της Γιώτας Αγαπητού
«Μια φορά κι έναν καιρό…». Έτσι αρχίζουν τα περισσότερα παιδικά παραμύθια και τελειώνουν με το «έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα». Φράσεις που υποσυνείδητα γίνονται σύντροφοι στην ενήλικη πορεία της ζωής των ανθρώπων, ελπίζοντας πως και οι δικές τους ιστορίες που θα ακολουθήσουν θα έχουν ευτυχισμένο τέλος. Υπάρχουν δυστυχώς όμως και κάποια παραμύθια γεμάτα με κακούς δράκους και αιμοβόρες μάγισσες, που ταλαιπωρούν τους ήρωες της καθημερινότητας.
Σε μία μεγάλη πόλη της Κεντρικής Ελλάδας ζει η Ελπίδα. Ένα μικρό κορίτσι που φοιτά στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Οι γονείς της, αν και είναι παντρεμένοι εδώ και αρκετά χρόνια, άργησαν ν’ αποκτήσουν παιδί. Έτσι, λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν, αποφάσισαν τελικά κάποια στιγμή, μετά από τρία χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών, να καταφύγουν στη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Μία διαδικασία ψυχοφθόρα, αλλά και δαπανηρή. Ωστόσο, το ζευγάρι είχε αποφασίσει με οποιοδήποτε κόστος να τα καταφέρει.
Στην Ελλάδα μέχρι και πριν λίγες μέρες από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου η κυβέρνηση υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον για τους πολίτες της. Οι τράπεζες μοίραζαν απλόχερα, με το αζημίωτο φυσικά, δάνεια κάθε είδους. Ο Κωνσταντίνος και η Ελένη γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, όπου και οι δύο έτυχε να σπουδάζουν Πολιτικές Επιστήμες. Μετά την αποφοίτησή τους αποφάσισαν να μην ασχοληθούν επαγγελματικά με το αντικείμενο των σπουδών τους, αλλά να πραγματοποιήσουν το παιδικό όνειρο του Κωνσταντίνου. Το ζευγάρι είχε καταφέρει ν’ ανοίξει τη δική του μικρή επιχείρηση βιολογικών προϊόντων. Στην αρχή ξεκίνησαν δειλά, παίρνοντας το πρώτο τους μικρό δάνειο, ενώ στην πορεία του χρόνου ακολούθησαν άλλα δύο μεγαλύτερα. Χρήματα δανεικά, που πήγαιναν όλα σχεδόν στην επιχείρηση, η οποία γρήγορα είχε αρχίσει ν’ ανοίγει τα φτερά της στο εξωτερικό, προδιαγράφοντας ένα λαμπρό μέλλον. Ένα χρόνο πριν το πρώτο μνημόνιο είχαν καταφέρει ν’ απασχολούν πέντε υπαλλήλους, ενώ στο χώρο τους απέκτησαν τη φήμη των σοβαρών επιχειρηματιών.
Δύο χιλιάδες δέκα και η Ελλάδα μπαίνει στη σκληρή εποχή των μνημονίων. Το ζευγάρι μετά από μία ακόμα εξωσωματική προσπάθεια περιμένει τ’ αποτελέσματα. Αν και τώρα πια έχουν πάψει πλέον να ελπίζουν. Όσο κι αν προσπαθούν να είναι αισιόδοξοι όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω τους δεν τους το επιτρέπουν. Οι δόσεις των δανείων τρέχουν και τα έσοδα τους είναι ελάχιστα, καθώς μοιράζονται στη στήριξη της επιχείρησης, αλλά και στην προσπάθεια απόκτησης ενός παιδιού.
