του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Στη εποχή μας η εμπορευματοποιημένη μαζική κουλτούρα, που προβάλλεται από τις κυρίαρχες ελίτ στα μέσα προπαγάνδας ως σύγχρονος διαφωτισμός, έχει βάλει τη σφραγίδα της σε όλες τις εκδηλώσεις του δημόσιου βίου. Η αβίαστη αφομοίωση κάθε νεοεμφανιζόμενης μόδας, εικόνας, σκέψης, γλώσσας και συμπεριφοράς, έχει οδηγήσει στη μίμηση προτύπων που το σύνολο της κοινωνίας αδυνατεί ν’ αμφισβητήσει ή να αναπροσδιορίσει. Ο Μαξ Χορκχάιμερ και ο Τέοντορ Αντόρνο στο έργο «Η βιομηχανία της κουλτούρας: Ο διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών» θα τονίσουν πως εκατομμύρια άνθρωποι συμμετέχουν ή είναι αναγκασμένοι να γίνονται δέκτες αυτής της ενιαίας προπαγάνδας, η οποία στηρίζεται στη βιομηχανία της προπαγανδιστικής μαζικής κουλτούρας, με σκοπό την αναπαραγωγή κατασκευασμένων προτύπων. Η δημοτικότητα των μέσων δεν έχει πια καμία σχέση με το ειδικό περιεχόμενο ή την αλήθεια των καλλιτεχνικών παραγωγών, αλλά με την αδίστακτη προσαρμογή του λαού που, κατά την άποψη της βιομηχανίας της διασκέδασης αρέσει στο λαό. Ενώ η αδιαφορία για επικοινωνία με το ακροατήριο χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους καλλιτέχνες. Έτσι, ο άνθρωπος κατέληξε να είναι μέσα στην ανθρωπότητα τόσο ξένος όσο η ανθρωπότητα μέσα στο άπειρο σύμπαν.
Σε ότι αφορά το Δυτικό πολιτισμό, από την εποχή του Μεσαίωνα έως τις μέρες μας, η κουλτούρα, οι προεκτάσεις της στον ιδιωτικό χώρο, αλλά και τα θεσμικά της όριά, καθορίζονται και ελέγχονται από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη, η οποία διαχωρίζοντας την κοινωνία από τον θεσμικό της ρόλο έχει ενσαρκώσει το κράτος για τον εαυτό της.
Ωστόσο, ως πού φτάνουν όμως τ’ ατομικά δικαιώματα και κάτω από ποια αξιολογική αρχή θα μπορούσαν να εκφραστούν με αναπτυγμένο το ατομικό και συλλογικό αίσθημα ευθύνης στο κοινωνικό σύνολο; Ο Τζων Ντιούι (1859 – 1952) ένας από τους προοδευτικότερους αμερικανούς φιλοσόφους, επηρεασμένος από τη Χεγκελιανή διαλεκτική, θεωρεί πως η ανάπτυξη του ατόμου περνά μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνίας και αντίστροφα. Στο Μεσαίωνα αλλά και στην Αναγέννηση η ενότητα της επικρατούσας αυθεντικής εικόνας και νοοτροπίας εξέφραζε κάθε φορά τη δομή της εξουσίας, η οποία αποτελούσε και την έκφραση της κυρίαρχης αισθητικής νομιμότητας, η οποία ωραιοποιούνταν κατά το δοκούν.
