Στιγμές ανθρώπων τόσο ίδιων, μα και τόσο διαφορετικών

της Γιώτας Αγαπητού

Ένα ασυνήθιστα συννεφιασμένο και βροχερό απόγευμα του Ιούνη ο Ζήσης καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ του, έχοντας για συντροφιά ένα ποτήρι παγωμένο καφέ και καλή μουσική, προσπαθεί να βάλει σε τάξη λέξεις και προτάσεις που θα δημιουργήσουν μία ακόμα ανθρώπινη ιστορία. Μία από εκείνες που περιμένουν τη σειρά τους για να ειπωθούν. Φανταστικές ή όχι, του είναι αδιάφορο. Γιατί αυτό που επιζητά από τις ιστορίες του είναι το να είναι βαθιά ευαίσθητες και ανθρώπινες ώστε ν’ αγγίξουν τους αναγνώστες του.

Οι στιγμές περνούν και κείνος δε μπορεί να συντάξει αυτή την αφετηριακή πρώτη πρόταση που θα είναι και η αρχή μίας νέας ιστορίας. Αγωνιώντας ότι δε θα τα καταφέρει δίνει για λίγο παράταση στη σκέψη του πίνοντας  μία γουλιά από τον παγωμένο του καφέ και ανασκουμπώνεται. Πιάνει το στυλό και αρχίζει να μουντζουρώνει πάνω στο χαρτί. Το μυαλό του για μια στιγμή ταξιδεύει και χάνεται. Προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια της μνήμης του ιστορίες. Θυμάται τη Ξένια, μία γυναίκα γύρω στα σαράντα τώρα πια, που πριν από χρόνια όταν την είχε συναντήσει εκείνη με τρεμάμενη φωνή, προσπαθώντας να μην κλάψει, του διηγήθηκε μία δική της ιστορία που την είχε σημαδεύσει. Τον γύρισε πίσω στις 5 Ιουνίου του 1992. Τότε που αποχαιρέτησε για πάντα τον αγαπημένο της μπαμπά. Ο Ζήσης θυμάται πως η Ξένια του είχε περιγράψει με πολύ πόνο, αλλά και θυμό μία δύσκολη στιγμή που βίωσε η μάνα της σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο της Βόρειας Ελλάδας.

Όταν η μάνα της Ξένιας πήγε στο γραφείο του μεγαλογιατρού για να ενημερωθεί για την κατάσταση του συζύγου της, εκείνος με πολύ κυνικό τόνο της δήλωσε ότι αν αυτή θέλει ν’ αναλάβει ο ίδιος μαζί με την ομάδα του τον άντρα της θα έπρεπε να δώσει ένα αξιοσέβαστο χρηματικό ποσό, αλλιώς, όπως τόνισε με στόμφο, ο σύζυγός της θα γινόταν έρμαιο της αρρώστιας του.

Η Ξένια καθώς διηγούνταν την ιστορία της στο Ζήση προσπαθούσε, αν και είχαν περάσει χρόνια από τότε που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, να μην δακρύσει. Δυστυχώς η οικογένειά της δεν είχε τα χρήματα, μιας και ο πατέρας της λόγω της αρρώστιας του μπαινοέβγαινε στα νοσοκομεία. Ενώ η  μάνα της δούλευε περιστασιακά, κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Έτσι, λοιπόν, στις 5 Ιουνίου του 1992 στις 11:00 το πρωί ο μπαμπάς της Ξένιας θα έφευγε για πάντα από κοντά τους.

Τα χρόνια περνούν και κείνη έχει παραδοθεί στη δύνη της επιβίωσης και στην προσπάθειά της να τα καταφέρει στη ζωή. Παρόλα αυτά πολλές φορές στεναχωριέται όταν σκέφτεται πως έχει ελάχιστες φωτογραφίες από τον αγαπημένο της μπαμπά, ενώ η μορφή του εδώ και χρόνια έχει ξεθωριάσει από τη μνήμη της. Ο πόνος και ο θυμός έχουν μετουσιωθεί πια σε δύναμη,  αλλά και απομυθοποίηση όλων των ανθρώπων, των δήθεν κάποτε σπουδαίων για εκείνη.

