της Γιώτας Αγαπητού
Ο ουρανός μουντός και βαρύς σαν μολύβι. Τα σύννεφα θυμίζουν τεράστια μαύρα πουλιά που σταμάτησαν για λίγο να ξαποστάσουν στην πόλη, η οποία έχει ήδη ενδυθεί τα καλά της κι ετοιμάζεται να υποδεχτεί τα Χριστούγεννα με λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια. Μία ακόμα εμπορική γιορτή στη μέση του χειμώνα, σαν τόσες και τόσες άλλες που έρχονται και φεύγουν μέσα στον χρόνο.
Στον τελευταίο όροφο μιας πανύψηλης πολυκατοικίας, με διαμερίσματα που θυμίζουν μικρά κλουβιά, ένας μεσήλικας άντρας καθισμένος στο λιτό γραφείο του συλλογιέται. Μπροστά του υπάρχει μία γραφομηχανή μ’ ένα λευκό χαρτί, που περιμένουν καρτερικά ν’ αποτυπώσει και πάλι τις σκέψεις του για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Ωστόσο μάταια προσπαθεί να τις βάλει σε μια τάξη. Νιώθει μπερδεμένος, παρόλο που έχει τόσα να πει. Κοιτάζει απ’ το παράθυρο τούς διαβάτες να περνούν, τρέχοντας βιαστικοί έξω στον δρόμο. Για μια στιγμή νιώθει ένα αίσθημα ζήλιας. Πόσο θα ‘θελε να ‘ναι και κείνος σαν όλους αυτούς που μόνο οι έγνοιες της καθημερινότητας και της επιβίωσης τούς απασχολούν.
Από παιδί ακόμα πάλευε να μην πονάει για τούτο τον κόσμο. Η μοίρα το φερε να γεννηθεί την ίδια μέρα όπου από τα πανάρχαια χρόνια οι λαοί γιορτάζουν τη γέννηση του ζωοδότη Θεού Ήλιου. Γι’ αυτό και μόνο το γεγονός αισθάνεται το καθήκον να χαράξει ένα δικό του μοναδικό δρόμο, σαν εκείνον που ακολουθεί ο λύκος μέσα στο χιονισμένο και σκοτεινό δάσος. Ελπίζοντας ότι το μονοπάτι του θα μπορέσουν να το περπατήσουν κι άλλοι άνθρωποι, που έστω για λίγο θα ταυτιστούν με τις ιδέες του. Εντούτοις από πολύ νωρίς είχε την αίσθηση πως η ζωή δεν του στάθηκε σαν μάνα. Μα σαν εκείνη την κακή μητριά των παραμυθιών. Όμως δε λύγισε. Πάλεψε για να επιβιώσει και τα κατάφερε.
Ο Διογένης αγγίζει δειλά ένα ένα τα πλήκτρα της γραφομηχανής, προσπαθώντας ν’ σχηματίσει τις πρώτες λέξεις. Μα δείχνει να τις φοβάται. Προς το παρόν έχει ανάγκη ν’ ακούσει λίγη μουσική για να τον ταξιδέψει νοερά σε μέρη όπου η ψυχή του γίνεται εύπλαστη και γαλήνια. Άλλωστε η μούσα αυτή ήταν πάντα μία πιστή φίλη. Από εκείνη εμπνέονταν όταν πάλευε να βρει τρόπο για να εκφράσει τις σκέψεις του.
Ξαφνικά την προσοχή του αποσπά μία γυναίκα γύρω στα εξήντα, που σέρνει με πολύ κόπο το κουρασμένο της κορμί. Τα γκρίζα μαλλιά και το απλό, σχεδόν φτωχικό πολυφορεμένο πανωφόρι, υποδηλώνουν την οικονομική της κατάσταση. Στο ένα χέρι κρατά μια μισοάδεια σακούλα, ενώ με το άλλο μιλάει στο τηλέφωνο. Τη γυναίκα αυτή τυγχάνει να τη γνωρίζει. Είναι η Μελπομένη, κι εργάζεται σαν οικιακή βοηθός σ’ ένα υπερήλικο ζευγάρι. Μια σύγχρονη υπηρέτρια, η οποία παλεύει με δυσκολία να επιβιώσει, σαν τόσες και τόσες άλλες που καθαρίζουν σπίτια και προσέχουν ανήμπορους ανθρώπους, καθώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς πλησιάζουν στη δύση της ζωής τους. Λαμβάνοντας γι’ αντάλλαγμα τα χωρίς καμία ασφάλεια ελάχιστα χρήματα που παίρνουν με πολύ κόπο. Κανείς όμως δε συγκινείται. Ούτε ένας στίχος δεν έχει γραφτεί αποκλειστικά γι’ αυτές τις γυναίκες από τους επίδοξους ποιητές και συγγραφείς, που στριμώχνονται για λίγη δόξα και πολλά λάικ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο κάποιοι έχουν το θράσος να συρράπτουν κλεμμένες προτάσεις και ιδέες, βαφτίζοντάς τες δικές τους. Θέλοντας έτσι να προκαλέσουν τον θαυμασμό. Μα και να φανούν πως είναι σπουδαίοι. Δε λείπουν όμως και κείνοι, οι οποίοι, επιζητώντας ν’ αποκτήσουν τον τίτλο του καλλιτέχνη, συντάσσουν, χωρίς παρρησία, αδιάφορα κι ανούσια κείμενα με θέματα που δεν ενοχλούν, αλλά και δεν αγγίζουν την εξουσία. Με την ελπίδα βέβαια πως κάποια στιγμή θα βραβευτούν σ’ έναν απ’ τους δεκάδες λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που προκηρύσσονται από συλλόγους τοπικής εμβέλειας, τούς οποίους βαφτίζουν παγκόσμιους. Μα ωστόσο δεν παραβλέπουν να χρησιμοποιούν βαρύγδουπους κι εντυπωσιακούς τίτλους.
