Το διαμέρισμα της οδού West Street and North. Στη Δυτική πλευρά του Μανχάταν

της Γιώτας Αγαπητού

West Street and North στο Μανχάταν.

Η κίνηση στη λεωφόρο και στους γύρω δρόμους όπως πάντα είναι μεγάλη. Τα λεωφορεία περνούν βιαστικά γεμάτα με κόσμο που βιάζεται να ξεχυθεί σε όλες τις πλευρές τις πόλης για να πάει στις δουλειές του. Η ώρα κοντεύει σχεδόν δέκα και ο θόρυβος από το πολύβουο πλήθος είναι τόσο δυνατός που αγγίζει σχεδόν τα πάνω διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Οι χειμωνιάτικες ακτίνες του ήλιου εισβάλουν σαν κλέφτες από τα παράθυρα, προσπαθώντας να ζεστάνουν τα μικρά δωμάτια. Όμως το κρύο έξω είναι πολύ τσουχτερό και το χιόνι που είχε πέσει τις προηγούμενες μέρες τώρα πια έχει παγώσει στις άκρες των δρόμων.

Η Μαρουσώ Γιαμαλάκη κουρασμένη από την ένταση και τη συγκινησιακή φόρτιση των προηγούμενων ημερών, εξαιτίας του πολυήμερου ταξιδιού της και των γεγονότων που έζησε, δεν έχει διάθεση να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κουκουλωμένη μέχρι το λαιμό με τα βαριά κλινοσκεπάσματα υπό το φως της ημέρας κοιτάζει και πάλι τους τείχους του δωματίου. Παντού φωτογραφίες από μία χώρα που είναι άγνωστη για κείνη. Τα τοπία καταπράσινα, με ποτάμια και κάστρα, της θυμίζουν μέρη που ζουν νεράιδες παρέα με ξωτικά τα οποία έχουν ξεπηδήσει από μεσαιωνικά παραμύθια. Στο μικρό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο στέκονται δυο – τρεις φωτογραφίες ανθρώπων, οι οποίες μοιάζουν πολύ φυσιογνωμικά με τον Ardal. Αυτές η Μαρουσώ δεν τις είχε προσέξει, μιας και το προηγούμενο βράδυ η κούραση και το κρύο που ένιωθε δεν της το επέτρεψαν. Άλλωστε, μέσα στο μισοσκόταδο τα μάτια όση προσπάθεια κι αν καταβάλουν στο τέλος ελάχιστα πράγματα θα μπορέσουν να δουν.

Επιτέλους η νεαρή γυναίκα αποφασίζει να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κοιτάζει από κοντά τις φωτογραφίες. Η μία έχει αποτυπωμένη ένα μεσήλικο ζευγάρι, που φαίνεται αρκετά γερασμένο και κουρασμένο σε σχέση με την πραγματική του ηλικία.  Από τα ρούχα που φοράνε φαίνεται ότι η φτώχια είναι συνοδοιπόρος στη ζωή τους. Όσο κι αν χαμογελούν, τα μάτια τους εκπέμπουν μία έντονη θλίψη. Η Μαρουσώ με τις άκρες των δαχτύλων της αγγίζει ευλαβικά τα χάρτινα πρόσωπά τους. Για μία ακόμη φορά φέρνει στο νου της τους δικούς της. Θυμάται πως πάνω στο μεγάλο βαρύ ξύλινο έπιπλο του σαλονιού στο πατρικό της σπίτι, στην Κάλυμνο, υπάρχει μία αντίστοιχη φωτογραφία των δικών της γονιών. Ο κύρης της ντυμένος με τα καλά του στέκεται περήφανος δίπλα στη γυναίκα του που φοράει ένα μπλε φόρεμα με μεγάλα κίτρινα λουλούδια. Οι δυο τους έδειχναν τόσο χαρούμενοι και τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία. Η Μαρουσώ ακουμπάει με προσοχή την κορνίζα και πάλι πάνω στο τραπέζι, πιο δίπλα δύο ακόμα εικονίζουν τ’ αδέρφια του Ardal, που όπως και κείνος έχουν όμορφα κόκκινα μαλλιά, αλλά και κάποιες φακίδες στο πρόσωπο που δεν τις έχει αγγίξει ακόμα ο χρόνος και οι κακουχίες της ζωής. Καθώς τις κοιτάζει νιώθει έντονα συγκινημένη, θέλοντας πολύ αν μπορούσε κάποια στιγμή να τους γνωρίσει από κοντά. Να ταξιδέψει  στην Ιρλανδία. Τη χώρα που θεωρεί πατρίδα του ονείρου και των ξωτικών,  έχοντας στο πλευρό της τον άντρα για τον οποίο διέσχισε ολόκληρο τον Ατλαντικό.

