της Γιώτας Αγαπητού
Ο Απόστολος κάθεται στο δωμάτιό του με μισόκλειστη την πόρτα παλεύοντας να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του, ενώ παράλληλα απαντάει και στα γραπτά μηνύματα που του στέλνει το κορίτσι του, η Αντιγόνη. Όσο κι αν είναι ερωτευμένος μαζί της υπάρχουν στιγμές που δεν έχει χρόνο για κείνη. Kυρίως εξαιτίας των δυσάρεστων γεγονότων που συμβαίνουν στο σπίτι του. Ωστόσο δε θέλει να τη φορτώνει με τα δικά του προβλήματα. Εξάλλου αυτή δεν φταίει σε τίποτα. Καθώς η βροχή χτυπάει με δύναμη τη σκεπή, εμπνέεται να της γράψει μερικά ρομαντικά στιχάκια, ελπίζοντας πως έτσι θα την ηρεμήσει και θα τον αφήσει επιτέλους να διαβάσει.
Ξαφνικά οι φωνές από την κουζίνα τον κάνουν να πεταχτεί απότομα απ’ τη θέση του. Για μία ακόμα φορά ο πατέρας του ουρλιάζοντας ρίχνει ό,τι βρει κάτω στο πάτωμα. Ο νεαρός άντρας κατευθύνεται προς το μέρος του, νιώθοντας ένα κόμπο στον λαιμό να τον πνίγει. Ακούει λυγμούς. Μπαίνοντας μέσα βλέπει την μάνα του να βρίσκεται πεσμένη στο δάπεδο. Ενώ ο Πέτρος όρθιος από πάνω της την κλοτσάει με δύναμη σε όλο το σώμα. Η εικόνα αυτή τον σοκάρει. Χωρίς να σκεφτεί τον τραβάει απότομα, ρίχνοντάς του μία δυνατή γροθιά ανάμεσα στα μάτια. Εκείνος σωριάζεται κάτω. Η Στέλλα κοιτώντας έντρομη τους δύο άντρες προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Πανικόβλητη παλεύει να σταθεί στα πόδια της που πονάνε από τα απανωτά χτυπήματα. Δίπλα το παιδί της στρέφει το βλέμμα του μία στα χέρια και μια στον πατέρα του, νομίζοντας πως τον έχει σκοτώσει. Σαστισμένος καθώς είναι, δεν αντιλαμβάνεται αν αναπνέει ή όχι. Άλλωστε ο Πέτρος κείτεται κάτω ακίνητος, σαν νεκρός. Ξάφνου στο δωμάτιο απλώνεται σιωπή.
Μάνα και γιος, πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, συνειδητοποιώντας ότι μετά απ’ όλα αυτά ο Απόστολος θα πρέπει να φύγει από το σπίτι και το χωριό, τουλάχιστον μέχρι τα πράγματα να ηρεμήσουν. Εκείνη, χωρίς να χάσει χρόνο, τρέχει αλαφιασμένη στο δωμάτιο κι αρπάζει το σχολικό σακίδιο βάζοντας μέσα τ’ απαραίτητα, αλλά και τις λίγες οικονομίες που είχε μαζέψει με τόσο κόπο. Αγκαλιάζονται ίσως για τελευταία φορά. Κανείς τους δεν ξέρει αν ποτέ θα ξαναβρεθούν. Το μόνο που του ζητάει είναι να μη στεναχωριέται για ότι έγινε και να της τηλεφωνεί πού και πού για να μαθαίνει τα νέα του. Αν ο άντρας της είναι νεκρός, τον διαβεβαιώνει πως αυτή θ’ αναλάβει όλη την ευθύνη. Ο Απόστολος διστακτικά ανοίγει την πόρτα. Δεν θέλει να φύγει σαν κυνηγημένος, αλλά δεν έχει άλλη επιλογή. Η βροχή όλο και δυναμώνει. Η Στέλλα ακουμπισμένη στον τοίχο βλέπει το μονάκριβο παιδί της να χάνεται μέσα στη νύχτα. Ένα ψυχρό ρίγος διαπερνά το κορμί της. Αρχίζει να κλαίει. Νιώθει πως θα λιποθυμήσει, αλλά κρατιέται. Κατευθύνεται στην κουζίνα. Έχει ανάγκη από ένα ζεστό τσάι για να την ηρεμήσει ώστε να βάλει σε μία σειρά τις σκέψεις της. Δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι ο Πέτρος που είναι ακόμα ζαλισμένος στο πάτωμα την κοιτάει βουβός, σαν φάντασμα μες το σκοτάδι.
