της Γιώτας Αγαπητού
Ο Μύρωνας, καθώς χαζεύει τα μικρά πουλιά που παίζουν μέσα στις λάσπες, παλεύει να βρει μία λύση. Το μυαλό του όμως ταξιδεύει και πάλι στο παρελθόν, κάνοντας στάση στην παιδική του ηλικία. Τότε, που ακόμα ονειρευόταν, όπως όλοι οι νέοι, να φύγει από το χωριό του και να κατακτήσει τον κόσμο. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα τον επαναφέρει και πάλι στο τώρα. Σκέφτεται τον Απόστολο, που εδώ και αρκετή ώρα τον έχει αφήσει μόνο του στην καλύβα του Κώστα τού Τρελού και τον περιμένει γεμάτος αγωνία να μάθει τα νέα. Σίγουρα το εφηβικό του μυαλό θα πλάθει δυσάρεστα σενάρια, προετοιμάζοντάς τον για τα χειρότερα. Μπαίνει και πάλι στο αυτοκίνητο οδηγώντας προς την αντίθεση κατεύθυνση του χωριού. Από μακριά διακρίνει τη μορφή του αγοριού που κάθεται σκεφτικό με τα δυο του χέρια να στηρίζουν το κεφάλι κι αυτό τον ταράζει. Κατευθύνεται αργά προς το μέρος του, προσπαθώντας να μην τον τρομάξει. Ο νεαρός αντιλαμβάνεται τη βοή του αυτοκινήτου και σηκώνει το βλέμμα. Αν και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, σαν να θέλει να δραπετεύσει από το στήθος του, είναι έτοιμος να ακούσει τι έχει συμβεί. Επιτέλους, μετά από αρκετές ώρες αγωνίας οι δύο άντρες συναντιούνται και πάλι. Ωστόσο δυσκολεύονται να ψελλίσουν έστω και μία λέξη. Το κρύο είναι τσουχτερό. Οι ψυχές τους όμως δεν μπορούν να το νιώσουν. Ο Μύρωνας ακόμα και τώρα προσπαθεί να βρει τα κατάλληλα λόγια. Μα του είναι αδύνατον. Απέναντί του ο Απόστολος κοιτάζοντάς τον στα μάτια παλεύει να διαβάσει τις σκέψεις του. Ο αστυνόμος παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, ανάβει τσιγάρο και με ύφος φιλικό τού λέει πως ο Πέτρος είναι ζωντανός, και πως αν εκείνος το θέλει μπορεί να γυρίσει πίσω στο σπίτι. Το παλικάρι στο άκουσμα αυτής της είδησης πασχίζει για να μην κλάψει. Ήταν σίγουρος έως εκείνη τη στιγμή ότι είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Μέσα στην ταραχή του δεν αντιλαμβάνεται πως ο Μύρωνας έχει μπει στο αυτοκίνητο και ετοιμάζεται να φύγει, αφού τώρα πια αισθάνεται ότι έκανε το χρέος του και μπορεί να πάει να ξεκουραστεί. Εξάλλου η γυναίκα του θ’ ανησυχεί, μιας και υπάρχουν αρκετές αναπάντητες κλήσεις στο κινητό του.
Ο νεαρός άντρας μένει ξανά μόνος. Κοιτάζει τον απέραντο ορίζοντα και τη γη που καλωσορίζει σιγά σιγά την άνοιξη. Αισθάνεται πως όλα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ ίσως και να ήταν για καλό, καθώς μέσα του ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα. Τώρα προέχει να δει τι θα κάνει ο ίδιος. Το μόνο που τον στεναχωρεί είναι ότι αν φύγει θ’ αφήσει πίσω του δύο γυναίκες που αγαπάει πολύ. Τη μάνα του και το κορίτσι του, την Αντιγόνη. Ωστόσο αναρωτιέται κατά πόσο εκείνες είναι έτοιμες να καταλάβουν τον λόγο για τον οποίο θα έπαιρνε μία τέτοια απόφαση. Όμως νιώθει πολύ πληγωμένος και έχει ανάγκη να κάνει μία νέα αρχή. Παρόλα αυτά φοβάται πως αυτή η απορία θα τον βασανίζει για πάντα. Προς το παρόν επείγει να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις του. Έτσι, αποφασίζει να μείνει κρυμμένος για όσο καιρό χρειαστεί σε τούτη την καλύβα, αφού ποτέ της δε δέχεται επισκέπτες εξαιτίας ενός απόκοσμου μύθου.