Ο Διογένης όταν τα σκέφτεται όλα τούτα γελάει. Εκείνος θεωρεί τον εαυτό του έναν απλό γραφιά που μιλάει για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο. Για βαθύτερα θέματα με μεγάλες προεκτάσεις που αγγίζουν την καθημερινότητα όλου του κόσμου, αλλά και την ψυχή του καθενός χωριστά. Μέσα από τα έργα του θέλει να γίνεται η φωνή όλων αυτών που αδυνατούν να μιλήσουν. Πονάει για όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο πόνος του όμως καταφέρνει κάθε φορά να μεταστοιχειώνεται σ’ ένα σύμπαν λέξεων και εικόνων επάνω στη λευκή κολλά. Γνωρίζει βέβαια καλά πως τα κείμενά του δεν είναι αρεστά στην εξουσία – μα δε νοιάζεται. Το μόνο που τον απασχολεί είναι να τα έχει καλά με τη συνείδησή του. Άλλωστε ποτέ στη ζωή του, ακόμα κι όταν πήγαινε στο σχολείο, δεν επεδίωκε να γίνει χειροκροτητής κανενός. Λυπόταν μάλιστα όλους αυτούς που στροβιλίζονταν γύρω απ’ οποιονδήποτε είχε δύναμη, μονό και μόνο για να βολεύονται. Τους θεωρούσε ανθρωπάρια, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας. Ανάξιους να ξοδέψει για αυτούς έστω και μισή αράδα μελάνης.
Ο μεσήλικας άντρας σηκώνεται από την καρέκλα και ψάχνει νευρικά να βρει μέσα στα εκατοντάδες βινύλια που διαθέτει ένα παλιό τραγούδι που του αρέσει. Δυστυχώς όμως χωρίς αποτέλεσμα. Εξάλλου είναι τόσα πολλά αυτά που τον έχουν συντροφεύσει στην πορεία του χρόνου. Όπως εκείνο που του έδωσε το έναυσμα ν’ αλλάξει κάποτε τ’ όνομά του, προς τιμήν του Διογένη του Κυνικού, ενός ιδιαίτερου φιλοσόφου. Οι γονείς του, καθώς ήταν φανατικοί χριστιανοί, ακολούθησαν πιστά τη θρησκευτική τους παράδοση. Παρόλα αυτά, έφηβος ακόμα, όταν άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει τον εαυτό του, διαπίστωσε πως το βαφτιστικό του δεν του ταιριάζει.
Απογοητευμένος κάθεται ξανά στο γραφείο, προσπαθώντας να γράψει χωρίς τη συντροφιά της αγαπημένης του μελωδίας. Ωστόσο αισθάνεται μια γλυκιά μελαγχολία να τον κυριεύει χωρίς λόγο. Ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει τον δρόμο μέσα από τη διάφανη κουρτίνα καπνού που έχει σχεδόν καλύψει το παράθυρο. Σκέφτεται πως όλη του τη ζωή μέσα από τα κείμενά του λειτουργούσε ως ένας εραστής της αλήθειας. Άλλωστε το βιοποριστικό κομμάτι το κάλυπτε από μία δουλειά, την οποία, αν και ποτέ δεν αγάπησε, την έκανε με πολύ αξιοπρέπεια. Εδώ και αρκετά χρόνια δουλεύει σε γραφείο τελετών. Όπως ο συνάδερφός του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ένας αιρετικός ποιητής και συγγραφέας.
Η ώρα περνάει κι ο Διογένης παλεύει χωρίς επιτυχία να γράψει έστω και μία λέξη. Αφηρημένος κοιτάζει τη βροχή που πέφτει ρυθμικά στο τζάμι, κάνοντας ν’ ακούγεται όπως χτυπάνε τα πλήκτρα της γραφομηχανής επάνω στο χαρτί. Παίρνει βαθιές ανάσες θέλοντας να συγκεντρωθεί. Κλείνει τα μάτια και ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Μπροστά του εμφανίζεται μία οικογένεια μ’ ένα μικρό παιδί να δέχεται ελεημοσύνη από ξένους, την οποία προσφέρουν από το υστέρημά τους. Σαστίζει. Αυτή η οικογένεια ήταν κάποτε η δική του. Σκληρές στιγμές του παρελθόντος που τον σημάδεψαν. Δυστυχώς όμως ακόμα και τώρα τίποτα δεν έχει αλλάξει στις κοινωνίες. Ο απλός κόσμος συνεχίζει να υπομένει καρτερικά, έχοντας ως μόνη παρηγοριά τον άγνωστο συνάνθρωπο, μιας και το κράτος στην πραγματικότητα τον έχει ξεχάσει.
Τα μάτια του φωτίζονται. Επιτέλους βρήκε το επόμενο θέμα για το οποίο θα μιλήσει. Τα δάχτυλά του χορεύουν σαν τρελά επάνω στα πλήκτρα, σχηματίζοντας λέξεις που ενώνονται και γίνονται προτάσεις. Ο ήχος της γραφομηχανής τώρα πια συντάσσεται αρμονικά με το τραγούδι που σιγοψιθυρίζουν οι σταγόνες της βροχής πάνω απ’ την πόλη.