Τα λεπτά κυλούν αργά και η Στέλλα χαμένη στις σκέψεις της προσπαθεί να βρει μία λύση. Είναι βέβαιη πως ο άντρας της είναι νεκρός. «Ο Απόστολος δεν τον σκότωσε». Αυτό θα υποστηρίξει όταν έρθει η αστυνομία. Κάθεται στην καρέκλα αναστατωμένη κι αναρωτιέται αν άραγε έβαλε όλα τ’ απαραίτητα μέσα στον σάκο του παιδιού της. Σκέφτεται άραγε πού να ‘χει πάει κι αν ποτέ θα τον σφίξει και πάλι στην αγκαλιά της. Τα δάκρυά της πέφτουν μέσα στο ζεστό φλιτζάνι, αφήνοντας μία γεύση αρμύρας στα χείλη της. Ο άντρας της εξακολουθεί να βρίσκεται ξαπλωμένος στο πάτωμα, λες και παίζει μαζί της σαν τη γάτα με το ποντίκι. Θέλει να τη φτάσει στα όριά της. Αγνοεί όμως ότι πριν από λίγο ο γιος τους, πιστεύοντας πως τον σκότωσε, έφυγε από το σπίτι ίσως για πάντα. Ζαλισμένος και μεθυσμένος όπως είναι, κλείνει ξανά τα μάτια του κι αποκοιμιέται. Ενώ η Στέλλα, εξαντλημένη και κείνη, γέρνει το κεφάλι της στον τοίχο κι αφήνεται στην αγκαλιά του Μορφέα.
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους, γλιστρώντας μέσα από το παράθυρο. Έχει αρχίσει επιτέλους να ξημερώνει. Η βροχή σταμάτησε εδώ και ώρα. Ο Πέτρος, ξεμέθυστος πια, ανοίγει τα μάτια του, νιώθοντας το κεφάλι του βαρύ. Η γυναίκα του δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό την κοιτάει μ’ ένα βλέμμα συμπόνοιας. Σαν κάτι να τον σπρώχνει, κατευθύνεται προς το δωμάτιο του Απόστολου. Θέλει να τον ξυπνήσει για το σχολείο. Πρόσκαιρα η μνήμη του ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Τότε που όλα πήγαιναν μια χαρά. Θυμάται πόσο ευτυχισμένος ένιωθε όταν συνόδευε τον γιο του στο νηπιαγωγείο. Κοιτάζει το χέρι του. Ακόμα αισθάνεται την παιδική ιδρωμένη παλάμη που έσφιγγε με καμάρι. Στιγμές οι οποίες δεν προμήνυαν με τίποτα την καταιγίδα που θα ερχόταν. Ξαφνικά νιώθει ένα δυνατό τράνταγμα. Αναρωτιέται γιατί το κρεβάτι είναι ακόμα στρωμένο, ενώ ο Απόστολος λείπει. Διάφορες σκέψεις περνάνε απ’ το μυαλό του και χάνονται σαν τον άνεμο. Ωστόσο αυτή την ώρα η ανάγκη του για καφέ και τσιγάρο είναι πιο σημαντική από κάθε τι άλλο. Μπαίνει και πάλι στην κουζίνα. Ακούει τη Στέλλα να παραμιλάει. Φαίνεται σαν να έχει χαθεί μέσα στους εφιάλτες της και προσπαθεί να ξεφύγει. Όμως ακόμα κι ο θόρυβος από τη μηχανή του εσπρέσο δεν καταφέρνει να την ξυπνήσει.
Ο Πέτρος βγαίνει στην αυλή κι ανάβει ένα τσιγάρο. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έγινε το προηγούμενο βράδυ. Μάταια όμως. Χαζεύει τις μικρές λιμνούλες από βροχή και χώμα που έχουν δημιουργηθεί σε διάφορα σημεία του κήπου. Το μυαλό του είναι ακόμα θολό. Το μόνο που αισθάνεται είναι τα πνευμόνια του να γεμίζουν από τη μυρωδιά του φρεσκοβρεγμένου χώματος…
Ο ηλικιωμένος άντρας νοερά ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Θυμάται τον εαυτό του μικρό παιδί να παίζει με τα νερά της βροχής, αλλά και μεγαλώνοντας, όταν ο ήχος της πάνω στο τζάμι της κάμαρας γινόταν σύντροφος και παρηγοριά του. Πόσα χρόνια άραγε έχουν περάσει από τότε. Από εκείνη, την πιο δύσκολη και μοιραία νύχτα της ζωής του. Εντούτοις παλεύει να ξεθάψει από τη μνήμη του την εικόνα των δύο ανθρώπων που λάτρευε και κουβαλούσε μαζί του σε μία μοναχική πολλές φορές πορεία ζωής. Ξεθαρρεύει. Με χέρια που τρέμουν από συγκίνηση αγγίζει την ξύλινη σκοροφαγωμένη αυλόπορτα…