της Γιώτας Αγαπητού
Ο ηλικιωμένος άντρας κοιτάζει γύρω του μ’ ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη. Παντού αντικρίζει κλειστά παράθυρα. Αυτά τα σπίτια κάποτε έσφυζαν από ζωή. Προσπαθεί να θυμηθεί τούς παλιούς ενοίκους, αλλά μάταια. Ωστόσο εκείνη η μορφή που έχει γαντζωθεί στη μνήμη του και δε λέει να φύγει είναι της κυρίας Στεφανίας. Ίσως γιατί αυτή τη μικρασιάτισσα γυναίκα την αγαπούσε σαν να ήτανε η γιαγιά του. Δε θα ξεχάσει πως όταν ήταν μικρό παιδί τού άρεσε να κάθεται δίπλα της ακούγοντας ιστορίες απ’ την πατρίδα της, και να μαθαίνει τι συμβολίζουν οι διάφοροι οιωνοί στους οποίους αναφερόταν. Ήταν τόσο μεγάλη η επιρροή της που στην πορεία των χρόνων πολλές φορές γινόταν προληπτικός. Ξαφνικά άρχισαν να ξεπηδούν μνήμες από το καλά κλειδωμένο συρτάρι της ψυχής του και να τον γυρίζουν πίσω στον χρόνο.
Φεβρουάριος 2025
Η βροχή σφυροκοπά με δύναμη τις κατακόκκινες κεραμοσκεπές των σπιτιών. Οι δρόμοι του χωριού είναι μισοσκότεινοι. Κανείς διαβάτης δεν κυκλοφορεί μία τέτοια νύχτα. Ο Απόστολος κοντοστέκεται για λίγο στην πόρτα, αγκαλιάζοντας με όλη του τη δύναμη τη μάνα του. Ενώ τα δάκρυά που κυλούν από τα πρόσωπά τους γίνονται ένα με τις σταγόνες της βροχής. Εκείνη τον σπρώχνει απαλά για να φύγει. Τώρα πια θα πρέπει να κρυφτεί για όσο χρειαστεί, έως ότου τα πράγματα μπουν σε μία σειρά. Το νεαρό παλικάρι κάνει πως την ακούει, χωρίς όμως να παρακολουθεί τα λεγόμενά της. Στο μυαλό του τριγυρίζουν πολλές σκέψεις. Εντούτοις είναι αποφασισμένος ν’ αναλάβει εξ’ ολοκλήρου το τίμημα της πράξης του. Δε θα ήθελε ούτε για μια στιγμή να συμπεριφερθεί όπως ο πατέρας του, που είχε μάθει μια ζωή να χρεώνει τα λάθη του στους άλλους.
Βιαστικός, αλλά γεμάτος σιγουριά, βγαίνει στον δρόμο και χάνεται στα σοκάκια του χωριού. Μόνο κάποια αδέσποτα ζώα συναντάει στο διάβα του. Τα βήματά του μετά από λίγο τον οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα. Υπηρεσία τυγχάνει να έχει ο Μύρωνας, ο οποίος γνωρίζει την οικογένεια του. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ήταν φίλος με τον πατέρα του, τον Πέτρο. Αυτός ήταν που τον έφερε σε επαφή, τόσο με τον βουλευτή, όσο και με τον μητροπολίτη της περιοχής, αφού στο παρελθόν δούλευε ως οδηγός τους.