Στο μικρό διαμέρισμα της οδού West street and North στο Μανχάταν επικρατεί απόλυτη ησυχία, ενώ η δυνατή μυρωδιά του ζεστού καφέ που αναδύεται, υποδέχεται την Μαρουσώ στην κουζίνα σαν άλλη οικοδέσποινα. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα μικρό χειρόγραφο σημείωμα βιαστικά γραμμένο από τον αδερφό της, το Νώντα Γιαμαλάκη.

«Καλημέρα αδερφούλα μου, ελπίζω να κοιμήθηκες καλά. Εγώ με τον Ardal θα είμαστε στο μαγαζί μέχρι αργά το απόγευμα. Θα σε παρακαλούσα,  επειδή δεν γνωρίζεις την πόλη, να μη βγεις έξω, αλλά και να μην ανοίξεις σε κανέναν την πόρτα. Υ.Γ. Στα ντουλάπια υπάρχουν τρόφιμα που έχω αγοράσει με τα οποία θα μπορούσες να φτιάξεις κάτι για να φας. Σ’ αγαπώ πολύ! Πολλά φιλιά από τον Ardal».

Η Μαρουσώ γεμίζει μία κούπα από το ζεστό καφέ που είναι πάνω στο μάτι της κουζίνας, θέλοντας να τον δοκιμάσει. Καθώς πίνει την πρώτη γουλιά νιώθει την ένταση της γεύσης του να την ξυπνάει για τα καλά. Η σκέψη της όμως και πάλι ταξιδεύει μακριά στο νησί της. Φέρνει στο νου της τον πατέρα και τη μάνα της που κάθε πρωί είχαν τη συνήθεια να πίνουν μαζί τον πρώτο καφέ της ημέρας από το μικρό φλιτζάνι με το πιατάκι που το συνόδευε. Θυμάται ότι τις ελάχιστες φορές που δοκίμασε κρυφά από κείνον τον καφέ που πίναν οι γονείς της δεν της άρεσε καθόλου. Της φαινόταν στυφός. Ενώ η κάθε του γουλιά που άγγιζε τον ουρανίσκο της τής έφερνε μελαγχολία και το άρωμα που ανέδυε της θύμιζε έντονα τις χώρες της ανατολής και τον καταπιεστικό τρόπο ζωής των γυναικών. Κρατώντας την κούπα στα χέρια της κατευθύνθηκε προς το κλειστό παράθυρο με τις τραβηγμένες κουρτίνες. Με μία απότομη κίνηση τις άνοιξε διάπλατα, αφήνοντας τον παγωμένο αέρα να εισβάλει μέσα. Έξω στο δρόμο άνθρωποι κι αυτοκίνητα συνεχίζουν να τρέχουν βιαστικά, θέλοντας έτσι να προλάβουν το χρόνο που κυλάει αδυσώπητα. Κοιτάζει τους ανθρώπους εκείνους που είναι ντυμένοι με ρούχα κομψά, σύμφωνα με τις τελευταίες επιταγές της μόδας. Ανάμεσά τους όμως υπάρχουν και πολλοί άλλοι που είναι ντυμένοι με ρούχα που προδίδουν άθελά τους ότι είναι μετανάστες στη Νέα Υόρκη, που ήρθαν, όπως ο αδερφός της και ο Ardal, θέλοντας να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον, αλλά προς το παρόν κυνηγούν το μεροκάματο.

Η Μαρουσώ εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι πολύ θα ήθελε να γνωρίζει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και τις ενδυματολογικές παραδόσεις των χωρών τους για να μπορεί να καταλαβαίνει από ποιο σημείο του ορίζοντα έχουν έρθει. Κάποιοι απ’ αυτούς σέρνουν μεγάλα καρότσια που πάνω τους φέρουν κάθε λογής εμπορεύματα. Οι γυναίκες που περνούν από δίπλα τους στέκονται για λίγο βιαστικά, ορισμένες απ’ αυτές ψωνίζουν, ενώ άλλες αφού ρίξουν μια ματιά συνεχίζουν το δρόμο τους. Η πόλη έστω κι από το παράθυρο φαίνεται τόσο μεγάλη που τα μάτια δεν μπορούν να φυλακίσουν ολόκληρη την εικόνα της σ’ ένα βλέμμα. Η Μαρουσώ προσπαθεί μέσα απ’ αυτή την πολύβουη Βαβέλ των διαλέκτων που ακούγονται από το δρόμο ν’ αναγνωρίσει τη γλώσσα της. Κάτι έστω που να της θυμίζει την πατρίδα της. Μία πατρίδα που όσο θα περνάει ο καιρός νιώθει ότι θα γίνεται ολοένα και πιο μακρινή ανάμνηση. Τα μάτια της δεν προλαβαίνουν να συλλέξουν όλες αυτές τις πρωτόγνωρες εικόνες που εναλλάσσονται συνεχώς μπροστά της. Μένει έκπληκτη, τόσο από τη ζωή στην πόλη όσο κι από τα μικρά αγόρια που κρατούν στα χέρια τους τεράστιες στοίβες εφημερίδων και τις πουλάνε στους περαστικούς διαβάτες που θέλουν να ενημερωθούν.

Ο κύρης της στέκεται σε μία γωνιά του μυαλού της, ενώ διαβάζει την εφημερίδα του καθισμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα και αργότερα τον θυμάται να παίρνει το δρόμο για τον καφενέ. Εκεί, όπου θα σχολιάσει τις πολιτικές εξελίξεις με τους άντρες που θα συναντήσει. Κουβέντες που πάντα κατέληγαν σε καβγά. Όποτε όμως τύχαινε η μάνα της να τον ρωτήσει για ένα πολιτικό θέμα, εκείνος απότομα της απαντούσε ότι αυτές είναι αντρικές υποθέσεις και αυτή καλά θα κάνει να ασχολείται μόνο με το νοικοκυριό της. Λέξεις που πλήγωναν βαθιά τη Μαρουσώ όταν τις άκουγε. Γιατί συνειδητοποιούσε πόσο συντηρητικός ήταν ο τρόπος σκέψης του πατέρα της για το ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια. Ευτυχώς όμως τώρα ένιωθε απελευθερωμένη, μιας και κατάφερε να πετάξει μακριά από ένα τόσο καταπιεστικό περιβάλλον. Αισθανόταν χαρούμενη που θα ζούσε σε μία πόλη που όπως πίστευε προσφέρει σχεδόν τις ίδιες ευκαιρίες και στα δύο φύλα.