Ο Απόστολος θεωρεί πως ο Μύρωνας δε θα προδώσει το μυστικό του. Αν και στο χωριό γνωρίζουν όλοι πόσο κάθαρμα είναι. Πράγματι για πρώτη φορά στη ζωή του αποφασίζει να μη μιλήσει σε κανέναν για κείνο το βροχερό βράδυ του Φλεβάρη του 2025. Ούτε καν στη γυναίκα του, που τον περιμένει γεμάτη αγωνία να γυρίσει από την υπηρεσία, γιατί σπάνια αργούσε τόσο πολύ. Εκτός κι αν είχε να τακτοποιήσει κάποια υπόθεση από εκείνες που γέμιζαν με το παραπάνω τον οικογενειακό κουμπαρά. Εντούτοις, σαν να είχε δώσει όρκο σε κάτι ιερό, δε θα αποκάλυπτε σε κανέναν τίποτα, ακόμα κι όταν τυχαία λίγο καιρό αργότερα θα συναντούσε στο δρόμο του τον Πέτρο και τη Στέλλα. Η γυναίκα αυτή φαινόταν χαμένη μέσα σε μία δίνη απελπισίας κι απόγνωσης. Αλλά κι ο παλιός του φίλος τώρα πια είχε μεταμορφωθεί σε σκιά του εαυτού του.
Ο αστυνόμος το επόμενο βράδυ, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, φορτωμένος με όλα τα απαραίτητα, κατευθύνεται στην καλύβα του Κώστα τού Τρελού. Εκεί, αντικρίζει και πάλι καθισμένο και σκεπτικό τον Απόστολο. Θέλοντας να δικαιολογήσει την παρουσία του αφήνει αμήχανος τα πράγματα δίπλα του χωρίς να πει πολλές κουβέντες κι απλώς του εύχεται καλή τύχη σε ό,τι κι αν αποφασίσει να κάνει. Άλλωστε το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να δει αν είναι καλά. Μετά από λίγο εξαφανίζεται σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα. Εντύπωση όμως του προκαλεί το γεγονός πως σε ελάχιστες ώρες ένας έφηβος μεταμορφώθηκε σε άντρα εξαιτίας των δυσάρεστων γεγονότων που έζησε. Οι δυο τους δε θα ειδωθούν ποτέ ξανά. Μα ούτε και θα μάθουν νέα ο ένας για τον άλλο.
Ο καιρός κυλάει γρήγορα. Ο Απόστολος χωρίς να το καταλάβει θα μείνει σχεδόν όλη την Άνοιξη κρυμμένος στην καλύβα, επιβιώνοντας με φρούτα και καρπούς που συνήθως έβρισκε στα διπλανά χωράφια. Ενώ όταν τύχαινε καμιά φορά ν’ απομακρυνθεί κάποια κατσίκα από το κοπάδι της και να ‘ρθει προς το μέρος του εκείνος έκλεβε λίγο από το γάλα της. Όλο αυτό το διάστημα είχε κλειστό το κινητό του τηλέφωνο. Αν και πολλές φορές σε στιγμές αδυναμίας λαχταρούσε να τηλεφωνήσει στη μάνα του και στην Αντιγόνη, αλλά τελικά το μετάνιωνε. Κατά βάθος ούτε κι ο ίδιος γνώριζε τι πραγματικά ήθελε. Οι μέρες κυλούσαν γρήγορα χωρίς να το συνειδητοποιεί. Όμως όσο περνούσε ο καιρός θεωρούσε πως ήταν ριψοκίνδυνο για τον ίδιο να συνεχίσει να κρύβεται κοντά στο χωριό. Ήταν σίγουρος πως η μάνα του τον αναζητούσε, σε αντίθεση με τον πατέρα του που αδιαφορούσε για όλους. Με τα χρόνια το μόνο που δεν μπόρεσε να του συγχωρέσει ήταν η βίαιη συμπεριφορά του απέναντί τους. Ώρες ώρες απομονωμένος στο καταφύγιο νοσταλγούσε τους φίλους του. Μα και την κυρία Στεφανία, που τον φίλευε με εδέσματα, εξιστορώντας του γεγονότα από την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη.
Μετά ακριβώς από δύο μήνες ο Απόστολος ανοίγοντας το κινητό του και βλέποντας τις αναπάντητες κλήσεις από τα αγαπημένα του πρόσωπα αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή να πάψει να κρύβεται κι επιτέλους να συναντήσει το πεπρωμένο του. Παίρνει λοιπόν και πάλι το σχολικό του σακίδιο και χάνεται μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω του την καλύβα του Κώστα του Τρελού που τον φιλοξένησε για όλο αυτό το διάστημα…