Ο Απόστολος βρεγμένος ως το κόκαλο ανοίγει με δυσκολία την παμπάλαια σιδερένια εξώπορτα του κτιρίου, που δυστυχώς δε θυμίζει σε τίποτα ότι στεγάζει μία τέτοια υπηρεσία. Ο θόρυβος κάνει τον αστυνόμο να πεταχτεί από την καρέκλα του, όπου εδώ και λίγη ώρα τον έχει πάρει ο ύπνος. Ξαφνιασμένος αντικρίζει μπροστά του τον νεαρό άντρα, ο οποίος βρίσκεται σχεδόν σε άθλια κατάσταση. Βλέποντάς τον έτσι τον βάζει να καθίσει και να πάρει μία ανάσα, λέγοντάς του πως όταν εκείνος αισθανθεί έτοιμος θα μπορούσε να του πει τι ακριβώς τού συμβαίνει. Το αγόρι αμέσως και χωρίς να διστάσει ξεδιπλώνει ένα ένα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν νωρίτερα στο σπίτι του. Στο τέλος όμως με τρεμάμενη φωνή, γεμάτος ντροπή κι ενοχή τού αναφέρει πως σκότωσε τον πατέρα του. Ο Μύρωνας όλη αυτή την ώρα τον ακούει με προσοχή χωρίς να τον διακόπτει. Είναι σίγουρος ότι το παιδί που έχει απέναντί του δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο ακόμα κι αν είχε φτάσει στα όρια της υπομονής του. Γνωρίζει άλλωστε πως η οικογένεια του παλιού του φίλου τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία λόγω της ιδιοσυγκρασίας του Πέτρου μπορεί να δημιούργησαν σύγχυση στο παιδί. Έτσι, του προτείνει να περάσει το βράδυ στο τμήμα και το ξημέρωμα να γυρίσει πίσω στους δικούς του. Ο Απόστολος ξαφνικά νιώθει περισσότερο απογοητευμένος από πριν, καθώς ο αστυνόμος δεν πιστεύει ούτε λέξη απ’ όσα του είπε. Παρόλα αυτά συνεχίζει να επιμένει πως στη κουζίνα του σπιτιού κείτεται νεκρός ο πατέρας του. Ο Μύρωνας τώρα πια τρομάζει, όχι γι’ αυτά που ακούει, αλλά με την επιμονή του εφήβου. Γι’ αυτό και αύριο το πρωί τού υπόσχεται ότι θα περάσει ο ίδιος να δει από κοντά τι συμβαίνει, κι αν αληθεύουν όλα αυτά που τού λέει θα πρέπει δυστυχώς όσο κι αν τον στεναχωρεί να πράξει τα δέοντα. Έτσι, λοιπόν, του ζητάει να πάει να ξαπλώσει για να ηρεμήσει στο πίσω δωμάτιο, όπου εκεί υπάρχει ένα μικρό ράντζο εκστρατείας. Οι δύο άντρες χωρίς να έχουν τίποτε άλλο να πουν περιμένουν απλά με αγωνία να ξημερώσει.
Οι ώρες κυλούν αργά, σχεδόν βασανιστικά, μέχρι το χάραμα. Όταν επιτέλους φτάνει η αυγή το χωριό είναι καλυμμένο από ένα πυκνό πέπλο ομίχλης που σκεπάζει σχεδόν τα πάντα. Σε λίγο ο αστυνομικός κοντεύει να τελειώσει την υπηρεσία του. Πριν όμως πάει για ύπνο έχει σκοπό να περάσει από το σπίτι του Πέτρου και της Στέλλας για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τα όσα φοβερά τού εξομολογήθηκε το προηγούμενο βράδυ ο γιος τους. Εξάλλου κατά το παρελθόν δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ανήλικοι άντρες έφταναν στο σημείο να γίνουν πατροκτόνοι, θέλοντας να υπερασπιστούν τη μάνα και τα μικρότερα αδέρφια τους από τη βίαιη συμπεριφορά τού πατέρα.
Ο Μύρωνας, πριν ακόμα έρθουν οι συνάδερφοί του, ξυπνάει τον Απόστολο και τού ζητάει να τον ακολουθήσει. Το παιδί αδιαμαρτύρητα κάνει ότι του λέει. Μετά από λίγη ώρα διαδρομής, σ’ ένα κακοτράχαλο χωματόδρομο που οδηγεί έξω απ’ το χωριό, φτάνουν στο χαμόσπιτο του Κώστα του Τρελού. Ενός καλοκάγαθου περιθωριακού άντρα που έχει πεθάνει εδώ και δεκαετίες. Η φήμη του όμως παραμένει ζωντανή, όπως και η καλύβα του, εξαιτίας της καλοσύνης που έδειξε προσφέροντας βοήθεια σε ανθρώπους της περιοχής σε δύσκολες και σκοτεινές εποχές…
Ο ηλικιωμένος άντρας νιώθει άξαφνα ένα ψυχρό αεράκι να τον αγγίζει απαλά, ξυπνώντας του αναμνήσεις από το μακρινό παρελθόν. Τώρα στο μυαλό του έρχονται σαν σκηνές από ταινία όλες οι δύσκολες στιγμές που πέρασε με τη θέλησή του στο αστυνομικό τμήμα, αλλά και τις επόμενες μέρες που έζησε κρυμμένος σε κείνη την καλύβα, η οποία ήταν φτιαγμένη από ξύλα, πλιθιά κι άχυρα. Μα στη συνέχεια, ακόμα κι όταν έφυγε απ’ αυτό το φτωχόσπιτο, πάντα η καρδιά του γύριζε πίσω ζητώντας παρηγοριά. Κυρίως όταν ένιωθε πως όλα γύρω του τον έπνιγαν…