Σήμερα για παράδειγμα διάφορες διοργανώσεις των «Φεστιβάλ Υπερηφάνειας» έχουν στο πλευρό τους μία μεγάλη μερίδα των πολιτικών και των κομμάτων που εκπροσωπούν, με κεντρικό σύνθημα το αίτημα στην «Άνευ Όρων» ελευθερία λόγου και έκφρασης της προσωπικότητας, στη σωματική ακεραιότητα, στην εκπαίδευση, στο γάμο, στην οικογένεια, στην εργασία και στην ασφάλεια. Εντούτοις, από την άλλη, χιλιάδες υγειονομικοί, έχοντας απέναντί τους την πολιτική και θρησκευτική εξουσία, συνεχίζουν υπό το καθεστώς της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού να βρίσκονται χωρίς χρήματα και ασφάλιση σε αναστολή εργασίας εδώ και αρκετούς μήνες, ενώ παιδιά με ειδικές δεξιότητες έχουν αναγκαστεί να μείνουν εκτός των κέντρων δημιουργικής απασχόλησης, φέρνοντας εκείνα και τις οικογένειές τους σε απόγνωση, υποβιβάζοντάς τα σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Και όλα αυτά σε αντίθεση με την άρση όλων των μέτρων, την κατάργηση των πιστοποιητικών νόσησης και την εξακριβωμένη παραδοχή μετάδοσης του ιού από εμβολιασμένους. Γεγονός που δείχνει πως οι αρχικές «ανιδιοτελείς» προθέσεις της κυβέρνησης για τη δήθεν προστασία των ανεμβολίαστων υγειονομικών δεν ήσαν και τόσο αγνές.
Σε ότι αφορά όμως τα «Άνευ όρων» ατομικά δικαιώματα στα πλαίσια της κοινωνίας, εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο ένστικτο των ζώων και τις ανθρώπινες ενορμήσεις, στην οποία αναφέρεται ο Φρόυντ και αναλύει περαιτέρω ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε ομιλία του, η οποία δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1993 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Η συμβολή της ψυχανάλυσης στην κατανόηση της γέννησης της κοινωνίας».
Η ετερότητα μας λέει ο Καστοριάδης έγκειται στο γεγονός ότι στα ζώα ο παραστασιακός εκπρόσωπος της ενόρμησης, του ενστίκτου, είναι καθορισμένος, κανονικός και βιολογικά λειτουργικός. Παραδείγματος χάρη, για ένα σκύλο, ο παραστασιακός εκπρόσωπος του σεξουαλικού ενστίκτου, ο οποίος τον βάζει σε κίνηση, είναι η όψη και η οσμή μίας σκύλας και είναι πάντα αυτό. Το ίδιο ισχύει για την τροφή, για την κατοικία κλπ. Στην ανθρώπινη ψυχή όμως δεν έχουμε αυτή την αντιστοιχία. Διότι στην ανθρώπινη ψυχή έχουμε μία τερατώδη νεοπλασία, ένα καρκίνωμα, που είναι η ριζική φαντασία. Ο Καστοριάδης την ονομάζει καρκίνωμα διότι η ανάπτυξή της είναι ανεξέλεγκτη και δεν αντιστοιχεί σε καμία βιολογική λειτουργία. Αν πάρουμε για παράδειγμα το σεξουαλικό πεδίο, έχουμε τους λεγόμενους κανονικούς ανθρώπους, έχουμε όμως και τους ομοφυλόφιλους των δύο φύλων, έχουμε τους αμφιφυλόφιλους, τους φετιχιστές, τους σαδομαζοχιστές, τους ηδονοβλεψίες, τους επιδειξίες κλπ. Ακόμη και στους λεγόμενους κανονικούς ανθρώπους, αν εξετάσει κανείς βαθύτερα τις φαντασιώσεις που συνοδεύουν τη σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση θα δει ότι δεν έχουν καμία σχέση με την αναπαραγωγή. Έτσι, λοιπόν, τα ανθρώπινα όντα τα ορίζουμε από αυτή τη ριζική φαντασία, η οποία χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση της ηδονής των οργάνων με την μη αιτιακά προσδιορισμένη ροή των παραστάσεων, των επιθυμιών και των αισθημάτων. Συνεπώς οι άνθρωποι είναι ζώα τελείως ανίκανα να αφεθούν στον εαυτό τους όχι γιατί θα επεδίδοντο στην απεριόριστη ικανοποίηση των σεξουαλικών και άλλων ορμών τους, αλλά διότι θα έμεναν εγκλωβισμένοι σε μία αυτάρκη ψυχική μονάδα, η οποία είναι περιστασιακά κλεισμένη στον εαυτό της και η οποία αφήνεται στην απεριόριστη ηδονή που της δίνουν οι παραστάσεις. Αυτή η κατάσταση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απαιτήσεις επιβίωσης του ανθρώπινου όντος ως βιολογικού όντος.
