Παράξενες μέρες – Μέρος πρώτο

του Γιώργου Αναγνωστόπουλου

Μεσάνυχτα, η Ιππολύτη ξυπνάει μετά από ένα εφιάλτη της κόρης της. Η Κασσάνδρα, η δεκαπεντάχρονη κόρη της Ιππολύτης, αφηγείται τ’ όνειρο στη μητέρα της.

Ιπ: Σε άκουσα που φώναζες και τρόμαξα.

Κασ: Συγνώμη μητέρα δεν ήθελα να σε τρομάξω, αλλά είδα ένα τρομερό εφιάλτη στον ύπνο μου.

Ιπ: Μα τι ερινύες μπορεί να έχει ένα δεκαπεντάχρονο παιδί σαν και σένα; Ένα απλό όνειρο ήταν μόνο. Πέσε τώρα να κοιμηθείς.

Κασ: Το σκοτάδι είναι βαθύ και οι εικόνες από τ’ όνειρο τρέχουν ακόμη μες   στο μυαλό μου σαν φαντάσματα.

Ιπ: Έλα τότε πες μου τι είδες;

Κασ: Δεν είναι εύκολο να στο εξηγήσω. ‘Ήμουν σε μία άλλη εποχή, κάπου στο μακρινό μέλλον. Η χώρα μας βρισκόταν σε κατοχή από τους βάρβαρους, αλλά κάποιοι Έλληνες απέκτησαν αξιώματα και θέλανε να τους υποκαταστήσουν. Είχανε μάλιστα τόση δύναμη που οι συγχωριανοί τους αναγκάζονταν να βάζουν μεσάζοντες για να τους πλησιάσουν.

Ιπ: Πολύ περίεργα όλα αυτά που μου λες κόρη μου.

Κασ: Ο Ιλισός είχε εγκαταλειφτεί και ήταν γεμάτος σκουπίδια.

Ιπ: Θυμάμαι όταν ήσουν ακόμη μωρό πηγαίναμε μαζί με τον πατέρα σου και τον αδερφό σου, που ήταν είδη στα δεκαπέντε, στις όχθες του και καθόμασταν στη σκιά ενός μεγάλου πλάτανου, όπου συζητούσαμε εκεί για ώρες, παρέα με το θρόισμα των φύλλων και τα διάφανα νερά του ποταμού.

Κασ: Και γω θυμάμαι μητέρα όταν έκλεισα τα επτά μου χρόνια πόσο  υπέφερα για εβδομάδες με πυρετούς. Τότε με πήρες μαζί με τον πατέρα και πήγαμε στις εκβολές του ποταμού και αφού πρώτα προσευχηθήκαμε στους θεούς, μού κόψατε τις αγαπημένες μου μπούκλες, κάνοντας αφιέρωμα στον ποταμό για την αποκατάσταση της υγείας μου.

Ιπ: Και μετά αν θυμάσαι σε πήρα στην αγκαλιά μου και περάσαμε ξυπόλυτες μέσα από την κοίτη του, που εκείνη την εποχή είχε σχεδόν στερέψει λόγω του καλοκαιριού.

Κασ: Πόσο όμορφα ήταν τότε μητέρα, ένοιωθα τόσο ασφαλείς εκείνες τις στιγμές μέσα στην αγκαλιά σου.

Ιπ: Το ξέρω μικρό μου. Τότε εγώ με τον πατέρα σου περνάγαμε πραγματικούς εφιάλτες ξέρεις. Όλοι οι Αθηναίοι ζούσανε μέσα σε μία φρενίτιδα κατανάλωσης. Η μισή πόλη ήτανε χρεωμένη στην άλλη μισή.

Κασ: Λες τότε που ο πατέρας είχε έρθει μ’ ένα ζευγάρι πανέμορφα άλογα στο σπίτι;

Ιπ: Ναι, τότε.

Κασ: Ήτανε στολισμένα με χάντρες από τ’ αυτιά ως τη μύτη. Ο πατέρας τα έδεσε στην αυλή του σπιτιού, ύστερα με πήρε αγκαλιά και μου είπε πως στο θηλυκό θα έδινε τ’ όνομά μου. Πάνω στο χρόνο όμως αυτό δεν άντεξε και πέθανε από ασιτία.

Ιπ: Ο πατέρας σου κι γω είχαμε βάλει ενέχυρο τους εαυτούς μας για να τ’ αγοράσουμε. Δεν καταφέραμε όμως να τα πληρώσουμε. Για ένα διάστημα δουλεύαμε ως δούλοι σε κτήματα των δανειστών μας έξω από την πόλη για ένα κομμάτι ψωμί. Το μέλλον έμοιαζε τόσο αβέβαιο, όσο και αυτά που μου διηγείσαι στ’ όνειρό σου. Ίσως δεν θα τα θυμάσαι όμως, ήσουν μόλις έξι ετών.

Κασ: Και όμως μητέρα θυμάμαι τα μεγάλα μαύρα μάτια τ’ αλόγου, το οποίο  μου χάρισε ο πατέρας. Θυμάμαι τις τελευταίες του μέρες, όταν του πήγαινα κρυφά το λιγοστό ψωμί που έπαιρνα πάνω από το τραπέζι μας και το τρώγαμε παρέα. Αυτό με κοίταζε με τα μεγάλα μελαγχολικά του μάτια κι έτρωγε κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση, λες και ήθελε να μ’ ευχαριστήσει.

