της Γιώτας Αγαπητού
Ο Απόστολος με βήματα αργά κατεβαίνει από το λεωφορείο και κατευθύνεται προς το σπίτι. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Τέτοια ώρα συνήθως η μάνα του σχολάει από τη δουλειά. Δυστυχώς το τελευταίο διάστημα τα μεροκάματα έχουν λιγοστέψει. Ελάχιστοι την καλούν για να τους καθαρίσει τα σπίτια. Ευτυχώς τα κουτσοβολεύει με τα λίγα χρήματα που παίρνει, φροντίζοντας την Καλλιόπη. Μία κατάκοιτη γυναίκα, που κάποτε ήταν συμμαθήτριά της στο σχολείο. Αυτές οι στιγμές είναι για τις δυο τους μια παρηγοριά. Εξάλλου γνωρίζονται από μικρά παιδιά. Αν και ποτέ δεν έκαναν παρέα. Τώρα όμως που ο χρόνος τις έχει ξεγυμνώσει από την περηφάνια και τον εγωισμό της νιότης, συμπεριφέρονται η μία στην άλλη σαν δυο παλιές καλές φίλες, ανοίγοντας την καρδιά τους.
Η Στέλλα, έχοντας περάσει πρώτα από το μπακάλικο της γειτονιάς, πηγαίνει προς το σπίτι κουρασμένη για να ετοιμάσει το δείπνο της οικογένειας. Βιάζεται να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί, μιας κι έχει αργήσει και θέλει να προλάβει τον γιο της που τέτοια ώρα έρχεται από το σχολείο. Προσπαθεί να μην τον αφήνει μόνο του, καθώς εδώ και καιρό έχει παρατηρήσει πως είναι αρκετά μελαγχολικός και σκεπτικός. Δυστυχώς όσο κι αν παλεύει να τον προστατεύσει απ’ όλα αυτά που γίνονται δεν το έχει καταφέρει. Όμως είναι σίγουρη πως ο Απόστολος το έχει αντιληφθεί. Για κείνη είναι αξιοθαύμαστο που οι επιδόσεις του στα μαθήματα δεν έχουν επηρεαστεί. Αντίθετα για τον άντρα της, τον Πέτρο, η αγάπη που ένιωθε κάποτε για αυτόν έχει τελειώσει. Τώρα όλα τα κάνει για το παιδί της. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα περνάει από το μυαλό της ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουν και ν’ αφήσουν τον σύζυγό της. Για τον λόγο αυτό αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να βάλει στην άκρη λίγα χρήματα, μήπως και καταφέρει να κάνει μία νέα αρχή. Σκέψεις που γυρνάνε σαν ανεμοστρόβιλος στο μυαλό της και χάνονται, μιας και δεν τολμάει να τις εξομολογηθεί πουθενά, παρά μόνο στην Καλλιόπη, αφού έχει σχεδόν χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους.
Επιτέλους φτάνει στο σπίτι. Καθώς ανοίγει την ξύλινη αυλόπορτα μία αίσθηση μελαγχολίας την κυριεύει. Κάποτε, δεν πάνε και πολλά χρόνια, φρόντιζε με τις ώρες την αυλή της, που ήταν γεμάτη με λουλούδια και δέντρα. Τώρα όμως δεν έχει το κουράγιο και τη δύναμη να το κάνει. Σκέφτεται πως ευτυχώς δεν ήρθε ακόμα από την πόλη ο γιος της για να τη δει έτσι θλιμμένη. Τρέχοντας, κατευθύνεται στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι για φαγητό. Η Στέλλα στο παρελθόν φημίζονταν για τις μαγειρικές της ικανότητες σε όλο το χωριό. Ωστόσο ακόμα και τώρα καταφέρνει με τα ελάχιστα ευτελή υλικά που διαθέτει να δημιουργεί γεύσεις οι οποίες ελπίζει να γαληνεύουν την ψυχή του παιδιού της.
