της Γιώτας Αγαπητού
Πρωινό Παρασκευής του Δεκέμβρη με το κρύο να μας θυμίζει έντονα ότι είναι Χειμώνας. Εδώ και λίγες μέρες η Χρύσα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο υποδέχεται στη μνήμη της σαν απρόσκλητο επισκέπτη τη γιαγιά της, την Ελευθερία. Η Ελευθερία έχει πεθάνει εδώ και σχεδόν εικοσιτέσσερα χρόνια.
Ήταν μία γυναίκα που γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας το 1913 και προερχόταν από μία ευκατάστατη οικογένεια. Από σκόρπιες διηγήσεις για τη ζωή της που μας αφηγούνταν όταν είχε πια γεράσει, θυμάμαι να λέει πως ο Πατέρας της είχε πάει στην Αμερική σε ηλικία δεκαπέντε χρονών και γύρισε πίσω όταν πια είχε αποκτήσει πολλά χρήματα κι εκεί κάπου η Ελευθερία σταματούσε απότομα την αφήγησή της. Ενώ για τη Μάνα της το μόνο που ανέφερε ήταν πως υπήρξε μία αρχόντισσα.
Εξάλλου, η Ελευθερία ήταν μία προσωπικότητα αρκετά μυστικοπαθείς και πολύ δυναμική. Ακόμα και στα βαθιά της γεράματα έλεγε και το έδειχνε με κάθε τρόπο, πόσο υπερβολικά μισούσε που γεννήθηκε γυναίκα. Εγκλωβισμένη, όπως έλεγε, σ’ ένα σώμα και μία φύση μέσα στην οποία ποτέ της δε συμβιβάστηκε. Ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να έχει τις ίδιες ευκαιρίες που είχαν οι άντρες στην εποχή της. Ίσως και να ήταν αυτός ο λόγος που πολύ συχνά γινόταν δύστροπη, αλαζονική και άδικη απέναντι στις τρεις κόρες της, αλλά από την άλλη υποστηρικτική και υπερήφανη για τον μοναχογιό της.
Άνοιξη του 1934 και η Ελευθερία παντρεύεται από προξενιό το Χρήστο, ο οποίος ήταν σχεδόν ένα χρόνο μικρότερός της. Ο Χρήστος καταγόταν από το ίδιο χωριό μ’ εκείνη και προερχόταν από μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ήταν ένας άντρας χαμηλών τόνων, λιγομίλητος και σοβαρός. Όταν τον πρωτοαντίκρισε της θύμισε τις δεσποινιδούλες της ρομαντικής περιόδου του 18ου αιώνα. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, οι τόσο διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους, έζησαν μαζί πάνω από εξήντα χρόνια, αποκτώντας τέσσερα παιδιά.
Η Χρύσα ακόμα και τώρα που μεγάλωσε θυμάται τη γιαγιά της να διηγείται με περηφάνια ότι πήρε τον άντρα της σπιτόγαμπρο. Θέλοντας να τον εκνευρίζει, έλεγε μπροστά του πως την πρώτη φορά που εκείνος πάτησε το κατώφλι του σπιτιού της, αυτή του ζήτησε στην είσοδο της πόρτας να βγάλει τα φτωχικά ρούχα του και να φορέσει το ακριβό κουστούμι που του είχε διαλέξει.
Χρόνια δύσκολα, μέσα σε πολέμους και φτώχια, περάσανε από πάνω τους. Μνήμες που η Ελευθερία, όταν πια έγινε γιαγιά, τις ανέσυρε για να τις μοιραστεί με τα εγγόνια της, αλλά μόνο το τελευταίο από αυτά, η Χρύσα, γοητεύονταν από τις αφηγήσεις της. Μεγαλώνοντας η εγγονή της, θα ερχόταν η στιγμή που θα μισούσε και πολύ αργότερα θα συγχωρούσε για τα λάθη και την συμπεριφορά απέναντι στις κόρες και στις εγγονές της τη γιαγιά Ελευθερία.
Σκόρπιες αναμνήσεις και εικόνες από μια γυναίκα που, πολλές φορές καθισμένη στο μικρό, από ξύλο και λαμαρίνα, περίπτερο της πλατείας, τραβούσε τα μακριά φαρδιά της φουστάνια λέγοντας: «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα γυναίκα, αν γεννιόμουν άντρας με το μυαλό που έχω θα είχα κατακτήσει τον κόσμο». Γι’ αυτό και από νωρίς προσπάθησε να μυήσει τις εγγονές της, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε με τις κόρες της, να μάθουν να είναι ανεξάρτητες και δυναμικές κυνηγώντας τα όνειρά τους όσο και αν αυτά φαινόταν ακατόρθωτα.