Καθώς ο Ζήσης θυμάται την ιστορία της Ξένιας με το στυλό σχηματίζει γρήγορα πάνω στο χαρτί λέξεις και προτάσεις, φτιάχνοντας μία ακόμα ιστορία. Μία από εκείνες που πολλοί άνθρωποι έχουν βιώσει εξαιτίας κάποιων γιατρών, οι οποίοι προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ζητούν πακτωλούς χρημάτων, φτιάχνοντας καριέρες και μεγαλώνοντας τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, εκμεταλλευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο. Ενώ την ίδια στιγμή πετούν στα σκουπίδια τον όρκο του Ιπποκράτη.

Ο Ζήσης θυμάται ένα απόγευμα πριν από χρόνια στην Αθήνα να κάθεται σ’ ένα καφέ, και δίπλα του μία παρέα νέων ανθρώπων, όπου ανάμεσά τους βρισκόταν ένας ειδικευόμενος χειρούργος. Θυμάται το νέο άντρα να διηγείται με καμάρι στους φίλους του πως μία ημέρα στο νοσοκομείο την ώρα της επέμβασης ο καθηγητής χειρουργικής έλεγε στους ειδικευόμενούς του «γινόμαστε χειρούργοι για το χρήμα, τις ωραίες γυναίκες και τ’ ακριβά και γρήγορα αυτοκίνητα».

Ξάφνου σηκώνεται, θέλει να κάνει ένα διάλειμμα από το γράψιμο,  βγαίνοντας στο μπαλκόνι του παίρνει μία βαθιά ανάσα. Έξω έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Το νυχτολούλουδο μαζί με το αγιόκλημα της διπλανής πολυκατοικίας σκορπίζουν για μία ακόμη φορά απλόχερα το άρωμά τους. Στον ουρανό δεν υπάρχουν αστέρια, μα μόνο βαριά και γκρίζα σύννεφα που θα ρίξουν σταγόνες βροχής στο διψασμένο έδαφος. Έξω στο δρόμο πεζοί και αυτοκίνητα σπάνε τη σιωπή της νύχτας. Μιας νύχτας τόσο γλυκιάς σαν και κείνης πριν πολλά χρόνια που έζησε στο καράβι με προορισμό τον Πειραιά,  όταν συνάντησε τυχαία την Έφη, μία τριαντάχρονη γυναίκα που είχε πάει για λίγες μέρες σ’ ένα μεγάλο αιγαιοπελαγίτικο νησί για να επισκεφτεί το μικρότερο αδερφό της που δούλευε εκεί. Την είδε στο κατάστρωμα του καραβιού μια ζεστή καλοκαιριάτικη βραδιά να κοιτάζει μελαγχολικά τη θάλασσα και να δακρύζει. Εξάλλου, ήταν στενοχωρημένη που θα γύριζε πίσω στο χωριό της. Ένα τόπο που μισούσε πολύ. Δυστυχώς οι γονείς της, αγρότες στο επάγγελμα και άνθρωποι με απόψεις μιας άλλης εποχής, δεν την άφησαν να σπουδάσει και να κυνηγήσει τα όνειρά της, γιατί ήταν κορίτσι και καθήκον της ήταν να παντρευτεί, ενώ στη συνέχεια να γηροκομήσει τους γονείς και τα πεθερικά της. Τις σκέψεις της και τα όνειρά της ο Ζήσης τα άκουσε να τα  διηγείται στ’ αστέρια και στη θάλασσα, ορκίζοντάς τους να μην τα μοιραστούν με κανέναν. Ενώ εκείνος σε μιαν άκρη του καταστρώματος γινόταν ο μοναδικός μάρτυρας αυτής της τόσο συγκινητικής στιγμής που αφορούσε τη ζωή μιας γυναίκας που συνάντησε τυχαία για λίγο μέσα στο πλοίο.