Άξαφνα, συνειδητοποιεί ότι εδώ και ώρα το κρύο έχει μουδιάσει ολόκληρο το κορμί της. Το νυχτικό της, μαζί με το σάλι που καλύπτει τους ώμους της, δεν μπορούν να την προστατεύσουν από τον ψυχρό αέρα που έχει καταλάβει όλη την πόλη. Κλείνει βιαστικά το παράθυρο και κάθεται για λίγο και πάλι στο παλιό μικρό τραπέζι της κουζίνας. Για μία ακόμα φορά αφήνει το βλέμμα της να περιπλανηθεί μέσα στον χώρο, που είναι τόσο μικρός και με την πρώτη ματιά φαντάζει στενάχωρος. Μέσα του όμως φιλοξενεί τα όνειρα των ανθρώπων που άφησαν πίσω τους τη γενέθλια γη, αναζητώντας όσα εκείνη δεν μπόρεσε να τους προσφέρει. Το στομάχι της αρχίζει πια να γουργουρίζει από την πείνα. Συνειδητοποιεί ότι έχει να βάλει κάτι στο στόμα της από την προηγούμενη μέρα που περίμενε τον αδερφό της μαζί με τον Ardal για ώρες στον σιδηροδρομικό σταθμό, ξεγελώντας την πείνα της με τα λιγοστά εναπομείναντα τριμμένα ψίχουλα που είχαν ξεμείνει στην τσέπη της από το ψωμί που είχε ζυμώσει η μάνα της για να το πάρει μαζί της στο ταξίδι της για την Αμερική. Σκέφτεται να ψάξει στα ντουλάπια, όπως της συνέστησε ο Νώντας. Πολύ θα ήθελε όταν οι δύο άντρες γυρίσουν αργά το απόγευμα από τη δουλειά να βρούνε μαγειρεμένο σπιτικό φαγητό στο τραπέζι. Θέλει τόσο πολύ να γοητεύσει το νεαρό Ιρλανδό που έχει κλέψει την καρδιά της και η εικόνα του κάνει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Αν και στη ζωή της δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει μία απλή νοικοκυρά υποταγμένη στον άντρα της. Πάντα ήθελε ο άνθρωπος που θα επέλεγε για σύντροφο της ζωή της να είναι μαζί της για τις ευαισθησίες, την προσωπικότητα και το δυναμικό χαρακτήρα της και όχι για τη νοικοκυροσύνη της. Αυτή τη στιγμή όμως σκέφτεται πόσο καλό θα έκανε στους δύο άντρες ένα πιάτο σπιτικό φαγητό που τόσα είχαν χρόνια να φάνε.

Ωστόσο, η προσοχή της από την προετοιμασία του μαγειρέματος  αποσπάται από τις φωνές που ακούγονται στο διπλανό διαμέρισμα. Κλάματα ανακατεμένα με λυγμούς και λέξεις σε μία γλώσσα που της είναι οικεία, τα Ιταλικά. Εξάλλου, στο νησί της, στην Κάλυμνο, υπήρχαν πολλοί Ιταλοί λόγω της κατοχής των Δωδεκανήσων από εκείνους. Με το ζόρι συγκρατεί τον εαυτό της για να μην ανοίξει την πόρτα. Φέρνει στο μυαλό της το σημείωμα του Νώντα, που τη συμβούλεψε να μην ανοίξει σε κανέναν. Παρόλα αυτά, όσο περνάει ο χρόνος οι φωνές που ακούγονται από έξω γίνονται όλο και πιο έντονες, ενώ τώρα πια το κλάμα ενός παιδιού κάνει αισθητή την παρουσία του. Χωρίς άλλη σκέψη ανοίγει ελάχιστα την πόρτα, τόσο ώστε να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία της. Έξω στο διάδρομο μπροστά από το απέναντι διαμέρισμα βλέπει έναν άντρα και μία γυναίκα να μαλώνουν έντονα. Εκείνη κλαίει και ουρλιάζει σαν υστερική, ενώ από τα φουστάνια της κρέμεται ένα μικρό φοβισμένο παιδί με τις μύξες να τρέχουν από τη μύτη του. Κοιτάζοντας έντρομο το μωρό να δαγκώνει το στήθος της μάνας του την ώρα που εκείνη μαλώνει με τον πατέρα του, που τα χέρια του είναι γεμάτα από αμυχές από τα νύχια της, η Μαρουσώ προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή από την οικογένεια. Το ζευγάρι αυτό είναι η Σοφία και ο Φραντζέσκο. Οι Ιταλοί γείτονες του απέναντι διαμερίσματος της οδού West street and North στη Δυτική πλευρά του Μανχάταν…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπσόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του