Δυστυχώς για την Ελευθερία οι πέντε από τις έξι εγγονές της δεν ακολούθησαν τις συμβουλές της. Ευτυχώς είχε την τύχη να μην το ζήσει αυτό, γιατί θα ήταν κάτι που θα την τσάκιζε ψυχικά. Περισσότερο απ’ όλα τα εγγόνια της όμως είχε αδυναμία στο Χρήστο, το μοναδικό αρσενικό της οικογένειας που εξαιτίας του, για μία ακόμη γενιά δε θα χανόταν τ’ όνομα της οικογένειας, όπως έλεγε. Κάθε καλοκαίρι λαχταρούσε όσο τίποτε άλλο να τον δει και να τον κλείσει στην αγκαλιά της. Ο γιος της, ο Κοσμάς, ο πατέρας του Χρήστου, είχε φύγει για τον Καναδά το 1968. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη Δήμητρα. Μία δυναμική και έξυπνη νησιώτισσα από τη Μυτιλήνη που από την πρώτη στιγμή έδειξε η μία στην άλλη ότι η σχέση τους θα ήταν προβληματική, παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν για χάρη του Κοσμά και των παιδιών.
Η Χρύσα φέρνει στη μνήμη της την Ελευθερία να κάθεται σαν βασίλισσα στο θρόνο της, που ήταν το μικρό ξύλινο περίπτερο, το οποίο είχε δώσει στον άντρα της το κράτος ως τιμητικό βοήθημα, επειδή εκείνος γυρίζοντας με τα πόδια γεμάτα κρυοπαγήματα ήταν ένας από τους αφανείς ήρωες του έπους του 1940. Με αυτό το περίπτερο το ζευγάρι, έστω και με στερήσεις, μπόρεσε να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά του. Ενώ μερικά χρόνια αργότερα η Ελευθερία σε δύο από αυτά θ’ ανοίξει την πόρτα για την ξενιτιά, στέλνοντάς τα πρώτα στη Γερμανία και μετά στον Καναδά.
Η Ελευθερία ως μάνα ήταν αυταρχική και απόλυτη. Όριζε και σχεδίαζε τις ζωές των παιδιών τους, αδιαφορώντας για τα δικά τους θέλω. Με την πάροδο των χρόνων οι συγκρούσεις με τις δύο κόρες της, που είχε κρατήσει κοντά της στο χωριό, ήταν έντονες, καθώς εκείνες πολλές φορές τις έριχναν ευθύνες για ό,τι άσχημο και δύσκολο συνέβαινε σε αυτές και τ’ αδέρφια τους. Αυτή όμως είχε μάθει από μικρή να διατηρεί την ψυχραιμία της και για το μόνο που αισθανόταν πως έφταιγε ήταν ότι γεννήθηκε γυναίκα. Η οικογένειά της όσο και αν προσπαθούσε να την καταλάβει, το μόνο που έβλεπε ήταν μία Ελευθερία σκληρή που πίστευε στον εαυτό της και τις πεποιθήσεις της.
Αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από το θάνατο της Ελευθερίας, η Χρύσα ακόμα θυμάται τη μορφή της. Μία γυναίκα μεσαίου αναστήματος, νταρντάνα, με μακριά άσπρα μαλλιά, τα οποία θύμιζαν μεταξωτές κλωστές που μεταμορφώνονταν σε περίτεχνες πλεξούδες, δημιουργώντας ένα όμορφο στεφάνι γύρω από το κεφάλι της, το οποίο ήταν πάντα καλυμμένο μ’ ένα σκούρο μπλε μαντίλι στολισμένο με διακριτικά λευκά ανθάκια.
Η Ελευθερία λάτρευε να μαγειρεύει τηγανιτές πατάτες, αλλά και ρύζι σε όλες τις μορφές του. Τα βράδια της άρεσε να φροντίζει και να ποτίζει της πολλές τριανταφυλλιές της, λέγοντάς σε κείνες τις σκέψεις της. Ακόμα και όταν πέρασαν τα χρόνια ένοιωθε έντονο το αίσθημα της μοναξιάς, γιατί πραγματικές φίλες δεν έκανε ποτέ της, παρόλο που φαινόταν ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος και είχε το σπίτι της ανοιχτό σε συγκεντρώσεις συγγενών.
