της Γιώτας Αγαπητού
Διανύουμε ήδη ένα από τα πρώτα απογεύματα της άνοιξης, που ήρθε φέρνοντας φως και πολύχρωμα λουλούδια. Η μέρα σιγά σιγά έχει αρχίσει να μεγαλώνει. Η ώρα κοντεύει εφτά και ο καφές στο φλιτζάνι ανακαλεί το χαμένο χρόνο, εμπνέοντάς με να γράψω όχι για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, αλλά ν’ αποτυπώσω μόνο σκόρπιες σκέψεις πάνω στο χαρτί για θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, με τα δυσανάγνωστα είναι αλήθεια, γράμματά μου. Λέξεις που ζητάνε να μπουν σε προτάσεις και στη συνέχεια να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο κείμενο. Συντροφιά μου σε αυτό το ταξίδι απλώνονται σαν δρόμος οι αισθαντικές μελωδίες Ελλήνων και ξένων μουσικών. Ασυναίσθητα το στυλό αρχίζει να γλιστράει πάνω στις μπλε γραμμές του λευκού χαρτιού, όπως η φύση χορεύει αισθαντικά με τον ήλιο, δημιουργώντας ζωή. Σε λίγο καταφθάνει ο Απρίλης φορτωμένος με λαϊκές γιορτές κι έθιμα ενός «περάσματος» κατά την εβραϊκή ιστορική ερμηνεία της λέξης «Πάσχα» που δεν έχει συντελεστεί ακόμα, αν και όλοι το προσμένουν με ανυπομονησία. Η επαρχία με τα χωριά της και φέτος, έστω και με περιορισμούς, θα γεμίσει από χαρούμενες παιδικές φωνούλες, γιατί οι νεοέλληνες από παιδιά ακόμη μαθαίνουν να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους με μία δόση υπερβολής.
Οι σκέψεις πολλές, ωστόσο, σταματάω να γράφω για ν’ απολαύσω μία γουλιά από το ζεστό ακόμη καφέ μου. Θυμάμαι ότι κάποτε είχα διαβάσει πως ο όρος νέος-έλληνας εμφανίστηκε για πρώτη φορά σ’ ένα βιβλίο του 1675 μ.Χ. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι σχέση άραγε μπορεί να έχουμε με τους προγόνους μας; και αναφέρομαι κυρίως στις σημερινές γενιές και λιγότερο σε αυτές των γονιών και των παππούδων μας, που σήμερα κάποιοι κομπάζουν μηρυκάζοντας για τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Όχι άδικα βέβαια. Ωστόσο, οι ίδιοι καταφέρνουν με δυσκολία να επικοινωνούν το πολύ με εκατό λέξεις. Όμως η αρχαιοελληνοκεντρική αλαζονεία τους τούς οδηγεί στο να διατυμπανίζουν με υπερηφάνεια, απευθυνόμενοι κυρίως στους ξένους, πως «ΕΜΕΙΣ τα έχουμε πει όλα!» – λες και συμμετείχαν και αυτοί στα επιτεύγματα των αρχαίων. Ξεχνώντας πως μάθαμε για τους προγόνους μας κυρίως από μελέτες ξένων φιλολόγων. Δυστυχώς ο σύγχρονος νεοέλληνας διακατέχεται από υποκρισία, καθώς για σοβαρά κοινωνικοπολιτικά θέματα αποστασιοποιείται και αδιαφορεί, ενώ για θέματα της κλειδαρότρυπας έχει μάθει να ρίχνει κροκοδείλια δάκρυα. Και αναφέρομαι σ’ αυτό ίσως γιατί βλέπω γύρω μου την έλλειψη αντιδράσεων σε όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία δέκα και πλέον πέτρινα για την Ελλάδα μας χρόνια. Εντύπωση μου προκαλεί όμως και το γεγονός που ο κόσμος συμπεριφέρεται σαν μανιασμένος όχλος έξω από το σπίτι της κατηγορούμενης για παιδοκτονία «μάνας» την ώρα της σύλληψής της. Ενώ τ’ αδηφάγα για νούμερα, τηλεοπτικά και όχι μόνο μέσα, ανταγωνίζονται για το ποιο θα παρουσιάσει τις πιο σκοτεινές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μίας ειδεχθούς υπόθεσης από μία καθώς φαίνεται Μήδεια που απλώς κατάφερνε να τεκνοποιεί, αδιαφορώντας αν τα παιδιά που ακούν αυτά τα γεγονότα από την τηλεόραση και το διαδίκτυο αρχίζουν υποσυνείδητα να γίνονται καχύποπτα απέναντι στους γονείς τους.
