της Γιώτας Αγαπητού
Παράξενες αυτές οι μέρες. Ο Μάρτης εδώ και χρόνια μοιάζει σαν να ‘ναι ίδιος όπως όλοι οι άλλοι μήνες του χρόνου. Μελαγχολικός και πένθιμος. Σαν τις ζωές ανθρώπων που υπομένουν το βάρος ενός μολυβένιου ουρανού που σκεπάζει το ήλιο. Παντού πρόσωπα σκυθρωπά αναζητούν απεγνωσμένα μία αχτίδα ελπίδας, σ’ έναν τόπο όπου έχει μάθει να καταμετράει τραγωδίες από την αρχή της ιστορικής του ύπαρξής.
Τα παιδιά που γεννιούνται μαθαίνουν ότι σ’ αυτή εδώ τη γη τα όνειρα που θα κάνουν κάτω από το φως των αστεριών ένα αυγουστιάτικο ξημέρωμα ίσως και να μην πραγματοποιηθούν ποτέ. Όμως δε θα πρέπει να πάψουν να ονειρεύονται συντροφιά με μία κιθάρα που θα παίζει ακόμη και ξεκούρδιστη αυτοσχέδιες νότες. Κρατάω το στυλό με το ένα χέρι και προσπαθώ να σχηματίσω λέξεις που θα γίνουν προτάσεις για να εκφράσουν αυτά που νιώθω βαθιά μέσα μου και με πνίγουν.
Σιωπώ! Ψάχνω απεγνωσμένα να βρω τον τρόπο να συνεχίσω. Σ’ αυτό τον τόπο οι παππούδες μάς μάθανε να πιστεύουμε σ’ έναν Θεό πανάγαθο, τιμωρό, κριτή, αλλά και δίκαιο. Η εικόνα του ωστόσο με τα χρόνια ξεθωριάζει στις σκέψεις των πολλών. Άλλωστε τώρα πια έχει περάσει στη σφαίρα της παράδοσης και των εθίμων. Όμως υπάρχουν και κείνοι που τον έχουν ως στήριγμα τους για ν’ αντέξουν στα δύσκολα, με αντάλλαγμα, ποιος ξέρει, ίσως ένα κρυφό τάμα. Μόνο που τα τάματα δεν πιάνουν πάντα σ’ έναν τόπο που είναι γεμάτος από νεκρούς ήρωες κι ανθρώπους που δεν άντεξαν τη φτώχια και ταξίδεψαν μακριά για να βρουν την τύχη τους. Όσοι μένουν πίσω παλεύουν για να επιβιώσουν, ελπίζοντας ότι κάποτε ίσως η κοινή μοίρα των απλών κατοίκων αυτής της γης ν’ αλλάξει. Εξάλλου όλοι αυτοί οι άνθρωποι από νωρίς εκπαιδεύτηκαν να πιστεύουν στα θαύματα, μιας και δεν έχουν μάθει να μετρούν το χρόνο αντικειμενικά, αφού για κάθε αιτία υπάρχει και το ανάλογο αποτέλεσμα. Συνήθισαν όμως να γλεντούν και να πενθούν για όσα χάνουν, μιας και θεωρούν ότι χαρά και λύπη είναι αδέρφια. Αυτός ο ου-τόπος θυμίζει σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, τόσο σκληρής κι ανείπωτης, που ούτε ο πιο μεγάλος τραγωδός δε θα τη φανταζόταν.
Στιγμές παλιές και σύγχρονες που κλειδώθηκαν στο ντουλάπι της συλλογικής λήθης, ενός λαού που έχει μάθει να θρηνεί και να ξεχνάει γρήγορα προχωρώντας παρακάτω. Δυστυχώς όμως στηρίζει τον κάθε λαοπλάνο που του τάζει το άπιαστο όνειρο για μια καλύτερη ζωή για κείνον και τα παιδιά του, ζητώντας του ως μοναδικό αντάλλαγμα κάθε τέσσερα χρόνια μια Κυριακή απ’ τη ζωή του.
Πένθιμες μέρες τούτες εδώ, σαν τόσες και τόσες άλλες που πέρασαν και τις σημάδεψε η μοίρα. Λες και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να γεμίσει σελίδες στο μεγάλο βιβλίο των αποκλίσεων και των εκτροπών από έναν τόπο ευλογημένο.
