Σπονδή σε μία ματωμένη πανσέληνο

της Γιώτας Αγαπητού     

Αυγουστιάτικη πανσέληνος, με τον ουρανό σχεδόν συννεφιασμένο να θέλει να κρύψει το φεγγάρι που είναι τόσο κόκκινο λες και στάζει αίμα πάνω στη γη.

Η έκλειψη θα διαρκούσε αρκετή ώρα μαγεύοντας τον κόσμο. Μα εκείνες τις στιγμές σε κάποιο σπίτι, σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, η Αθανασία θα έφερνε στον κόσμο την κόρη της, τη Στέλλα. Η σελήνη είχε πλημυρίσει από αίμα και σκοτάδι. Η μαμή που ξεγέννησε την Αθανασία τρόμαξε κοιτάζοντας τον ουρανό λέγοντας:

  • Αυτό το παιδί θα είναι ιδιαίτερο γιατί γεννήθηκε μια τέτοια νύχτα μαγική και απόκοσμη».

Τα χρόνια περνούσαν με τη Στέλλα να μεγαλώνει όπως κάθε παιδί της ηλικίας της. Όταν όμως έγινε δέκα χρονών διαγνώστηκε με ζαχαρώδη διαβήτη. Ο γιατρός ενημέρωσε τους γονείς της ότι το παιδί θα μπορούσε να έχει μία φυσιολογική ζωή αν ακολουθούσε τις ιατρικές οδηγίες. Η Αθανασία το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε μαθαίνοντας για την ασθένεια της κόρης της ήταν να μην μαθευτεί στο χωριό και πέσει θύμα των προκαταλήψεων που επικρατούσαν στην μικρή κλειστή κοινωνία. Για το λόγο αυτό αποφάσισε με τον άντρα της να μη μιλήσουν σε κανέναν, ούτε καν στους δασκάλους για την ασθένεια της κόρης τους. Αλλά και η Στέλλα φρόντισε να κρατήσει καλά κρυμμένο το πρόβλημα της υγείας της από τους φίλους της, γι’ αυτό και είχε πάντα μαζί της κάτι φαγώσιμο σε περίπτωση που δεν ένοιωθε καλά.

Παρόλα αυτά τα κουτσομπολιά στο χωριό έδιναν και έπαιρναν για τη Στέλλα, σχολιάζοντας  κυρίως την υπερπροστατευτικότητα των γονιών της. Τα σχόλια αυτά έφταναν γρήγορα στα αυτιά της Αθανασίας και του άντρα της, αλλά αυτοί ήταν αποφασισμένοι να μη δώσουν συνέχεια, γιατί ήθελαν να προστατεύσουν το παιδί τους από την κακεντρέχεια των συγχωριανών τους. Η Στέλλα όμως με τον καιρό ένοιωθε να πνίγεται στον τόπο της, γνωρίζοντας καλά το τι συνέβαινε γύρω της.

Στην ίδια γειτονιά με την οικογένεια της Αθανασίας ζούσε και η Αντιγόνη με τον άντρα της το Χρήστο και το γιο τους τον Κωνσταντίνο. Το παιδί τους το έφεραν στον κόσμο μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών. Στην αρχή το χωριό είχε βγάλει στην Αντιγόνη διάφορα υποτιμητικά παρατσούκλια  που τη στεναχωρούσαν και την έκαναν να κλαίει τα βράδια με λυγμούς στο μαξιλάρι της. Από την πρώτη στιγμή η Αντιγόνη ένοιωθε πως με τη μόνη γυναίκα που μπορούσε ν’ ανοίξει την καρδιά της ήταν η Αθανασία, αλλά και αυτή επίσης αισθανόταν πως είχε βρει έναν άνθρωπο που διέφερε από τους κακεντρεχείς συγχωριανούς της οι οποίοι διψούσαν για κουτσομπολιό δίνοντας έτσι νόημα στην ανιαρή και άδεια ζωή τους.

Η Αντιγόνη μαζί με τον άντρα της είχαν έρθει στο χωριό του από την Αθήνα λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, αλλά παρ’ όλα αυτά ένοιωθε από την αρχή να πνίγεται. Όταν ο γιος της ο Κωνσταντίνος έγινε είκοσι χρονών γνώρισε και παντρεύτηκε τη Σπυριδούλα, μια εικοσάχρονη κοπέλα που ήταν όχι και τόσο αθώα όσο θα ήθελε να φαίνεται. Το ζευγάρι έμενε με τους γονείς του Κωνσταντίνου. Έτσι η Αντιγόνη με τον άντρα της είχαν να ταΐσουν άλλα δύο στόματα, γιατί η νύφη τους δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη για δουλειά.

Από πολύ νωρίς η Σπυριδούλα προσέγγισε τη Στέλλα με σκοπό να μάθει αν ισχύουν αυτά που ακούγονται στο χωριό γι’ αυτήν. Αν έχει δηλαδή πράγματι σακχαρώδη διαβήτη και «τρυπιέται» με ενέσεις κάθε μέρα. Η Σπυριδούλα με πονηριά κατάφερε εν τέλει να μάθει το μυστικό της Στέλλας που έκρυβε καλά τόσα χρόνια. Το νέο εξαπλώθηκε σαν σίφουνας, γιατί η Σπυριδούλα όπως αποδείχτηκε ήταν από τις μεγαλύτερες κουτσομπόλες του χωριού. Εξάλλου δεν έκανε τίποτε άλλο στη ζωή της, αφού αδιαφορούσε ακόμα και για τον άντρα της, ενώ είχε συνεχώς απαιτήσεις από την πεθερά της, την Αντιγόνη, που έκανε υπομονή για το γιο της ο οποίος δεν είχε καταλάβει τίποτα για τον πραγματικό χαρακτήρα της γυναίκας του, μιας και δούλευε όλη τη μέρα μαζί με τον πατέρα του στα χωράφια. Έτσι, η Αντιγόνη είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τη φροντίδα του σπιτιού, με τη νύφη της να νοιάζεται μόνο για τον εαυτό της.