Η Ελένη στην τέταρτη προσπάθεια επιτέλους καταφέρνει να μείνει έγκυος. Η κόρη της θα γεννηθεί το Μάιο του 2011 και θα της δώσουν τ’ όνομα Ελπίδα, με την ευχή να πάνε όλα καλά. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, η Ελλάδα θα βρεθεί σ’ έναν κυκεώνα δυσάρεστων οικονομικών εξελίξεων που θα διαρκέσει πάνω από δώδεκα χρόνια και μ’ ένα αυξανόμενο χρέος που δε θα μπορεί πια να αποπληρωθεί. Όλα αυτά εξαιτίας των αποτυχημένων επιλογών των εκάστοτε κυβερνήσεων. Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας σιγά σιγά θα οδηγηθεί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Επιχειρήσεις θ’ αναγκαστούν να κλείσουν και χιλιάδες εργαζόμενοι όλων των ηλικιών και κάθε μορφωτικού επιπέδου θα οδηγηθούν στην ανεργία. Πολλοί νέοι θα φύγουν στο εξωτερικό, ενώ άλλοι θ’ αναζητήσουν ένα μεροκάματο πείνας, ίσα ίσα για να ξεγελάσουν τη φτώχεια τους. Όσο κι αν προσπαθούσαν ο Κωνσταντίνος με την Ελένη όλα αυτά τα χρόνια να κρατήσουν με νύχια και με δόντια την επιχείρησή τους τελικά λόγω των παρατεταμένων λοκντάουν, εξαιτίας της πανδημίας, στις αρχές του 2021 θ’ αναγκαστούν να την κλείσουν. Ωστόσο, κατάφεραν τουλάχιστον ν’ αποπληρώσουν τα δάνεια τους.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον οικονομικής δυσπραγίας και ανασφάλειας μεγάλωνε η μικρή τους κόρη, η Ελπίδα. Κάθε βράδυ για να μπορέσει να κοιμηθεί, η μαμά της διάβαζε παραμύθια με πρίγκιπες, πριγκίπισσες, κακές μάγισσες και δράκους, που με τις φλόγες που έβγαζαν από το στόμα τους σκορπούσαν το φόβο. Στην καθημερινότητά του το ζευγάρι προσπαθούσε να μη στερήσει τίποτα από το παιδί τους. Για το λόγο αυτό είχαν περιορίσει κατά πολύ τα δικά τους έξοδα. Ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή ίσως να καλυτέρευαν τα πράγματα κι αν όλα πήγαιναν καλά να ξαναέστηναν από την αρχή την επιχείρησή τους. Η Ελπίδα μεγαλώνοντας άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι για κάποιο λόγο οι γονείς της δεν ήταν ευτυχισμένοι. Πολλές φορές είχε κρυφακούσει τη μαμά της να κλαίει στο μπάνιο, ενώ τον μπαμπά της να λέει ότι η αιτία που έφτασαν σε αυτή την κατάσταση ήταν οι αποτυχημένοι πολιτικοί που κυβερνούσαν τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Με τον καιρό στο παιδικό μυαλό της Ελπίδας τη θέση της κακιάς μάγισσας και του φοβερού δράκου είχαν πάρει όλοι οι πολιτικοί. Όταν τύχαινε να τους δει κάπου τα πρόσωπά τους μεταμορφώνονταν στο παιδικό μυαλό της σε μισητά τέρατα που θέλανε να βλάψουν τους γονείς της. Τις σκέψεις αυτές δεν τις είχε εκμυστηρευτεί σε κανέναν, ούτε καν στην κολλητή της από το νηπιαγωγείο και στη συνέχεια στο δημοτικό, την Αγάπη. Ένα παιδί που προέρχονταν και κείνο από μία μικροαστική οικογένεια, μιας και οι γονείς της ήταν και οι δύο κάποτε καλοπληρωμένοι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Τα δύο κορίτσια από την πρώτη στιγμή τα ένωσε η αχαλίνωτη φαντασία τους και η αγάπη που είχαν για τα παραμύθια. Οι ζωγραφιές τους αντικατόπτριζαν μέσα από χρώματα και σχήματα όλα όσα βίωναν στα σπίτια τους. Η Ελπίδα ζωγράφιζε τους γονείς της σαν καλούς και θαρραλέους ήρωες που βγαίνουν πάντα νικητές. Άλλωστε κάθε μέρα αυτό ευχόταν για κείνους.
Μετά το κλείσιμο της επιχείρησης ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να κάνει δύο και τρεις δουλειές του ποδαριού, ενώ η Ελένη πήγαινε όπου υπήρχε μεροκάματο. Η σχετικά άνετη ζωή που έκαναν κάποτε είχε δώσει πια τη θέση της στην καθημερινή επιβίωση. Τώρα πια πέρα από τα βασικά έξοδα οι υπόλοιπες δευτερεύουσες ανάγκες τους είχαν περιοριστεί. Η Ελπίδα μέσα από τα παιδικά της μάτια, βλέποντας όλα αυτά που συνέβαιναν, στεναχωριόταν πολύ για τους γονείς της, που υπεραγαπούσε. Έτσι, είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να βρει έναν