Εξάλλου δεν ερχόμαστε στον κόσμο ως ξεχωριστά άτομα, αλλά γεννιόμαστε ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Αυτή την κοινωνικοποίηση, δηλαδή ανθρωποποίηση, έρχεται αρχικώς να την διεκπεραιώσει η κοινωνικοποιημένη μητέρα. Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρχει μία κοινωνία για να μπορέσουν αυτά τα ανίκανα και τρελά όντα να επιζήσουν και να ανθρωποποιηθούν, καθώς τίποτα μέσα στο ανθρώπινο ασυνείδητο δεν μπορεί να παραγάγει θεσμούς. Συνεπώς στο ερώτημα «από πού προέρχεται η κοινωνία;» μπορούμε ν’ απαντήσουμε μόνο με το ότι η κοινωνία είναι μία δημιουργία της ανώνυμης συλλογικότητας. Γιατί, λοιπόν, οι προσπάθειες του Φρόυντ να παραγάγει την κοινωνία από το ασυνείδητο αποτυγχάνουν; Διότι, μας λέει ο Καστοριάδης, προϋποθέτουν το θεσμό. Δηλαδή αν μιλούσαμε για μία κοινωνία σκύλων ή βοδιών κ.λπ., δε θα αντιμετωπίζαμε, ακόμη και στο σεξουαλικό, αυτό που παρατηρούμε στο ανθρώπινο όν, το ότι ακριβώς οι ενορμήσεις αυτές από τη μία μεριά είναι αλειτουργικές και από την άλλη είναι αχαλίνωτες και οιονεί ακόρεστες. Ωστόσο, υπάρχει κάτι το θεμελιώδες στην ανθρώπινη ψυχή που ανταποκρίνεται στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και το οποίο ξεφεύγει από τον Φρόυντ. Η ψυχή έχει ανάγκη νοήματος και η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας προσφέρει αυτό το νόημα, διαμορφώνοντας αρνητικά ή θετικά τον εύπλαστο ανθρώπινο ψυχισμό. Μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο βουδιστή, μουσουλμάνο, χριστιανό, μονογαμικό, πολυγαμικό κ.λπ., στρέφοντας πολλές φορές τον έναν ενάντια στον άλλο. Ένα πράγμα δεν μπορεί να κάνει, να μη δώσει νόημα. Και βλέπουμε άλλωστε στην κρίση της σημερινής κοινωνίας πως τα θεσμισμένα νοήματα ξεφτίζουν και οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να βρουν σημασία στην κοινωνική ή στην πολιτική ζωή.
Σήμερα οι ιδεολογίες της νεωτερικότητας προβάλουν την ελευθερία, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, με πλήρη ασάφεια, αποκομμένη από τη φυσική αναπαράσταση της μορφής. Έτσι, η Δυτική παρακμιακή κουλτούρα έφτασε να διαπραγματεύεται ανθρώπινα δικαιώματα που δεν εδράζονται στη φύση των πραγμάτων και δεν απορρέουν από τη φυσική τους ενέργεια και το φυσικό τους ρόλο. Ωστόσο, όπως ορθά αναφέρει ο συγγραφέας Βλάσης Ρασσιάς σε ομιλία του με θέμα «Ο κλασικισμός του 19ου αιώνα και η μετέπειτα ευθεία επίθεση στη μορφή» από τους αρχαϊκούς κούρους και τις μετεξελίξεις του μέχρι τα σχεδόν ζωντανά αγάλματα της ελληνιστικής εποχής ο άνθρωπος μιμήθηκε τη φύση, καταθέτοντας στο τραπέζι του ανθρώπινου πολιτισμού έργα που έκτοτε έγιναν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης, όσα βεβαίως κατάφεραν να γλυτώσουν από την καταστροφική μανία των φανατικών χριστιανών. Στον ελληνικό κόσμο και δη στις ελεύθερες αυτοθεσμιζόμενες ελληνικές πόλεις, η ιερή λέξη ελευθερία δεν σήμαινε να έχει ο καθένας το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, αλλά αντιθέτως την υποχρέωση σεβασμού και πιστής τήρησης των νόμων που έχουνε τεθεί από νομοθετικά σώματα ελευθέρων πολιτών μέσα σε ελεύθερες και αυτάρκεις πολιτείες. Για τον ελληνικό κόσμο η αυτοθέσμιση ισχύει και λειτουργεί στην ίδια τη φύση, η οποία θέτει και τηρεί τους αμέτρητους φυσικούς νόμους. Αυτούς τους νόμους οφείλει να τηρεί και να σέβεται ο ίδιος ο άνθρωπος πέρα από την οποιαδήποτε αντινομιακή ατομική εμμονή, ψύχωση ή τάση κοσμοδιορθωτισμού.
Εδώ όμως και πάλι ο Καστοριάδης θα συνοψίσει πως η λύση για την ψυχανάλυση απέναντι στην κατάσταση του υποκειμένου θα έπρεπε να είναι «ξέρω τι είναι οι επιθυμία μου, αλλά ύστερα από ώριμη σκέψη δεν θα την πραγματοποιήσω ή θα την πραγματοποιήσω». Αυτό σημαίνει ότι το ανθρώπινο ον κατά κάποιο τρόπο είναι ικανό να θέσει τους δικούς του νόμους συμπεριφοράς και σκέψης, χωρίς η αυτονομία του να γίνεται αυταπάτη, καθώς το ίδιο ορίζεται στα πλαίσια της κοινωνικής του διάστασης. Εντούτοις, παρά τις ρητορείες του σύγχρονου φιλελευθερισμού για τις ατομικές ελευθερίες, τις οποίες δήθεν εξασφαλίζει ο σύγχρονος καπιταλισμός, την ίδια στιγμή όλοι οι άνθρωποι πατάνε τα ίδια κουμπιά της τηλεόρασης. Το γεγονός βέβαια ότι το ανθρώπινο υποκείμενο μετέχει μέσα σε μία κοινωνία με τους δικούς της νόμους και κανόνες σημαίνει πως ο μόνος τρόπος αυτονομίας του είναι να συμμετάσχει με ίσους όρους στη θέσμισή τους και εδώ είναι που ο ύστατος σκοπός της ψυχανάλυσης μπορεί να ταυτιστεί με τους σκοπούς μίας αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας. Η αναγνώριση των θεσμών, έξω από τις όποιες υπερβατικές ή εξωκοινωνικές θεωρήσεις, μπορεί να μας οδηγήσει στην εξασφάλιση νοήματος, καθώς παράγεται μόνο μέσα από τη δική μας ελεύθερη και συνειδητή δραστηριότητα.
