της Γιώτας Αγαπητού
Τ’ όνομα μου είναι Κεμάλ Χασάν Ογλού. Γεννήθηκα ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1954, σ’ ένα μικρό χωριό του δήμου Σαπών, του νομού Ροδόπης. Προέρχομαι από μία αγροτική οικογένεια Πομάκων της Θράκης. Ο πατέρας μου, ο Αλή, ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος, πιστός στις θρησκευτικές παραδόσεις των προγόνων του, σπάνια χαμογελούσε. Ήταν ένας άνθρωπος που λόγω της τιμιότητας και της υπευθυνότητας που τον διέκρινε ήταν σεβαστός σε όλο το χωριό. Η μητέρα μου η Χατιζέ, μια γλυκιά γυναίκα, είχε παραδοθεί στη μοίρα της από πολύ νωρίς, αφού παντρεύτηκε με προξενιό σε ηλικία είκοσι χρονών τον τριανταπεντάχρονο πατέρα μου. Απέκτησαν πέντε παιδιά, αλλά δυστυχώς μόνο τα τρία μπόρεσαν να επιβιώσουν, εγώ και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές μου, τ’ άλλα δύο υπήρξαν θύματα της φτώχιας και της παιδικής θνησιμότητας.
Εγώ, όπως σας είπα πιο πριν, γεννήθηκα το 1954 στις εικοσιμία του Σεπτέμβρη. Η μάνα μου μ’ έφερε στον κόσμο ύστερα από αφόρητους πόνους με τη βοήθεια της βάβως. Ως στερνοπούλι, παρόλο που ήμουνα αγόρι, θυμάμαι τον εαυτό μου κρεμασμένο από τα φουστάνια της μάνας μου που λάτρευα. Τον κύρη μου τον σεβόμουν, αλλά δεν ξέρω αν ποτέ τον αγάπησα πραγματικά. Καθώς μεγάλωνα έτρεχα γύρω από τη μάνα μου, αλλά και από τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς κάθε φορά που ετοίμαζαν γκαϊγκόνα, Ζζιτκα τίκβα, ισμιδάλ, μπακλαβά, ραβανί. Γεύσεις και μυρωδιές που είχαν κάνει κατάληψη στην παιδική ηλικία μου και σημάδεψαν την πορεία της ζωής μου. Ήδη από την ηλικία των δέκα χρόνων μου άρεσε να δημιουργώ γλυκίσματα. Πίσω από τα σχολικά βιβλία την ώρα του μαθήματος σημείωνα συνταγές που εκείνη την ώρα μου κατέβαιναν στο κεφάλι. Ο κύρης μου όταν κατάλαβε ότι πιότερο μ’ ενδιαφέρει η ζαχαροπλαστική από τα χωράφια απογοητεύτηκε. Έτσι λοιπόν φρόντισε ώστε η αδερφάδες μου να παντρευτούν άντρες που πατούν γερά στη γη και δεν ασχολούνται με τις κουτάλες, όπως έλεγε.
Τελειώνοντας το δημοτικό οι δικοί μου μ’ έστειλαν στην Ξάνθη για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Μετά το σχολείο δούλευα ως βοηθός σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Το αφεντικό μου με το που τελείωσα το γυμνάσιο με βοήθησε να γραφτώ στη μεγάλη σχολή ζαχαροπλαστικής του Βοσπόρου, εκεί απ’ όπου είχαν περάσει οι μεγαλύτεροι σεφ της Ανατολής. Μετά τις σπουδές μου έμεινα για ακόμη λίγα χρόνια στην Πόλη, δουλεύοντας και δημιουργώντας γλυκά για τα μεγαλύτερα εστιατόρια και ξενοδοχεία. Παρ’ όλα αυτά όμως ένοιωθα την ανάγκη να ταξιδέψω μακριά.
Έτσι λοιπόν έφυγα για το Παρίσι. Είχα ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτό. Για τις μεγάλες και εντυπωσιακές Patissiere που δημιουργούσαν γεύσεις οι οποίες ικανοποιούσαν και τους πιο απαιτητικούς ουρανίσκους. Το Παρίσι ήταν όπως τ’ ονειρευόμουν, μια πόλη όπου η ελευθερία της έκφρασης απλώνονταν παντού. Σύντομα έπιασα δουλειά στο διεθνούς φήμης ξενοδοχείο Four Seasons. Εκεί με την υποστήριξη του αρχιζαχαροπλάστη Pierre Moscovi, ενός πολύ προοδευτικού ανθρώπου με καταγωγή από το νησί της Κορσικής, άρχισα να δημιουργώ τις δικές μου γεύσεις σ’ ένα πάντρεμα Ανατολής και Δύσης. Το κολοκύθι, το πιτάρ, το μέλι και το σιροπιαστό φύλλο κρούστας ενώνονταν αρμονικά με τη βανίλια, την πούδρα αμυγδάλου, τη ζελατίνη και τη σοκολάτα.
Στο Παρίσι έμεινα δεκαπέντε χρόνια. Οι δημιουργίες μου έγιναν γνωστές σε όλη την Ευρώπη. Εκεί όμως γνώρισα και τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, την Ασλί από την Κομοτηνή, που είχε έρθει να συναντήσει τον αδερφό της Αχμέτ που δούλευε σε μία εταιρεία. Γνωριστήκαμε μέσω κοινής παρέας και από κείνη τη στιγμή γίναμε αχώριστοι. Παντρευτήκαμε μετά από έξι μήνες στο ελληνικό προξενείο του Παρισιού.
Από τη μέρα που έφυγα από την Ελλάδα δεν ξαναγύρισα. Τους γέρους πια γονείς μου όπου και αν έμενα τους πλήρωνα τα εισιτήρια για να ‘ρθουν να με δουν. Με τα χρήματα που έβγαζα μπόρεσα και πραγματοποίησα τ’ όνειρο του πατέρα μου, που ήταν ευσεβής μουσουλμάνος, να προσκυνήσει στην πόλη του Προφήτη, τη Μέκκα. Με το δώρο αυτό ίσως και να ήθελα να κερδίσω τη συμπάθεια του. Εξάλλου και γώ πίστευα μόνο στην αγάπη για το συνάνθρωπο, όμως πέρα από θρησκείες και δόγματα.
Η Ασλί, αυτή η πανέμορφη κοπέλα με τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια, ήταν το εφαλτήριο στη ζωή μου. Στήριγμά σε κάθε μου βήμα. Τις μόνες φορές που το βλέμμα της σκοτείνιαζε ήταν όταν αναφερόταν στο θέμα της απόκτησης ενός παιδιού. Παντρεμένοι ήδη εδώ και δέκα χρόνια δεν είχαμε ακόμα καταφέρει να κρατήσουμε στην αγκαλιά μας ένα μωρό. Αν και η Ασλί δεν πίστευε στη μοίρα, πολλές φορές έλεγε με δάκρυα στα μάτια ότι ήταν θέλημα θεού να μη γίνουμε γονείς, κάτι που την ανακούφιζε ιδιαίτερα.
Εγώ, από την άλλη, δεν έβρισκα πουθενά ηρεμία. Πίστευα πια ότι το Παρίσι δεν είχε τίποτε άλλο να μου προσφέρει και αποφάσισα να φύγουμε. Ανακοινώνοντας την απόφασή μου αυτή στον Pierre Moscovi εκείνος μου πρότεινε να πάω στη Νέα Υόρκη και να δουλέψω στο εστιατόριο του φίλου του Antoine Fabiez, στο Μανχάταν, όπου το εστιατόριό του είχε βραβευτεί με πέντε αστέρια Michelin. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια θα έφευγα από το Παρίσι, την πόλη που ένοιωθα πατρίδα μου, αλλά είχε φτάσει όμως η ώρα ν’ ανοίξω τα φτερά μου για να πετάξω και πάλι γι’ αλλού.
Η Νέα Υόρκη είναι μία πόλη μαγική που σε σαγηνεύει. Νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν αρκετά κοντά στο εστιατόριο που θα δούλευα. Η Ασλί για πρώτη φορά σε αυτή την κοινή μας πορεία εξέφρασε την ανάγκη να δουλέψει εθελοντικά σ’ ένα ίδρυμα για κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά. Η δουλειά αυτή τη γέμιζε αφάνταστα. Είχε δεθεί με αυτά τα παιδιά. Είχε βρει μία διέξοδο από τη σκέψη που την έθλιβε, πως δεν αποκτήσαμε και εμείς ένα δικό μας παιδί.
