του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
«Εμπρός, ελάτε λοιπόν, μαζέψτε τις καραμέλες από τη λάσπη.
Πρώτα όμως σηκώστε τα βρόμικα και σκισμένα κουρέλια σας.
Είναι ντροπή να σας πέφτουν μπροστά στην εντυπωσιακή κυρία με το μεγάλο λευκό καπέλο, που έρχεται από τόσο μακριά να σας ελεήσει.
Έκανε τόσο δρόμο για χάρη σας!».
Έλεγε και ξανάλεγε ο καθολικός εφημέριος στα πεινασμένα παιδιά χαμογελώντας,
θέλοντας να δείξει την ικανοποίησή του.
Εκείνος, από σεβασμό, ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα πίσω της,
και είχε τα χέρια του σταυρωμένα,
κρατώντας ένα μεγάλο σταυρό που ήταν περασμένος απ’ το λαιμό του.
Όταν ανάσαινε, αυτός κυμάτιζε σαν μεσίστια σημαία επάνω στην τεράστια επιφάνεια τού πένθιμου ράσου του.
Η μεσόκοπη κυρία με το κατάλευκο δαντελωτό φόρεμα και το διαμαντένιο κολιέ,
συνέχιζε να πετάει τις καραμέλες χαρούμενη,
λες και τάιζε ψωμί σε σπουργίτια.
Τα παιδιά, με αφυδατωμένα τα χείλη από τη δίψα,
την κοιτούσαν με πέτρινα από το άδικο βλέμματα χωρίς ν’ αντιδρούν.
Στα μάτια τους έμοιαζε σαν μία ανόητη γριά παρθένα που βρήκε το νόημα της ζωής.
Ωστόσο δεν είχαν να της προσφέρουν τίποτα.
Παρά μόνο τα φαγωμένα τους χέρια
κι ένα μειδίαμα δυσπιστίας.
Οι στρατοί της λεηλασίας είχανε κλέψει ήδη τις αθώες ζωές τους.
Ωστόσο οι ψυχές τους επιθυμούσαν ακόμα την παρηγοριά τις ελάχιστης γλύκας.
Έτσι, σιγά σιγά άρχισαν να φυτρώνουν ξανά τα κομμένα τους πόδια
και στους ώμους να βλασταίνουν φτερούγες παρηγοριάς.
Όμως τα σαπισμένα τους χέρια,
που ήτανε ξεχασμένα μες τα ερείπια,
είχανε μάθει πια να κρατούν μόνο τις κοφτερές πέτρες
από τα γκρεμισμένα τους σπίτια.
Εκείνες τις μέρες της λασπωμένης φιλανθρωπίας δεν θα τις ξεχνούσαν ποτέ.
Ήτανε πιο άγριες κι από πόλεμο.
Ήταν οι μέρες της μεγάλης ντροπής στη «δύση» της κανονικότητας.