Το χειρότερο ον τελικά πάνω στον πλανήτη είναι ο άνθρωπος, του οποίου το μυαλό και η ψυχή είναι μία τεράστια άβυσσος που εκπλήσσει είτε με καλό είτε με κακό τρόπο. Έτσι, λοιπόν, ένα φρικιαστικό και αποτρόπαιο έγκλημα κατάφερε μέσα από τη μεγάλη δημοσιότητα που πήρε να καλύψει κάθε άλλο γεγονός, ακόμα κι έναν πόλεμο σχεδόν δίπλα στη γειτονιά μας. Πάντα ένας πόλεμος είναι κάτι κακό. Γιατί απ’ όπου κι αν περνάει καταστρέφει ζωές και αφήνει πίσω του χαλάσματα και τραυματίες που θρηνούν τους νεκρούς τους, αλλά και πρόσφυγες, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρώα γη. Εντούτοις, θύματα υπάρχουν πάντα κι από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές, με πρώτο θύμα την αλήθεια κι ας λένε με στόμφο οι πολιτικοί για σωστή και λάθος πλευρά της ιστορίας, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να εξιλεωθούν για τις αποφάσεις τους. Άλλωστε ο πόλεμος απ’ όποια πλευρά κι αν τον δει κανείς είναι ένα τεράστιο λάθος ως προς την πολιτισμική και ηθική εξέλιξη των κοινωνιών. Όλοι οι λαοί όμως εδώ και δύο χρόνια παλεύουν με δυσκολία να βγουν νικητές από μία πανδημία συμφερόντων – που απλώς θα έπρεπε πια να ονομάζεται επιδημία – των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες έχουν την ανοχή από κάθε μορφή εξουσίας. Πολλά από τ’ αναφαίρετα έως πριν ανθρώπινα δικαιώματα καταλύονται, με αντάλλαγμα ένα κάλπικο κομμάτι ελευθερίας.
Αφήνω και πάλι το γράψιμο και βγαίνω για λίγο στο μπαλκόνι, ενώ νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε. Έξω το σκοτάδι έχει απλωθεί για τα καλά. Η ώρα κοντεύει εννέα. Κάνει ακόμα κρύο, η ατμόσφαιρα όμως έχει αρχίσει να ευωδιάζει από τ’ αρώματα των λουλουδιών πάνω στα δέντρα. Όπου να ‘ναι θ’ ανθίσουν κι οι πασχαλιές. Αγαπάω πολύ αυτό το μικρό δέντρο. Συγκινούμαι όταν βλέπω τα μωβ ανθάκια του, μυρίζοντας το γλυκό νοσταλγικό άρωμα του.
Χωρίς να την καλέσω έρχεται σαν απρόσκλητος επισκέπτης στη μνήμη μου η κυρία Νίκη. Μία από τις γειτόνισσες στο χωριό που γεννήθηκα. Δε θα ξεχάσω ότι έξω από την αυλή της με τον παλιό πετρόχτιστο τοίχο είχε μία μεγάλη φουντωτή πασχαλιά, που όταν άνθιζε για λίγο χάριζε απλόχερα στους περαστικούς το άρωμά της. Τα μικρά παιδιά της γειτονιάς περνούσαν τ’ ανθάκια της σε λευκή κλωστή και τα μεταμόρφωναν σε στολίδια που τα έβαζαν στο λαιμό και στα χέρια τους. Κι όταν εκείνα μαραίνονταν, θύμιζαν θλιβερά απομεινάρια μιας αγνής ομορφιάς. Η κυρία Νίκη, λοιπόν, ήταν μία γυναίκα που βίωσε έντονα την ενδοοικογενειακή βία από τον αλκοολικό σύζυγο της και τη δεσποτική πεθερά της.
Για λίγο χάνομαι κοιτάζοντας τον καταγάλανο και σκοτεινό ουρανό. Ελάχιστα αστέρια όμως φαίνεται να τον στολίζουν, ενώ η σελήνη στέκει λαμπερή και περήφανη, γνωρίζοντας την προαιώνια δύναμη που ασκεί στους ανθρώπους. Αν και η νύχτα είναι τόσο όμορφη αποφασίζω να κλείσω την πόρτα και να μπω μέσα συνεχίζοντας το γράψιμο. Μάταια όμως. Πιάνω ασυναίσθητα το κινητό μου για να σερφάρω στο διαδίκτυο. Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα το ενδιαφέρον, παρά μόνο ειδήσεις, που αφορούν κυρίως πολιτικούς εγχώριους και ξένους, που απειλούν, τρομοκρατούν και υπό μία έννοια λοιδορούν τους λαούς τους, χωρίς να δίνουν καμία ελπίδα ότι το μέλλον μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο. Σκέφτομαι ότι πια δεν υπάρχουν ηγέτες. Οι σημερινοί πολιτικοί δεν εμπνέουν τους λαούς τους, γιατί ως διαχειριστές της εξουσίας δεν έχουν κανένα όραμα για ένα καλύτερο αύριο. Αναρωτιέμαι αν άραγε ο ιστορικός που θα θελήσει να καταγράψει τα όσα συμβαίνουν αυτά τα δύσκολα χρόνια που βιώνουμε έχει γεννηθεί. Σε ποια άραγε κοινωνική τάξη θ’ ανήκει; Θα είναι αντικειμενικός ή θα μεροληπτεί υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Θα μιλήσει με θάρρος για τη χαμένη δεκαετία των μνημονίων, της πανδημίας και της οικονομικής εξαθλίωσης;
Αναπάντητα ερωτήματα και ατελείωτες απορίες με κάνουν να μελαγχολώ. Αφήνω το κινητό μου σε μιαν άκρη συνεχίζοντας το γράψιμο. Οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν το ίδιο γρήγορα όπως οι σκέψεις, όπως η ίδια η ζωή που αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν. Πίνω μία ακόμη γουλιά από τον καφέ μου, που τώρα πια έχει παγώσει. Τελικά σκέφτομαι ότι η πρώτη και η τελευταία σταγόνα του είναι οι πιο εύγεστες, ίσως γιατί είναι οι πιο ταξιδιάρικες και πιο νοσταλγικές, φορτωμένες πάντα με προσδοκίες. Η μουσική συνεχίζει να παίζει. Κλείνω ευλαβικά το τετράδιο και ακουμπάω επάνω του το στυλό. Από το you tube o Lucio Dalla με ταξιδεύει μέσα από τους αισθαντικούς στίχους του «Caruso».