του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο Τζόναθαν κοίταζε ανυπόμονα το ρολόι του, καθώς είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Πίσω του δύο γιγαντόσωμοι μελαψοί άντρες μετέφεραν βιαστικά στις στιβαρές πλάτες τους ένα παράξενο πέτρινο άγαλμα, το οποίο είχανε αφαιρέσει μ’ εντολή του από έναν αρχαίο ναό, που ήταν φτιαγμένος από τεράστιους άμορφους γκρίζους ογκόλιθους. Στους κατοίκους της γύρω περιοχής υπήρχε από παλιά ο θρύλος πως στον Θεό αρέσει να παίζει κρυφτό. Γι’ αυτό και το πρόσωπό του ειδώλου ήτανε λείο, χωρίς κάποια συγκεκριμένη μορφή. Παρόλα αυτά πίστευαν πως αποκαλύπτονταν μόνο σε όσους κατάφερναν να επιστρέψουν στον πραγματικό εαυτό τους.
Ο νεαρός άντρας αν και δεν καταλάβαινε τα αινιγματικά λόγια των ιθαγενών, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το τι άραγε να σημαίνουν. Εκείνο που κυρίως τον απασχολούσε ήταν να βγει γρήγορα απ’ όλο αυτό τον λαβύρινθο. Μαζί με την ομάδα του εδώ και μέρες διέσχιζαν τον Αμαζόνιο προς τα δυτικά και καθώς η βλάστηση ήταν πυκνότερη, οι κίνδυνοι γύρω τους ολοένα και αυξανόταν. Ωστόσο χωρίς να το περιμένουν βρέθηκαν για πολλοστή φορά μπροστά στο ίδιο ξέφωτο, με τον πανομοιότυπο πέτρινο ναό να δεσπόζει στην πλαγιά του λόφου. Αυτός ο τόπος, μονολόγησε, είναι ένας κύκλος από τον οποίο δεν μπορεί να βγει κανείς. Είναι ένας σπειροειδής κόσμος επαναλαμβανόμενων αντιθέσεων ανάμεσα στη ζέστη και την υγρασία, το φως και το σκοτάδι, τα πυκνά εντυπωσιακά φυτά με τα παράξενα φύλλα, αλλά και τους ελάχιστους λόφους, από τους οποίους αναδύονται ξανά και ξανά αρχαία μνημεία, που είναι αφιερωμένα σε πρωτόγονους και σκοτεινούς θεούς. Εντούτοις η προσωρινή αραίωση της βλάστησης του δημιουργούσε κάθε φορά ένα αίσθημα πρωτόγνωρης λύτρωσης. Ίσως, σκέφτηκε, αυτό το συνεχές παιχνίδι κάτι ήθελε να τους πει ή τελικά τούς οδηγούσε σε μία άλλη διάσταση που δεν είχαν καταφέρει ακόμα να ξεκλειδώσουν, πυκνότερη απ’ αυτή στην οποία ήδη βρισκόταν. Όπως η αφύπνιση μετά απ’ τον ύπνο. Ναι ακριβώς σίγουρα αυτό θα ήταν. Ξαφνικά πριν τελειώσει τη σκέψη του ένιωσε να πέφτει από ψηλά και μ’ ένα δυνατό τράνταγμα ξαναβρέθηκε στο κρεβάτι του δωματίου του.
Ο Τζόναθαν δούλευε σε μία μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία. Εδώ και λίγο καιρό όμως, λόγω της κατάθλιψης από την οποία υπέφερε, ξεκίνησε να δοκιμάζει κρυφά κάποιες πολύ επικίνδυνες, όπως ψιθυριζόταν ανάμεσα στους εργαζόμενους, πειραματικές ψυχοτρόπες ουσίες. Δεν γνώριζε βέβαια για ποιο λόγο είχαν απαγορευτεί. Όμως με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να ξεφεύγει από τη μελαγχολία που τον βασάνιζε, καθώς βίωνε παράξενες και περίεργες περιπέτειες. Ωστόσο αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά απ’ ότι περίμενε. Το είδωλο που είχε αφαιρέσει με τη βοήθεια των δύο μεγαλόσωμων μελαψών αντρών από τον αρχαίο ναό βρισκόταν ολοζώντανο απέναντι του και τον κοιτούσε κατάματα, ενώ η μορφή που είχε πάρει ήταν ολόιδια με τη δική του. Μόνο που ήταν πιο λαμπερή και γαλήνια. Ο Θεός στο πρόσωπο αυτού του αγάλματος καθρέφτιζε τον καλά κρυμμένο ανώτερο εαυτό του, απαλλαγμένο από κάθε ψευδαίσθηση κι επιθυμία. Τώρα λοιπόν καταλάβαινε τα λόγια των ινδιάνων της περιοχής, αλλά και τον λόγο για τον οποίο είχανε απαγορεύσει τη χρήση του συγκεκριμένου φαρμάκου. Η ουσία αυτή αποκάλυπτε το κρυφό παιχνίδι του Θεού με τον κόσμο. Ο άνθρωπος δεν ήταν απλώς δημιούργημα τού Υπέρτατου Όντος, αλλά η εκδηλωμένη μυστική του ταυτότητα.