Εν ολίγοις σε αυτό το ριζικά φαντασιακό ον, το αδύναμο να επιβιώσει από μόνο του ως βιολογικό ον, η μόνη διέξοδος ν’ αναπτύξει την ατομική του ελευθερία και αυτονομία συνίσταται στην συλλογική και πολιτική του αυτονομία. Αυτό συνεπάγεται μία αυτόνομη κοινωνία, μέσα στην οποία η αλληλενέργεια των ατόμων μπορεί και παράγει συνεχώς τις ατομικές και συλλογικές της σημασίες. Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να κρίνει με βάση την αλήθεια, επειδή η αλήθεια είναι σχετική, καλό θα ήταν να γίνει όργανο εκφράσεως της κοσμικής οντότητας παρά της δικής του ατομικής, κατά τον Ηρακλείτειο κοινό ή συμπαντικό λόγο. Εξάλλου όλες οι τυπικές μορφές της ηθικής συμπεριφοράς είναι σχετικές και έχουν να κάνουν με τις πεποιθήσεις ενός λαού και μίας κοινωνίας που έχει διαμορφωθεί από ένα συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό σύστημα αξιών. Για τους αρχαίους Έλληνες η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου είναι άρρητα συνδεδεμένη με την αλήθεια, την αρμονία και την ομορφιά, ενώ συνίσταται στη μίμηση της φύσης, η οποία γεννά και συντηρεί της μορφές. Αυτό το θαύμα της αιωνιότητας που φανερώθηκε και αποτυπώθηκε από τους Έλληνες στο πλαστικό κάλλος της μορφής και στην ποιητική αλήθεια, εξέφραζε την τελειότητα σώματος και πνεύματος που αποτελούν τις δύο όψεις κάθε ανθρώπινης μοναδικότητας στην τελείωσή της. Αναλογιστείτε, λοιπόν, φίλοι μου τι θα γινόταν αν και η φύση πειραματιζόταν έστω και λίγο με τις μορφές όπως ο άνθρωπος, προσφεύγοντας στον μοντερνισμό στον κυβισμό ή στον νεοπλαστικισμό, ασκώντας μία άνευ όρων ελευθερία. Εξάλλου, όπως έχει επισημάνει ο Έλληνας στοχαστής Γιώργος Δραγώνας σε ομιλίες του γύρω από το ζήτημα της ηθικής, οι οποίες έχουν αναρτηθεί σε σελίδα του στο διαδίκτυο «Σχολή Φιλοσοφία του Όντος», υπάρχει ένα ήθος που υπερβαίνει κάθε συσχετική λειτουργία με τον κόσμο και αυτό το βλέπουμε συχνά στις τραγωδίες, όπως στην ηθική στάση της Αντιγόνης που υπερβαίνει τους αυταρχικούς νόμους του Κρέοντα. Εν τέλη η κοσμική ηθική συνταυτισμένη με τους νόμους της πολιτείας είναι αυτή που θα μπορούσε να συντηρήσει την οντότητα της κοινωνίας με όρους αρμονικούς.
Στην σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα. Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που πια δεν εκπέμπει καμία σοβαρότητα, απλώς καταυγάζουν οι τεράστιες αντιφάσεις της. Στην χώρα που ενώ από τη μία όλοι κορδώνονται για το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο που γέννησε τον ορθό λόγο, οι περισσότεροι προσφεύγουν στις καθημερινές προφητείες κάποιων αγράμματων αναχωρητών. Στη χώρα που περισσεύει η ενσυναίσθηση για τ’ αθώα γατάκια, οι οβελίες και οι σούβλες το Πάσχα παίρνουν φωτιά. Στη χώρα που έχει καταπατηθεί κάθε μορφή αυτοδιάθεσης, αλλά και διαφορετικής άποψης σε ότι αφορά το θέμα της υποχρεωτικότητας των εμβολίων και των παρατεταμένων lock down, τα οποία οδήγησαν στην ανεργία χιλιάδες ανθρώπους, τα κυρίαρχα μέσα προπαγάνδας φέρνουν τη διχόνοια στην κοινωνία. Στη χώρα που οι πολιτικοί αναπαράγουν τις πελατειακές τους σχέσεις με την κοινωνία, όλοι νιώθουν εθνικά υπερήφανοι. Στη χώρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» των οξύθυμων τράπερ, των σκυλάδικων και της έμφυλης βίας μόνο ένα τραγούδι θα μπορούσε να καθρεφτίσει τόσο έντονα την ελληνική αντίφαση που επικρατεί στη μπερδεμένη ύπαρξη του νεοέλληνα όχι μόνο σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο.
Για το λόγο αυτό παραθέτω δύο στροφές από τους στίχους του τραγουδιού «Νεοέλληνας», του Τζίμη Πανούση, ο οποίος με καυστικό τρόπο σκιαγραφεί εύστοχα την προσωπικότητα του νεοέλληνα.
Κάνω βουτιές σε βόθρο με εικόνες
φουσκώνω τα βυζιά μου με ορμόνες
θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος,
μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος […]
Καίω τα δέντρα χτίζω μεζονέτες
θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες
σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι
παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι. […]