Ιπ: Αν δεν ερχόταν τότε ο Σόλων να χαρίσει τα χρέη μας και να γίνουμε ξανά ελεύθεροι δεν ξέρω αν θα τα καταφέρναμε ακόμα ως σήμερα.

Κασ: Κατάργησε τα χρέη;

Ιπ: Δημιούργησε τη σεισάχθεια. Έγραψε μηδέν χρέος για όλους.

Κασ: Αν και μικρή πάντως, θυμάμαι που ο πατέρας τον θαύμαζε και συνέχεια στο σπίτι μας μιλούσε γι’ αυτόν.

Ιπ: Όλη η πόλη τον επευφημούσε κι αυτός γεμάτος ευγένεια και γοητεία, δίχως έπαρση, δε σταματούσε να πείθει τους πολίτες στην αγορά της πόλης  για τα μελλοντικά του σχέδια, για τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήθελε να εφαρμόσει. Τότε ήταν που άλλαξε τους νόμους του Δράκοντα κι έφτιαξε ένα καινούριο νομικό πλαίσιο πιο δίκαιο και ωφέλιμο για όλους.

Κασ: Ο πατέρας έλεγε πως θα μπορούσε να γίνει ο απόλυτος άρχοντας της πόλης μας.

Ιπ: Δεν το έκανε όμως. Μόλις τελείωσε τη νομοθεσία, αφού την ανάρτησε στους άξονες, στην ακρόπολη, έφυγε για ένα καινούριο εμπορικό ταξίδι στα βάθη της Ανατολής, όπου εκεί λέγεται ότι συνάντησε τον Κροίσο. Όταν αυτός κάθισε στο θρόνο του με τ’ ακριβά του ρούχα τον ρώτησε εάν γνώριζε κανέναν άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από αυτόν. Ο Σόλων του ανέφερε τρείς περιπτώσεις ευτυχισμένων απλών ανθρώπων και τον συμβούλεψε «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Αυτή η φράση μετέπειτα έγινε γνωστή σε όλους μας. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε ότι η εξουσία είναι μόνο για να προσφέρεις, μετά διαφθείρεσαι ακόμη και αν είσαι δίκαιος. Ήταν η δεύτερη φορά που θα έσωζε την πόλη μας.

Κασ: Μα καλά πότε ήταν η πρώτη που δεν ξέρω;

Ιπ: Δεν είχες γεννηθεί ακόμη. Η Αθήνα δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τα εδάφη της από τα διπλανά Μέγαρα. Έχασε τον πόλεμο και οι Μεγαρείς πήραν τη Σαλαμίνα σαν προίκα από την Αθήνα. Ήταν όλοι φοβισμένοι, με κατεβασμένα κεφάλια.

Κασ: Εκεί είχαμε φτάσει λοιπόν;

Ιπ: Και όχι μόνο αυτό, αλλά υπήρχε και νόμος μετά τις αλλεπάλληλες ήττες, συγκρούσεις και διχόνοιες, που έλεγε ότι όποιος τολμούσε να πει τη λέξει Σαλαμίνα τιμωρούνταν με θάνατο. Τότε ο Σόλωνας αψηφώντας τον κίνδυνο, το έπαιξε τρελός και διάβασε ένα ποίημα στο κέντρο της αγοράς. Ήταν ένα ποίημα  γεμάτο νοσταλγία και ντροπή για τη Σαλαμίνα που είχαμε ξεχάσει όλοι μας.

Κασ: Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν το γνώριζα μητέρα. Μα πες μου τι έγινε μετά;

Ιπ: Αφού ξεσήκωσε το λαό και οι Αθηναίοι κέρδισαν τον πόλεμο με τους Μεγαρείς, η Σαλαμίνα πέρασε ξανά στη συμμαχία της Αθήνας. Ο Σόλων όμως δεν έμεινε στην πόλη για να εξαργυρώσει το καλό που της έκανε. Έφυγε σε ταξίδι για ν’ αποκτήσει πολιτικές γνώσεις κι εμπειρία, όπως και τη δεύτερη φορά που εφάρμοσε τη σεισάχθεια. Δεν έμεινε στην πόλη για να εξαργυρώσει την αμοιβή του. Είχε λέει κάνει το χρέος του απέναντι στην πατρίδα και αυτό του έφτανε.

Κασ: Μα ο κόσμος ακόμη και σήμερα τον επευφημεί, γίνονται γιορτές προς τιμήν του και όλοι περιμένουν πως κάποια μέρα θα επιστρέψει για να του ανταποδώσουν το καλό που έκανε στην πόλη. Και μεις μητέρα του χρωστάμε την ελευθερία μας. Έτσι δεν είναι;

Ιπ: Σωστά παιδί μου, μα έλα τώρα να κοιμηθείς γιατί σε λίγο θα ξημερώσει και πρέπει να πάμε το πρωί στο κέντρο της αγοράς για να πουλήσουμε τα όσπρια και τα σύκα που μάζεψε χθες από το κτήμα ο πατέρας σου, ο οποίος θα πρέπει να παρευρεθεί και στην ψηφοφορία για τους καινούριους νόμους που έχουν τοιχοκολληθεί στο κέντρο της αγοράς.

Κασ: Μητέρα μείνε λίγο ακόμη δε σου τελείωσα τ’ όνειρο…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπσόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του