Σέρνει βαριά τα βήματά του στη γκρίζα άσφαλτο, την πυρωμένη από τον δυνατό ήλιο του καλοκαιριού.
Νιώθει γέρος κι ας μην είναι ούτε καν πενήντα ετών.
Τα χρόνια που έζησε ως τώρα θυμίζουν καρφιά, τα οποία τρυπούν το μεσήλικο κορμί του και το ματώνουν.
Πολλές φορές χωρίς να το επιζητά έρχεται στο νου του ο νεκρός του πατέρας, που δεν άντεξε τούτο τον κόσμο κι αποφάσισε από νωρίς να ταξιδέψει σ’ έναν τόπο που ήλπιζε πως θα ήταν γεμάτος από φως κι ελπίδα, αδιαφορώντας γι’ όλους αυτούς που θ’ άφηνε πίσω του.
– Ίσως να ήταν και το καλύτερο για κείνον, μονολογεί ο μεσήλικας άντρας.
Θέλοντας έτσι ν’ αλαφρύνει το άχθος της μνήμης, που πλακώνει ακόμα τους αδύναμους ώμους του.
– Εξάλλου, σκέφτεται, δε θ’ άντεχε ν’ αντικρίζει να μαχαιρώνουν πισώπλατα αλλότριοι άρχοντες τη γη που τον γέννησε, μιας και οι πράξεις τους έφεραν στο χείλος της αβύσσου έναν λαό που εδώ και χρόνια έπαψε πια να νιώθει περήφανος.
Γιώτα Αγαπητού