Ξάφνου το κλειδί στην πόρτα την κάνει να τρομάξει. Επιτέλους ο Απόστολος γύρισε στο σπίτι, και αυτό κάπως την ηρεμεί. Φαίνεται σκεπτικός. Οι δυο τους ανταλλάσουν μερικές κουβέντες από καρδιάς. Τον παίρνει αγκαλιά και χαϊδεύοντάς του απαλά τα μαλλιά τού δίνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Καθώς τού βγάζει να φάει, τον καμαρώνει. Είναι πλέον σχεδόν άντρας. Παρόλα αυτά αναπολεί τις εποχές που ήταν ακόμα μωρό κι έτρεχε γύρω από τα φουστάνια της γελώντας. Εδώ και μερικά χρόνια όμως, όσο κι αν παλεύει να της το κρύψει, το χαμόγελο και η σπίθα από τα μάτια του έχουν χαθεί. Την γλυκιά ατμόσφαιρα έρχεται να διαλύσει η φιγούρα του άντρα της, που τρικλίζει μπαίνοντας στο χολ, ενώ ταυτόχρονα ένα σύννεφο από διαφορετικές οσμές αλκοόλ τον ακολουθούν καταπόδας. Βλέποντάς τους για λίγο ταράζεται. Ποτέ του δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει πόσο κακό τούς έχει κάνει. Ο Πέτρος δεν μπορεί πια να ξεχωρίσει μέσα του τι νιώθει για κείνους, αν και κάποτε γι’ αυτόν ήταν το παν, όπως έλεγε. Καθώς αντιλαμβάνονται την παρουσία του, μάνα και γιος παγώνουν, λες και το αόρατο σύννεφο που τον ακολουθεί είναι βαρύ σαν χειμώνας.
Όσο κι αν όλοι προσπαθούν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους, άξαφνα και χωρίς προφανή λόγο η ατμόσφαιρα γίνεται τεταμένη. Ο Απόστολος ρίχνει ένα βλέμμα συμπόνοιας στους γονείς του. Η μάνα του το ανταποδίδει. Ενώ ο πατέρας του στρέφει αλλού το βλέμμα γεμάτος εγωισμό. Άθελά του παρατηρεί τον γιο του να κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιο με βήματα βαριά που δεν ταιριάζουν στην νιότη. Μα δεν του προκαλεί καμία εντύπωση. Τώρα οι δυο τους μένουνε μόνοι, κλεισμένοι στους εαυτούς τους. Η Στέλλα βουβή, όπως κάθε φορά, βάζει ένα πιάτο στο τραπέζι και κάθεται μαζί του σε μία καρέκλα δίπλα στην πόρτα, περιμένοντας κάτι άσχημο να συμβεί. Ωστόσο η ματιά της παλεύει να μην πέσει επάνω στον μεθυσμένο και ευέξαπτο άντρα της, που απαθέστατος τρώει σαν να μην τρέχει τίποτα. Πού και πού, λόγω της λαιμαργίας του, πνίγεται, βλαστημώντας τη μοίρα του, λες κι αυτή φταίει για τις λάθος επιλογές του. Τα λεπτά κυλούν αργά, καθώς αφουγκράζονται μες την ηλεκτρισμένη σιωπή την καταιγίδα που έρχεται.
Ο ηλικιωμένος άντρας στέκεται για λίγο μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα του αυτοκινήτου, διστάζοντας να προχωρήσει πιο πέρα. Άραγε ποιο καλά κρυμμένο μυστικό τον οδήγησε σε τούτο το ρημαγμένο από τον χρόνο και τα γεγονότα σπίτι. Το πρόσωπό του είναι βαθιά χαραγμένο από στιγμές που άφησαν το αποτύπωμά τους επάνω του. Κάθε φορά που αγγίζει αυτές τις ρυτίδες, οι οποίες διασχίζουν το μέτωπό του, θυμάται τις δυσκολίες που πέρασε. Μα και την υπόσχεση την οποία έδωσε φεύγοντας, πριν σαράντα ολόκληρα χρόνια, πως θα γυρίσει ξανά κάποτε πίσω. Οι πρώτες ψιχάλες της βροχής που αρχίζουν να πέφτουν κυλούν απαλά σαν μητρικό χάδι επάνω στα μαλλιά του, ξυπνώντας του παλιές αναμνήσεις.
Η βροχή σιγά σιγά αρχίζει να δυναμώνει, χτυπώντας με βία το παράθυρο της κουζίνας. Η Στέλλα νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Σκέφτεται πως έχει απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι της Καλλιόπης και το πρωί θα πρέπει να τα πλύνει και πάλι. Διπλός κόπος εξαιτίας της απρονοησίας μου, μονολογεί. Μικρό όμως το κακό. Αυτή τη στιγμή εκείνο που την ανησυχεί περισσότερο είναι ένα άσχημο προαίσθημα που την κυριεύει. Μακάρι με ένα ανοιγόκλειμα των ματιών της να ξημέρωνε. Πετάγεται απότομα από την καρέκλα για να δει αν το παιδί της είναι καλά. Άλλωστε ο Πέτρος, χαμένος στον κόσμο του, συνεχίζει να τρώει λαίμαργα…