τρόπο ώστε να μην τους επιβαρύνει με τα δικά της έξοδα. Στεναχωριόταν που έβλεπε τη μαμά της να μην είναι πια εκείνη η καλοντυμένη και περιποιημένη γυναίκα που κάποτε θυμόταν. Τα ρούχα της ήταν αποφόρια προηγούμενων χρόνων που εξέπεμπαν έντονη θλίψη, ενώ ο πατέρας της, αν και κόντευε τα σαράντα, έμοιαζε με άντρα κατά πολύ μεγαλύτερο ηλικιακά. Το μικρό κορίτσι τούς είχε ακούσει κρυφά ένα βράδυ να μετράνε τα χρήματα που είχαν στο πορτοφόλι τους και να τα ξεχωρίζουν για τις ανάγκες τους. Γι’ αυτό, αν και λάτρευε τα βιβλία, δε δεχόταν πια, προφασιζόμενη διάφορες δικαιολογίες, να τις πάρουν κι άλλα. Πολλές φορές, όταν ήταν μόνη στο παιδικό δωμάτιό, τέντωνε με δύναμη τα ρούχα της ώστε να μη φαίνονται μικρά, γιατί ήξερε πως οι γονείς της θ’ αναγκάζονταν να της αγοράσουν καινούρια. Βασικό μέλημα της είχε γίνει να καταφέρνει να μην κάνει έξοδα. Έτσι, έκρυβε κάτω από το στρώμα του κρεβατιού τις βεβαιώσεις από το σχολείο, που έπρεπε να υπογράφουν όλοι οι γονείς, δίνοντας χρήματα προκειμένου τα παιδιά να πάρουν μέρος σε κάποια εκπαιδευτική εκδρομή. Εντύπωση είχε κάνει στη δασκάλα που έβλεπε την Ελπίδα ν’ απουσιάζει σχεδόν απ’ όλες τις δραστηριότητες της τάξης. Δεν είχε καταλάβει ότι η οικογένεια της είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Όταν κάποτε πήρε την απόφαση να μιλήσει στην Ελένη, την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Φοβόταν ότι θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Εξάλλου, η μικρή μαθήτρια δεν είχε ίχνη κακοποίησης ή παραμέλησης.
Η Ελλάδα λόγω των μνημονίων και στη συνέχεια της πανδημίας ζούσε δύσκολες στιγμές. Πολλά παιδιά βίωναν στα σπίτια τους τη φτώχεια, αλλά και τον υποσιτισμό, ενώ άλλα στερούνταν απαραίτητες εξωσχολικές δραστηριότητες που θα τους έδιναν από νωρίς τα εφόδια για ένα καλύτερο μέλλον. Η Ελπίδα στο μόνο άνθρωπο που αποφάσισε να μιλήσει για το τι πραγματικά συνέβαινε στην οικογένειά της ήταν η φίλη της, η Αγάπη. Την είχε εξορκίσει όμως να μην το πει σε κανέναν, γιατί δεν ήθελε να τη λυπούνται. Στους γονείς της προσπαθούσε να κρύψει το θυμό και τη στεναχώρια που ένιωθε. Υπήρχαν μέρες που όταν η μαμά της γύριζε από τις δουλειές του ποδαριού τις οποίες έκανε από ανάγκη για να βγάλει με πολλή κούραση λίγα χρήματα, η Ελπίδα, καθώς την έπαιρνε αγκαλιά, φιλούσε τα κουρασμένα της χέρια μ’ ευλάβεια. Γιατί για κείνη ήταν ιερότερα από τα χέρια όλων των αγίων. Όσο περνούσε ο καιρός τους πολιτικούς τους ζωγράφιζε όλο και πιο μοχθηρούς, σαν κακούς ήρωες παραμυθιών που στο τέλος τους σκοτώνει ο καλός πρίγκιπας. Άλλωστε, η έντονη φαντασία της τη βοηθούσε να δραπετεύει από τη σκληρή καθημερινότητα που βίωναν οι δικοί της, αλλά και κείνοι έκαναν τα πάντα για να μην καταλάβει το παιδί τους τις οικονομικές τους δυσκολίες. Η μαμά της μέσα από τις ιστορίες που της διάβαζε προσπαθούσε να την καθησυχάσει, λέγοντάς της πως στο τέλος οι καλοί νικάνε πάντα τους κακούς και η τιμωρία τους είναι να καούν ζωντανοί στις ίδιες τις φλόγες τους. Τα λόγια αυτά το μικρό κορίτσι δεν τα πίστευε πραγματικά, της δίνανε όμως κουράγιο. Εξάλλου έβλεπε γύρω της κι άλλους ανθρώπους σαν τους γονείς της με σκυμμένα και θλιμμένα πρόσωπα. Παρόλα αυτά θύμωνε που κανένας στην πραγματικότητα δεν αντιδρούσε κι άφηνε τις κακές μάγισσες με τους δράκους να βασανίζουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό κι ευχόταν κάποτε οι καλοί ήρωες των παραμυθιών να ζωντανέψουν και να νικήσουν τους κακούς, φέρνοντας τη δικαιοσύνη στην κοινωνία. Έτσι, μεγαλώνοντας η Ελπίδα, πίστευε ότι ίσως κάποια μέρα θα κατάφερνε να ξαναπάρει πίσω το παιδικό της όνειρο που κάποιοι της το κλέψανε με βίαιο τρόπο και το δικό της παραμύθι θα τελείωνε με τη φράση «έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα».