Η έκθεση αναδεικνύει την αυξανόμενη πίεση που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, καθώς και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην οικονομία.
Από το 2021, η Ελλάδα έχει δαπανήσει περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ σε ενεργειακές επιδοτήσεις για να προστατεύσει καταναλωτές και επιχειρήσεις από τις δραματικές αυξήσεις τιμών. Το 2022, αυτή η δαπάνη ανήλθε στο 5,3% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με στοιχεία της Enerdata.
Η κατάσταση της Ελλάδας υπογραμμίζει τη διαφορά στις επενδύσεις μεταξύ της βόρειας και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι σκανδιναβικές χώρες διαθέτουν ανεπτυγμένες υποδομές για τη μεταφορά ενέργειας και αξιοποιούν ευρέως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αντίθετα, στη νοτιοανατολική Ευρώπη, η απουσία επαρκών διασυνδέσεων και αποθηκευτικής ικανότητας δυσχεραίνει την αντιμετώπιση ελλείψεων. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η αποθηκευτική ικανότητα φθάνει τα 1.668 μεγαβάτ (MW), ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα παραμένει μηδενική, όπως σημειώνει η LCP Delta.
Αν και η Ευρώπη έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο στη συνεργασία για την εξασφάλιση ενεργειακών προμηθειών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Η Ισπανία, για παράδειγμα, έχει αυξήσει δραστικά την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, παράγοντας σχεδόν το 60% της ηλεκτρικής της ενέργειας από αυτές το πρώτο εξάμηνο του 2023, χάρη στη στήριξη της ΕΕ.
Κατά το πρακτορείο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ζητήσει επανειλημμένα την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άρση των «απαράδεκτων» διαφορών στις τιμές ενέργειας στην Ευρώπη. Ωστόσο, το Reuters τονίζει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί να επενδύσει στρατηγικά στις ανανεώσιμες πηγές και τις διασυνδέσεις για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή της ασφάλεια.
dnews.gr