Η Ελευθερία όταν διηγούνταν ιστορίες στη Χρύσα της ζητούσε να μη τις ξεχάσει ποτέ, μόνο που με τα χρόνια ήρθαν άλλες αναμνήσεις να σκεπάσουν τις ιστορίες της γιαγιάς από τη μνήμη της.
1992, η χρονιά που θα οδηγούσε την Ελευθερία εξαιτίας συσσωρευμένων δυσάρεστων γεγονότων στην άνοια και αργότερα στον καρκίνο. Χτυπήματα ζωής, που ακόμα και η Ελευθερία ήταν δύσκολο ν’ αντέξει χωρίς να δυσανασχετήσει. Λίγο πριν αρρωστήσει, λες και το προαισθάνονταν, ζήτησε μία μεγάλη χάρη από τη Χρύσα:
«Θα σου διηγηθώ για μία ακόμα φορά εκείνη την ιστορία, την τόσο παλιά όσο αυτός ο κόσμος και θέλω εσύ κάποτε να τη διηγηθείς στους ανθρώπους, λέγοντάς τους ότι σου την εξιστόρησε η γιαγιά σου.
Μια φορά κι ένα καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη ενός χωριού, ζούσε η γιαγιά, η κόρη της και τα δυο της αγοράκια ευτυχισμένοι. Ο χρόνος κυλούσε ήσυχα για τη φτωχή αυτή οικογένεια. Όμως μια μέρα όλα άλλαξαν. Η μαμά των μικρών αγοριών αρρώστησε πολύ και δεν είχανε χρήματα για φάρμακα. Ο Θεός, μαζί με τον Άγγελο του θανάτου παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στη φτωχή αυτή οικογένεια. Μια μέρα λέει ο Θεός στον Άγγελο: Θέλω να πας και να φέρεις την ψυχή της μάνας. Όταν κατέβηκε ο Άγγελος για να πάρει την ψυχή της δίστασε, βλέποντας γύρω από το κρεβάτι τα δύο μικρά παιδιά της να κλαίνε και να παρακαλάνε να την αφήσει να ζήσει. Τότε ως αντάλλαγμα η γιαγιά του είπε ότι θα έδινε τη δική της ζωή. Ο Άγγελος δέχτηκε και έτσι κι έγινε. Όταν πήγε στο Θεό την ψυχή της γιαγιάς, εκείνος θύμωσε και ζήτησε από τον Άγγελο να πάει πίσω την ψυχή της γιαγιάς και να φέρει της μάνας. Ο Άγγελος εκτέλεσε την εντολή του Θεού και αυτός για να τον τιμωρήσει που από την αρχή δεν υπάκουσε στην εντολή του τον έστειλε εξόριστο να ζει σ’ ένα βράχο έξω από τη μεγάλη πολιτεία. Τα χρόνια πέρασαν και μια μέρα περνώντας μπροστά από το βράχο δύο μεγάλες άμαξες, που τις έσερναν πανέμορφα άλογα, ο Άγγελος είδε ότι μέσα ήταν δύο άντρες. Τότε από περιέργεια ρώτησε έναν περαστικό ποιοι είναι; Ο ένας είναι ο άρχοντας της πόλης και ο άλλος ο δίκαιος δικαστής της. Ο Άγγελος σάστισε. Στους δύο αυτούς άντρες αναγνώρισε τα πρόσωπα των δύο μικρών αγοριών που είχαν μείνει ορφανά εξαιτίας του. Έτσι, έτρεξε κατευθείαν στο Θεό και του διηγήθηκε όλα όσα είχε δει. Εκείνος του είπε με παρρησία ότι αφού είχε δει την εξέλιξη των δύο ορφανών αγοριών, η ποινή του πια είχε λήξει.
Η Χρύσα κράτησε την υπόσχεσή της και μετά από χρόνια μπόρεσε να διηγηθεί στους ανθρώπους αυτή την τόσο παλιά, βγαλμένη από τη θυμοσοφία του λαού, βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Μία ιστορία που τη διηγήθηκε η Ελευθερία, μια τόσο σκληρή και ανεξάρτητη γυναίκα, η οποία είχε την ατυχία να γεννηθεί σε λάθος εποχή.