε φοβάται να ζήσει.