Όταν η Σπυριδούλα έμεινε έγκυος απαίτησε από την πεθερά της να κόψει κάθε επαφή με την Αθανασία και ιδιαίτερα με τη Στέλλα, κάτι το οποίο έκανε έξαλλη την Αντιγόνη. Παρόλο που περίμενε με ανυπομονησία και χαρά το εγγόνι της, πολλές φορές τα λόγια της νύφης της την έβαζαν σε σκέψεις που τις μοιράζονταν με την Αθανασία και τον άντρα της.

Όταν η Σπυριδούλα γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι τα πράγματα για λίγο ηρέμησαν, αλλά δυστυχώς εκείνη άρχισε να γίνεται όλο και πιο απαιτητική στον άντρα της και τους γονείς του. Οι γειτόνισσες από τα διπλανά παράθυρα στήνανε αυτί κάθε φορά που νύφη και πεθερά μιλούσαν έντονα μεταξύ τους. Ήλπιζαν ότι θ’ ακούσουν κάποιο καινούριο πιπεράτο νέο το οποίο αργότερα θα εξιστορούσαν με κάθε πραγματική ή φανταστική λεπτομέρεια τ’ ανοιξιάτικα βράδια που ο καιρός θα ήταν καλός καθισμένες στα πεζούλια με τις άλλες γυναίκες του χωριού.

Αγαπημένο θέμα κουτσομπολιού όμως ήταν και η Στέλλα, που τόλμησε εκείνη και η οικογένειά της να κρατήσουν ένα τέτοιο γεγονός κρυφό από τη μικρή κοινωνία του χωριού τους κάνοντας τους να νοιώθουν ικανοποίηση που δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και αυτοί στα δικά τους σπίτια από τόσο νωρίς ένα τέτοιο πρόβλημα.

Σύντομα όμως ένα ακόμα γεγονός θα ερχόταν να συνταράξει τη γαλήνη της μικρής κοινωνίας του κατά τ’ άλλα «αγαπημένου» χωριού. Η Σπυριδούλα όταν η κορούλα της έγινε σχεδόν ενός έτους άρχισε να νοιώθει ότι πνίγεται στο ρόλο της μητέρας και της συζύγου. Ήταν μόνο είκοσι δύο χρονών. Ζήλευε βλέποντας τις συνομήλικες της να ζουν σύμφωνα με την ηλικία τους και αυτό τη μελαγχολούσε. Σιγά σιγά άρχισε ν’ απομακρύνεται από το παιδί της αφήνοντας τη φροντίδα του στην πεθερά της. Με τον άντρα της ένοιωθε μέρα με τη μέρα να χάνονται σε μία ρουτίνα που τους γερνούσε και τους καθήλωνε σε μία πληκτική πραγματικότητα. Η Αντιγόνη βλέποντας όλα αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι της τα εξομολογούνταν στην Αθανασία και αυτή με τη σειρά της της άνοιγε τη δική της καρδιά. Έχοντας έτσι η μία την άλλη ως στήριγμα σε μία κοινωνία που ασφυκτιούσε με την υποκρισία της.

Η Στέλλα τώρα πια στα εικοσιπέντε της είχε αποφασίσει να φύγει για τη μεγάλη πόλη, θέλοντας να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Στήριγμα της στην απόφαση αυτή ήταν οι γονείς της, αλλά και η Αντιγόνη που στο πρόσωπο της Στέλλας έβλεπε την κόρη που δεν της χάρισε ποτέ η ζωή.

Παραμονές Χριστουγέννων, με το χωριό να έχει φορέσει τα καλά του και από τις κουζίνες των σπιτιών οι κάθε λογίς μυρωδιές ν’ ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Το κλίμα όμως δεν ήταν αυτές τις γιορτές εορταστικό και στο σπίτι της Αντιγόνης, καθώς εδώ και μερικές μέρες έβλεπε τη νύφη της σκεφτική και απόμακρη, ενώ το γιο της μελαγχολικό και λιγομίλητο. Τρόμαζε πως οι υποψίες που είχε θα έβγαιναν αληθινές. Για τη μόνη που λυπόταν όμως ήταν η εγγονή της που την λάτρευε. Στον άντρα της δεν είχε πει τίποτα γιατί φοβόταν για την υγεία του. Η μικρή εκείνο το βράδυ κοιμόταν από νωρίς αγκαλιά με έναν μεγάλο καφέ αρκούδο που της είχε αγοράσει η μαμά της. Η Αντιγόνη δεν έκλεισε μάτι εκείνη τη νύχτα. Γύρω στις πέντε τα ξημερώματα άκουσε βήματα στο σαλόνι, σηκώθηκε αργά για να μην ξυπνήσει τον άντρα της και στο χολ αντίκρισε τη Σπυριδούλα με μία βαλίτσα στο χέρι.

  • Συγνώμη… αλλά δεν μπορώ να μείνω άλλο, πρέπει να φύγω… να τους προσέχεις… καλή τύχη.
  • Καλή τύχη και σε σένα Σπυριδούλα.

Οι δύο γυναίκες δεν είπαν τίποτε άλλο. Εξάλλου τα βλέμματά τους τα είχαν πει όλα. Η Σπυριδούλα έκλεισε την πόρτα πίσω της, αφήνοντας την Αντιγόνη να την κοιτάζει και το κρύο να έχει παγώσει την ψυχή της. Έξω το χιόνι συνέχισε να πέφτει πυκνό. Ξημέρωνε Χριστούγεννα.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπσόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του