του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Χειμωνιάτικη νύχτα. Μία ανδρική φιγούρα στο σπίτι, κάπου σ’ ένα ορεινό χωριό…
Μονόλογος:
Βρέχει μνήμες πάλι απόψε.
Της ομπρέλας μου η έλλειψη δεν συγκρατεί το θόρυβό τους, σαν το μυαλό μου πλημμυρίσουν.
Το έχω ξαναζήσει, γι’ αυτό αποφεύγω σε συννεφιές του παρελθόντος ν’ αφήνω να τριγυρνούν οι σκέψεις μου.
– Κοιτάζει τα καρφιά ψηλά, πάνω στους σχεδόν άδειους τοίχους και τα λιγοστά σκονισμένα έπιπλα.
Αυτά τα καρφιά πάνω στους άδειους τοίχους στέκουν σαν μοναχικά κομμένα δέντρα σ’ έρημο βουνό.
Χιλιομετρικοί πάσσαλοι να μετράνε το τραίνα της σιωπής, που περνάνε και φεύγουν.
Μετά από κάθε απώλεια οξειδώνονται, μεγαλώνουν, όπως μεγαλώνει και η σιωπή μέσα μας. Μ’ αφήνει τόσο θόρυβο πίσω της!
Κάποτε τα κάδρα και οι πίνακες κρεμόταν σαν καρποί επάνω τους.
Και τα λιγοστά έπιπλα που έχουν απομείνει δε φτάνουν για να σταθεί κάπου το βλέμμα μου, να ξεκουραστεί από τις ατελείωτες έρημες διαδρομές του.
Θέλω να κοιτάζω μακριά, έξω από αυτούς τους άθλιους τοίχους.
Φυλακίζουν το βλέμμα μου, ίσως κάποιες φορές και την ανάσα μου.
– Τραβάει τις κουρτίνες και μένει έτσι να κοιτάζει αδιάφορα έξω από το παράθυρο του δωματίου του. Μετά από κάποια ώρα, κανείς δε ξέρει πόσο, ο μονόλογος συνεχίζεται.
Το κρύο θάμπωσε τα τζάμια.
Με δυσκολία διακρίνω τις σταγόνες τις βροχής.
Πιο καλά τις ακούω απ’ όσο τις βλέπω.
Πέφτουν κι αυτές, κυλάνε και χάνονται όπως οι στιγμές μας.
Γίνονται ρυάκια που μεταμορφώνονται σε φουσκωμένο άγριο ποτάμι όταν τις δυνάμεις τους ενώσουν με ρυάκια άλλα και όλα μαζί γλιστράνε στην απύθμενη μνήμη του κόσμου.
Και γω;
Που είμαι εγώ;
Ποια δύναμη της τροχιάς μου την καμπύλωση κρατά και να ξεφύγω δεν μπορώ;
Ίσως δεν πρέπει έτσι να σκέφτομαι γιατί ώρες ώρες μου φέρνει θλίψη.
Μα ποιος ξέρει, ίσως μου φέρει και μελαγχολία. Γι’ αυτό καλό θα είναι έτσι να μη σκέφτομαι.
-Η ώρα τρεις τα μεσάνυχτα. Για κάποιες στιγμές μένει σιωπηλός και αμήχανος… πλησιάζοντας προς το παράθυρο…
Πώς ακούγεται η βροχή όταν το βάρος της ζυγίζουνε τα φύλλα!
Η μυρωδιά της γης όταν πέφτει η βροχή είναι τόσο ζωντανή και φρέσκια!
Δεν αντέχω το κρύο και έχει τόση ψύχρα εδώ μέσα…
Μα θ’ ανοίξω λίγο το παράθυρο.
– Τραβά ελάχιστα το παράθυρο και στέκεται μετέωρος ρουφώντας από το πλάι τη φρέσκια μυρωδιά της γης που διαπερνά τον αέρα.
Δεν μπορώ τη βροχή να κοιτάζω απόψε, όπως άλλοτε.
Γιατί της ζωής μου το μουντό πρωινό μέσα μου ξυπνάει. Αλλά σκεφτόμουνα πως …
Πως οι ψυχές μας ευτυχώς σώζονται πάντα μόνες, απ’ τον πόνο που οι μνήμες προκαλούνε.
Δεν ξέρω όμως, άλλο αν τις αντέχω.
Και της μάσκας η προσποίηση δεν πάει στη μορφή μου.
Και όλες αυτές οι υποσχέσεις από μεσάζοντες;
Από κατηχητές;
Φενάκη, νανουριστικά κηρύγματα μέσα στο σκοτάδι της ζωής μας.
Έμποροι ελπίδας όλοι τους.
Μα ο πόνος τόσο βαρύς στις δύσκολες στιγμές μας.
Αλλά, ξέρω καλά, οι ψυχές σκύλοι αδέσποτοι δεν είναι που ψάχνουν αφεντικά για να σωθούν.
Μα πυγολαμπίδες αυτόνομες που το σκοτάδι να στολίσουν θέλουν.
Λίγο στις πυγολαμπίδες αν μοιάζανε κάποτε οι ψυχές μας, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα!
Όχι, όχι! Μάλλον δεν πρέπει να επιτρέψω στα συναισθήματα μου να με παρασύρουν.
Γιατί άδειο δωμάτιο μέσα μου φοβάμαι να αντικρίσω.
Όμως τις μνήμες να κλέψει είναι δύσκολο ο χρόνος.
Και έτσι με κόπο αφού τις κέρδισα να τις χαρίσω δεν μπορώ.
Είτε καλές είτε κακές, πλέον αδιάφορο μου είναι.
Τα κερδισμένα με αίμα, το άδειο λιγοστεύουν.
– Ξανακλείνει αργά το παράθυρο, κοιτάζοντας λίγο προς τα έξω. Τα αστέρια και πάλι σε λίγο θα σβήσουν σαν κεριά, όπως τ’ ορίζει η μοίρα…