Σταματώ και πάλι να γράφω. Αφήνω το στυλό να πέσει με δύναμη πάνω στο γραφείο, κάνοντας κρότο. Νιώθω θυμό, οργή και πόνο. Έξω έχει σκοτεινιάσει. Η βροχή ακούγεται να πέφτει πάνω στα τζάμια. Τώρα πια τα περισσότερα σπίτια δεν έχουν κεραμίδια για να μπορέσουν οι σταγόνες να χορέψουν ρυθμικά επάνω τους. Ωστόσο θα ‘λεγε κανείς πως όλα αυτά δεν είναι παρά σκόρπιες σκέψεις παρηγοριάς που κάνει το μυαλό μια τέτοια πένθιμη μέρα. Ίσως γιατί έχει ανάγκη να νοσταλγήσει τούτες τις ώρες.
Ο Μάρτης φέτος δε φόρεσε άσπρες και κόκκινες κλωστές στα χέρια του. Ο Φλεβάρης λίγο πριν μας αποχαιρετήσει φρόντισε να χαραχτεί στη μνήμη μας με τον πιο σκληρό τρόπο. Περασμένες έντεκα έδειχνε το ρολόι όταν τα χαμόγελα πάγωσαν στα πρόσωπα όλων μας. Ένας τόπος, δύο τρένα και δεκάδες νέοι άνθρωποι τραυματίες, νεκροί και αγνοούμενοι, ενώ γύρω ένας λαός γεμάτος αγανάκτηση κατέβαινε σε πορείες και μοιρολογούσε σαν μανιάτισσα μοιρολογίστρα. Οι άνθρωποι σ’ αυτή τη γη αντιδρούν έντονα όταν είναι πια αργά, υπερβάλλοντας στις χαρές και στις λύπες τους. Ώσπου αυτές οι αντιδράσεις κάποια στιγμή να κοπάσουν και η ζωή να ξαναβουλιάξει στην καθημερινότητά της. Ελάχιστοι όμως θα συνεχίσουν να θυμούνται και να παλεύουν για τη δικαίωση όλων αυτών που χάθηκαν άδικα σαν άλλες Ιφιγένειες και που θυσιάστηκαν στο βωμό ενός τόπου που δεν μπόρεσε να εκσυγχρονιστεί. Εντούτοις, πίσω θα μείνουν οι γονείς που δε θα πάψουν να ρωτούν το γιατί, καθώς οι καρδιές τους σταμάτησαν να χτυπούν μαζί με αυτές των παιδιών τους εκείνο το μοιραίο βράδυ. Αυτά τα παιδιά έγιναν παιδιά όλων μας. Στο σημείο της τραγωδίας δεκάδες πεταλούδες πέταξαν ψηλά στον ουρανό, κουβαλώντας στα φτερά τους τις ψυχές των ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Μια μεγάλη παρέα νέων αγκαλιασμένη συνεχίζει το ταξίδι της με προορισμό την αιώνια χώρα του Ποτέ. Ξέρουν ότι αφήνουν πίσω μανάδες που πενθούν, οι οποίες θα τριγυρνούν νοερά σαν σκιές τις νύχτες στο σημείο που τα παιδιά τους χάθηκαν για πάντα. Στα χέρια τους θα κρατούν ενθύμιο της φωτογραφίες τους και θα τους ψιθυρίζουν «Σ’ αγαπώ να προσέχεις. Όταν φτάσεις να με πάρεις για να μου πεις ότι είσαι καλά. Εκεί που πας μην πιείς νερό από την πηγή της λησμονιάς και πάψεις να έρχεσαι στα όνειρά μου».
Φέτος η Μεγάλη Εβδομάδα ήρθε νωρίς, πριν καν η Περσεφόνη αφήσει τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τη μάνα της, τη Δήμητρα, φέρνοντας μαζί της την άνοιξη. Τα πρώτα άνθη έχουν ήδη βαφτεί με αίμα και στάχτη, πριν προλάβουν καλά καλά ν’ ανθήσουν. Γιατί τούτος ο τόπος του ήλιου και της θάλασσας, αν κι ευλογημένος, θα θυμίζει πάντα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας.