του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Μεσάνυχτα, η Ιππολύτη στο πρώτο μέρος ξυπνάει μετά από ένα εφιάλτη της κόρης της, της Κασσάνδρας. Η δεκαπεντάχρονη κόρη της Ιππολύτης συνεχίζει ν’ αφηγείται το παράξενο όνειρο στη μητέρα της.
Κασ: Μητέρα μείνε λίγο ακόμη δεν σου τελείωσα τ’ όνειρο.
Ιπ: Έλα, πες μου λοιπόν, μόνο μην κάνεις θόρυβο και ξυπνήσουμε τον πατέρα σου.
Κασ: Εντάξει. Αυτοί οι άνθρωποι, όπως σου είπα, ζούσανε τάχα σε μία άλλη εποχή, όπου είχανε διαστρεβλωθεί οι έννοιες των λέξεων, κι ο ένας αδυνατούσε να επικοινωνήσει με τον άλλο. Οι κάτοικοι των χωριών τούς λέγανε Κοτζαμπάσηδες, που στη γλώσσα των κατακτητών σήμαινε μέγα κεφάλι. Οι αξίες είχανε χαθεί και πολλοί δανείζονταν χρήματα απ’ αυτές τις οικογένειες, τα οποία αργότερα αναγκάζονταν να πληρώσουν δύο και τρεις φορές στην αξία τους, χωρίς όμως να καταφέρνουν να τα ξεχρεώσουν. Δεν υπήρχε βλέπεις ο έλεγχος του Δήμου για να βάλει τέλος στην ασυδοσία τους. Στο τέλος οι χωρικοί βάζανε ενέχυρο τα κτήματά τους, αλλά και το μέλλον των παιδιών τους. Οι Κοτζαμπάσηδες, λοιπόν, μάζευαν τους φόρους για τους κατακτητές και βάζανε επιπλέον χαράτσι για να πλουτίσουν οι ίδιοι. Οι φτωχοί ραγιάδες, όπως τους έλεγαν, δούλευαν όλη μέρα για να τους ξεχρεώσουν, ενώ για να βρουν το δίκιο τους προσέφευγαν στους Ανατολίτες για ν’ αποδώσουν δικαιοσύνη.
Ιπ: Πολύ φοβάμαι πως αν και ήσουν μικρή, ο χαμός του αγαπημένου σου αλόγου, αλλά και τα όσα περάσαμε συνεχίζουν να σ’ ακολουθούν ακόμη και τώρα στα όνειρά σου.
Κασ: Ίσως έχεις δίκαιο, άφησέ με όμως να συνεχίσω. Αυτοί οι τοπικοί πλούσιοι άρχοντες ντύνονταν με γούνες και στόλιζαν τ’ άλογά τους όπως οι κατακτητές, γιατί ήθελαν να τους μοιάζουν. Στα χωριά τους έβλεπαν υποτιμητικά τον αγράμματο λαό, ενώ παράλληλα είχαν στην αρμοδιότητά τους την απονομή της δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό και πολλοί χωρικοί όταν απέφευγαν τις βαριές αγγαρείες που τους έβαζαν, αλλά και την απόδοση φόρων, κατέφευγαν στους λόγγους και στα ψηλά βουνά για να γλυτώσουν από τα βασανιστήρια. Σε αυτή λοιπόν την παράξενη εποχή όταν άναψε η φλόγα της ελευθερίας, οι προύχοντες από φόβο πήραν το μέρος του λαού, ενώ οι ίδιοι ονειρεύονταν ν’ αναλάβουν τη θέση του κατακτητή. Σύντομα, μετά την επανάσταση και τα πρώτα δάνεια από τους συμμάχους ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος για τα χρήματα και τη διοίκηση της πατρίδας. Οι Κοτζαμπάσηδες οργανώθηκαν εναντίων των ηρώων οπλαρχηγών, σκοτώνοντας και φυλακίζοντας πολλούς απ’ αυτούς, ενώ ξένοι περιηγητές που ερχόταν στον τόπο μας μητέρα, γράφανε ότι στα σπίτια των χωρικών δεν υπήρχαν τραπέζια και καρέκλες για να καθίσουν.
Ιπ: Σε ακούω γεμάτη αγωνία, μα δεν βγάζω ακόμη κάποιο νόημα.
Κασ: Αργότερα όταν η χώρα απελευθερώθηκε, αυτοί οι Κοτζαμπάσηδες πήραν υψηλά πόστα κι έγιναν επαγγελματίες πολιτικοί. Οι χωρικοί δεν είχαν καμία δικαιοδοσία στην άσκηση εξουσίας της χώρας ή της πόλης τους, παρά μόνο κάποιοι που φορούσαν κάτι παράξενα χρωματιστά ρούχα, τα οποία γράφανε στην μπροστινή όψη τη φράση «αμετανόητος κομματάνθρωπος». Σα να μην έφταναν όλα αυτά, καταχρόνταν το δημόσιο πλούτο και κάνανε ρουσφέτια μαζί με τους ηγέτες τους, οι οποίοι παρέδιδαν τη διαχείριση της πατρίδας μας σε ξένα συμφέροντα. Όλους αυτούς μητέρα, τούς πλησίαζαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα και θεωρούσαν βέβηλους τους ναούς, τις παραδόσεις και τα ιερά μας.
Ιπ: Φαντάζομαι σίγουρα πως κάποιος σωτήρας θα τους περίμενε και αυτούς, όπως και μας.
Κασ: Όλοι οι φτωχοί άνθρωποι ζούσανε με αυτό τον κρυφό πόθο. Χρειαζόμαστε λέγανε κάποιους ανθρώπους που θα εγκαθιδρύσουν την πραγματική δημοκρατία για να συμμετέχουμε και μεις στην δημόσια ζωή ως πραγματικοί πολίτες, για το κοινό συμφέρον της πόλης. Τότε άρχισαν όλοι μαζί να ψελλίζουν σαν από ένστικτο τ’ όνομα του Σόλων στα χείλη τους. Ξαφνικά, τα πρόσωπα των ηγετών που ήταν σκαλισμένα πάνω στους τοίχους και στις πλατείες άρχισαν να ξεθωριάζουν και ν’ αλλοιώνονται. Οι άνθρωποι ονειρεύονταν μέσα στο δικό μου όνειρο ένα κόσμο πιο δίκαιο. Μία κοινωνία που θ’ απονείμει δικαιοσύνη, ισότητα, ισονομία και ισηγορία για όλους. Έτσι, καθώς ο ήχος του ονόματός του έβγαινε ακόμη πιο δυνατός από τα χείλη τους, άρχισα και γω να φωνάζω μαζί τους μέχρι που ξύπνησα.
Ιπ: Το τέλος της ιστορίας σου αν και διακόπηκε απότομα το βρίσκω πιο αισιόδοξο από την αρχή. Το ν’ αντιστέκεται κανείς θαρραλέα και μόνο αυτό από μόνο του προσδίδει κάποια αξία. Δεν είναι έτσι;
Κασ: Σίγουρα μητέρα. Εξάλλου ο πατέρας πάντα λέει πως το μεγαλύτερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η δράση για το καλό όλης της πόλης.
Ιπ: Σωστά! Βλέπω έγινες η καλύτερη μαθήτρια του. Η ζωή μας λοιπόν πρέπει να είναι πάντα υπό εξέτασιν, τίποτε δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ή προκαθορισμένο. Οι άνθρωποι που πετυχαίνουν την αλλαγή μέσα τους, αλλά και στην πόλη τους, πρέπει πρώτα ν’ αδειάσουν απ’ ό,τι παλιό κυοφορούσαν, αλλά πάνω απ’ όλα πρέπει να ξέρουν να πενθούν.
Κασ: Τι ακριβώς εννοείς, γιατί δε σε καταλαβαίνω.
Ιπ: Εννοώ ότι η απαξίωση της πολιτικής ζωής, λόγω έλλειψης κάποιας θετικής λύσης από τη μεριά των πολιτικών, δεν είναι κι αυτή ένα μικρό πένθος, το οποίο θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεπεραστεί από τους πολίτες ώστε να επέλθει ο καθαγιασμός της κοινωνίας; Άλλωστε θα πρέπει να ξέρεις πως η λέξη πολίτης είναι μία έννοια που δεν δίνεται δωρεάν στους ανθρώπους, αλλά κατακτάτε μέσα από αγώνες. Έτσι δεν είναι;
Κασ: Φαντάζομαι πως ναι. Πάντως φοβάμαι μητέρα μήπως κάποια στιγμή στο μέλλον βγούνε όλα αυτά που είδα στον ύπνο μου αληθινά.
Ιπ: Και γω το φοβάμαι μικρή μου.
Κασ: Κάποια στιγμή μου είχες πει πως τ’ όνομα που μου δώσατε δεν το διαλέξατε τυχαία με τον πατέρα, είναι αλήθεια;
Ιπ: Όταν ήσουν ακόμη στην κοιλιά μου μάντευες τα δυσάρεστα και κλοτσούσες πριν ακόμη αυτά συμβούν. Έτσι αποφασίσαμε με τον πατέρα σου να σου δώσουμε τ’ όνομα της βασιλοπούλας από την Τροία, που προμήνυε το χαμό της πόλης της, μα δεν την πίστευε κανείς. Αυτή η όμορφη κοπέλα είχε διδαχτεί την τέχνη της μαντικής από τον Απόλλωνα. Ο Θεός τότε της ζήτησε τον έρωτά της, αλλά αυτή του τον αρνήθηκε. Έτσι, της αφαίρεσε την δύναμη της πειθούς για να την εκδικηθεί και κανείς δεν έδινε πια βάση στις προφητείες της.
Κασ: Εσύ πάντως με τον πατέρα με πιστεύετε.
Ιπ: Όπως σου είπα, ήσουν ακόμη στην κοιλιά μου όταν μ’ απέτρεψες να καθίσω σε μία πέτρα χτυπώντας δυνατά. Τότε ο πατέρας σου κι εγώ είδαμε να ξετυλίγεται από κάτω ένα φίδι. Έτσι αποφασίσαμε, αφού κάναμε θυσία στο ναό του Δαφναίου Απόλλωνα, να σου δώσουμε τ’ όνομα Κασσάνδρα, ήταν τ’ όνομα της όμορφης βασιλοπούλας από την Τροία. Επειδή ακριβώς και συ έβλεπες με το δικό σου μοναδικό τρόπο τα δυσοίωνα μελλούμενα, τα οποία απ’ ότι φάνηκε μπορούν ν’ αποφεύγουν οι άνθρωποι.
Κασ: Καταλαβαίνω τι θες να πεις μητέρα.
Η Ιππολύτη σηκώνεται, παίρνει την κανάτα πάνω από το τραπέζι και βάζει μία κούπα με νερό, προσφέροντάς την στην κόρη της.
Ιπ: Έλα πιες λίγο και πέσε τώρα να κοιμηθείς, γιατί το πρωί δε θ’ αργήσει να έρθει.
Η Κασσάνδρα πέφτει ξανά στο κρεβάτι, ενώ η μητέρα της την πλησιάζει και της δίνει ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι.
Ιπ: Αυτή η κρυμμένη όραση μέσα μου, δεν ξέρω αν είναι ευχή η κατάρα, μα… παράξενες μέρες έρχονται μητέρα, παράξενες μέρες.