Ενώ, από την άλλη, εγώ στη Νέα Υόρκη δημιουργούσα γλυκά παραδοσιακά με μία νέα πιο μοντέρνα και κοσμοπολίτικη οπτική. Σύντομα ο κόσμος της πόλης μιλούσε με θαυμασμό για την γκαϊγκόνα, Ζζιτκα τίκβα και την αγαπημένη μου ισμιδάλ, απλές μαμαδίστικες γεύσεις που ξεκίνησαν από τα φτωχά πομακοχώρια της Θράκης για να κατακτήσουν τον κόσμο. Οι Times της Νέας Υόρκης αφιέρωναν ολόκληρες στήλες για τις γλυκές αυτές δημιουργίες. Οι γεύσεις αυτές ήταν ό,τι μ’ ένωνε με τη γενέτειρά μου. Ωστόσο, οι γονείς μου εδώ και λίγο καιρό είχαν πεθάνει, μετά από το πρώτο και τελευταίο τους ταξίδι στη Νέα Υόρκη που ήρθαν για μας δουν και γω δεν ένοιωθα πλέον την ανάγκη να επισκεφτώ την Ελλάδα.
Με την Ασλί αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την διαδικασία των εξωσωματικών γονιμοποιήσεων. Κάθε αποτυχημένη προσπάθεια, συνολικά οκτώ στον αριθμό, ήταν και ένα μαχαίρι στην καρδιά και των δυο μας, ως τη στιγμή που είπα πια ότι φτάνει. Γι’ αυτό και πρότεινα στη μονάκριβή μου Ασλί να υιοθετήσουμε ένα μωρό. Εκεί έξω υπάρχουν τόσα παραμελημένα παιδιά που αξίζουν ένα ζεστό σπιτικό και μια αγκαλιά. Η Ασλί δίστασε στην αρχή, δεν ήξερε αν θα είχε τη δύναμη ν’ αγαπήσει ένα παιδί που δεν θα το είχε γεννήσει η ίδια. Συμπτωματικά εκείνη την εποχή σε μία τηλεφωνική συνομιλία που είχα με την αδερφή μου την Εμινέ, μου ανέφερε ότι μία οικογένεια από το χωριό μας που είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα θα αποκτούσε σύντομα ένα ακόμα παιδί και δυστυχώς είχαν πάρει την απόφαση να το δώσουν για υιοθεσία. Χωρίς να το σκεφτώ της είπα ότι θα μ’ ενδιέφερε να υιοθετήσουμε μαζί με την Ασλί αυτό το παιδάκι χωρίς βέβαια να το μάθει κανείς στο χωριό, ούτε ακόμη και οι ίδιοι οι γονείς του.
Έτσι λοιπόν, ένα ζεστό και ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου υποδεχτήκαμε στο αεροδρόμιο J.F.K. την αδερφή μου μαζί με την κόρη μας την Μελιχά. Η χαρά μας ήταν ανείπωτη, για έναν λόγο όμως ακόμη. Δύο μήνες πριν γεννηθεί η Μελιχά, η Ασλί μου ανακοίνωσε με δάκρυα στα μάτια ότι είναι έγκυος. Αυτό σίγουρα ήταν ένα μεγάλο δώρο ζωής για μας. Η Μελιχά μαζί με τη βιολογική μας κόρη, τη Φεριντέ, μεγάλωναν αγαπημένες. Όταν η Μελιχά έγινε πέντε χρονών με τη βοήθεια παιδοψυχολόγου της είπαμε ότι είναι υιοθετημένη. και κείνη απλά χαμογέλασε κοιτάζοντάς μας. και συνέχισε το παιχνίδι της. Περνώντας τα χρόνια ποτέ δε θέλησε να συναντήσει έστω και για μία φορά τους βιολογικούς της γονείς.
Κάθε χρόνο εγώ και η Ασλί, την πρώτη μέρα της γιορτής του Μπαϊραμιού, στέλνουμε χρήματα για ν’ αγοράσουν το ζώο που θα σφάξουν οι άνθρωποι που μας έκαναν το μεγαλύτερο δώρο, παρόλο που οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν, γιατί ποτέ δε θελήσαμε να μάθουν ποιοι είχαν υιοθετήσει το πέμπτο παιδί τους.
Σε λίγες ώρες ο κόσμος ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη νέα χρονιά. Η πόλη έχει ντυθεί στα λευκά και οι νιφάδες του χιονιού έτσι όπως πέφτουν στο σκοτάδι μοιάζουν σαν μικρά διαμάντια. Εγώ, ο Κεμάλ Χασάν Ογλού, καθισμένος δίπλα στο τζάκι μου, διηγούμαι στη χρονιά που φεύγει την ιστορία μου.