Καθώς γράφει συνειδητοποιεί ότι ο καφές μέσα στο ποτήρι του σιγά σιγά τελειώνει, ενώ το μολύβι του συνεχίζει ακόμα να χορεύει ρυθμικά επάνω στο χαρτί. Σκέφτεται πόσο λατρεύει τη νύχτα και την απέραντη σιωπή της. Ασυναίσθητα έρχεται στο μυαλό του ο στίχος ενός τραγουδιού της Αφροδίτης Μάνου «Η νύχτα μοιάζει με γυναίκα…». Μία γυναίκα μυστηριώδης, απρόβλεπτη και μαγευτική. Δίπλα του χωρίς να το καταλάβει αθόρυβα έρχεται και κουρνιάζει η γάτα του η Πέρσα. Είναι μία γάτα με μακρύ λευκό τρίχωμα, ανεξάρτητη, ναζιάρα και αφάνταστα χαδιάρικη, αν και τώρα πια έχει γεράσει. Προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή, αλλά άδικος ο κόπος της. Τελικά παραιτείται των προσπαθειών της και κάθεται ήσυχα δίπλα του θέλοντας να κοιμηθεί και με τον τρόπο της να του κρατήσει συντροφιά. Ενώ την ίδια στιγμή εκείνος παλεύει ν’ ανασύρει από τα συρτάρια του μυαλού του στιγμές ανεξίτηλες από το βάθος του παρελθόντος.

Θυμάται τον κυρ Χαράλαμπο που ζούσε σ’ ένα μικρό νησάκι του Αιγαίου. Ένας μικροκαμωμένος άντρας γύρω στα εβδομήντα, με γκρίζα μακριά μαλλιά και φαρδύ μουστάκι. Το πρόσωπό του εξέπεμπε πονηριά, εξυπνάδα και καλοσύνη. Κατέβαινε στο λιμάνι μ’ ένα παλιό γαλάζιο τρίκυκλο, έχοντας πολλές φορές για συνοδηγό του τη Βασιλεία, τη γυναίκα της ζωής του και δεύτερη ξαδέρφη του.

Πριν από δεκαετίες σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδος με ελάχιστο πληθυσμό επιτρέπονταν άτυπα οι γάμοι μεταξύ μακρινών συγγενών, αλλά και εξαδέλφων. Ο κυρ Χαραλάμπης τα βράδια στο μικρό και γραφικό ταβερνάκι του, σερβίροντας κρασί και τοπικούς μεζέδες έπιανε κουβέντα με τους τουρίστες και τους αφηγούνταν ιστορίες από τον τόπο καταγωγής των κατοίκων του νησιού, τη Μικρά Ασία, με μία νότα νοσταλγικής μελαγχολίας.

Οι δείκτες του ρολογιού απέναντι στον τοίχο προχωρούν όπως και η νύχτα που κάνει το δικό της ταξίδι μέσα στο χρόνο. Έξω σχεδόν σε όλες τις πολυκατοικίες τα φώτα στα διαμερίσματα είναι σβηστά. Εξάλλου, ξημερώνει καθημερινή και ο κόσμος θα σηκωθεί νωρίς για να πάει στις δουλειές του. Αν και είναι περασμένα μεσάνυχτα η ατμόσφαιρα έξω στο μπαλκόνι εκπέμπει γλυκύτητα και ζεστασιά. Τα πουλιά δίνουν τη δική τους συναυλία, κάνοντας ακόμα πιο όμορφη τη νύχτα. Ο Ζήσης αρχίζει να νυστάζει όμως αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα που τον καλεί. Κάτι τέτοιες νύχτες καλοκαιριού αξίζει κανείς να μένει ξάγρυπνος για να δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει από τον ορίζοντα. Όπως εκείνη την τελευταία νύχτα του Αυγούστου σ’ ένα νησί των Κυκλάδων που ο Θάνος, ο οποίος είχε διοριστεί δάσκαλος, την πρώτη μέρα που έφτασε στο νησί, λόγω της υπερέντασης, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έτσι, λοιπόν, άνοιξε το παράθυρο στο μικρό υπνοδωμάτιό του και έχοντας για παρέα μια ζεστή κούπα καφέ απόλαυσε τον ήλιο που σιγά σιγά ξεπρόβαλε από το καταγάλανο Αιγαίο.

Τώρα πια ο Ζήσης νιώθει ότι νυστάζει πολύ. Μπαίνει στο δωμάτιο και κάθεται στον καναπέ, γράφοντας τον επίλογο ενός ακόμα κειμένου. Δίπλα του η Πέρσα που κοιμάται βαθιά δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία του. Κλείνει το τετράδιο και το ακουμπάει ευλαβικά στο μικρό τραπεζάκι του καφέ. Ένα αίσθημα ικανοποίησης νιώθει να τον κυριεύει που μπορεί και διηγείται στιγμές πραγματικές, αλλά και φανταστικές, ανθρώπων τόσο ίδιων, μα και τόσο διαφορετικών. Ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα μας.

Καληνύχτα.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του