Παραμύθι – «Ζωή σε τρεις πράξεις»

της Γιώταq Αγαπητού        

Πράξη πρώτη: Σαν λούτρινο παιχνίδι

  Το σκοτάδι εδώ και ώρα είχε καλύψει τον τεράστιο χώρο του ψυχρού εκτροφείου. Τα κλουβιά με τα μικρά κουνέλια ήταν τοποθετημένα σε σειρά, για  να μπουν το πρωί στο φορτηγό και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους προς τις υπαίθριες αγορές και τα καταστήματα ζώων συντροφιάς. Κάθε χρόνο είναι έθιμο στα παιδιά να αγοράζουν ζωάκια, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις μέρες του Πάσχα.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό η Αλίκη πήρε για δώρο από τη συνονόματη γιαγιά της ένα μικρό κουνελάκι. Η χαρά που ένιωσε ήταν απερίγραπτη. Με όση τρυφερότητα διέθετε η παιδική της ψυχή το κράτησε στα χέρια της. Ήταν  ένα μικρό τετράποδο πλάσμα που μετρούσε μόλις μερικές εβδομάδες ζωής. Είχε μεγάλα όρθια αυτιά, μουστάκια και καφέ πλούσιο τρίχωμα, με μία λευκή τούφα ανάμεσα στ’ αυτιά του. Τα μάτια του εξέπεμπαν καλοσύνη κι εξυπνάδα. Καθώς συνέχιζε να το κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, του τραβούσε την ουρά και τ’ αυτιά, χωρίς να καταλαβαίνει τον πόνο που μπορεί να του προκαλούσε,  καθώς εκείνο πάλευε με όλη του τη δύναμη να ξεφύγει από τα χέρια του μικρού κοριτσιού. Δίπλα της η γιαγιά βλέποντάς την, καμάρωνε  γελώντας με τα κατορθώματα της. Σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να της αγοράσει κι ένα μικρό κοτοπουλάκι για να κάνουν παρέα οι τρεις τους. Έτσι, λοιπόν, της αποκάλυψε την ιδέα της. Την ορμήνεψε όμως ότι μπροστά στους γονείς της θα πρέπει να είναι ευγενική με τους φίλους της, για να μην της τα πάρουν. Η μικρή έξυπνη και πονηρή όπως ήταν, έκανε ακριβώς ότι της είπε.

Σε λίγες μέρες η γιαγιά, τηρώντας την υπόσχεσή της, τής έκανε ένα ακόμα δώρο. Ένα κίτρινο χαριτωμένο κοτοπουλάκι, που έβγαζε μία  ψιλή και τσιριχτή φωνή, η οποία ξεσήκωνε όλο τον κόσμο. Για μία ακόμα φορά η Αλίκη συμπεριφέρθηκε στο νέο της απόκτημα σαν να ήταν ένα λούτρινο άψυχο παιχνίδι, πιστεύοντας ότι δεν πονάει. Η γιαγιά της χαρούμενη που έβλεπε και πάλι την εγγονή της ευτυχισμένη, τραβούσε φωτογραφίες με το κινητό της, με σκοπό αργότερα να τις δείξει γεμάτη περηφάνια στις φίλες της.

Όταν το παιδί βαριόταν τα «παιχνίδια» του τα παρατούσε μέσα σ’ ένα αυτοσχέδιο κλουβί, που ήταν φτιαγμένο από χαρτόκουτο και άχυρα. Τα δυο ζωάκια κούρνιαζαν δίπλα δίπλα το ένα στο άλλο και φαίνονταν αφάνταστα δυστυχισμένα. Οι γονείς της λόγω των καθημερινών υποχρεώσεών τους δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο ώστε ν’ ασχοληθούν με τη φροντίδα τους. Έτσι τη δουλειά αυτή την ανέλαβε η γιαγιά, όπως εξάλλου είχε αναλάβει τη φύλαξη και τη φροντίδα της εγγονή της από τη μέρα που γεννήθηκε. Η κυρία Αλίκη όταν η μικρή παραπονιόταν, για να δικαιολογήσει την απουσία της μαμάς της, τής έλεγε ότι οι εποχές είναι δύσκολες και απαιτούν από τις γυναίκες να εργάζονται, λείποντας πολλές ώρες από το σπίτι. Το παιδί όμως δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά, επειδή τους έβλεπε ελάχιστα. Γι’ αυτό κι ανυπομονούσε να έρθουν γρήγορα οι μέρες των εορτών, ώστε να είναι όλοι μαζί. Αυτό το παράπονό της το εξομολογούνταν συχνά στα δύο μικρά ζωάκια. Στη γιαγιά της όμως δεν το εξέφρασε ποτέ, γιατί δεν ήθελε να την  κακοκαρδίσει. Εξάλλου και κείνη την αγαπούσε πολύ, όμως οι γονείς της τής έλειπαν αφάνταστα. Παρόλα αυτά η ηλικιωμένη γυναίκα καταλάβαινε τι ένιωθε το μικρό κορίτσι, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Στεναχωριόταν όμως που η κόρη της λόγω των αυξημένων οικονομικών απαιτήσεων αναγκαζόταν να εργάζεται σκληρά.

Οι μέρες των εορτών του Πάσχα πέρασαν γρήγορα, σαν ταξιδιάρικα πουλιά που βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους. Όλο αυτό το διάστημα η Αλίκη τις στιγμές που δεν έπληττε έπαιζε με τα δύο ζωάκια της. Ένα πρωινό όμως που είχε ξεφύγει από την προσοχή της γιαγιάς της, πήρε πολύχρωμους μαρκαδόρους κι έβαψε τη ράχη και τα φτερά του δύσμοιρου κοτόπουλου. Εκείνο, προσπαθώντας να ξεφύγει, τσίριζε με όλη του τη δύναμη ζητώντας βοήθεια. Η μικρή φοβούμενη μήπως την αντιληφθεί η γιαγιά της, το έβαλε βιαστικά και άτσαλα μέσα στο κλουβί. Ήθελε όμως πολύ να βάψει και το δεύτερο ζωάκι της, το οποίο είχε κουρνιάσει σε μία γωνιά και σχεδόν δεν ανέπνεε. Η Αλίκη από τη στιγμή εκείνη άρχισε να βαριέται τους τετράποδους φίλους της και δεν τους έβλεπε πια σαν κάτι όμορφο και ξεχωριστό. Γι’ αυτό και όταν αυτά την πλησίαζαν τα έσπρωχνε από κοντά της, ζητώντας από τους δικούς της να τα διώξουν.

Μία μέρα τα δύο ζώα όπως ξαφνικά κι απρόσμενα ήρθαν στο σπίτι έτσι κι έφυγαν. Μαζί με το κλουβί τους τ’ άφησαν μπροστά από ένα μεγάλο πράσινο κάδο σκουπιδιών, αδιαφορώντας για την τύχη τους. Ήταν η ώρα για τη μικρή Αλίκη να βρει κάποιο άλλο παιχνίδι για να καλύψει τη μοναξιά και την πλήξη της.

Άνοιξη. Η φύση άρχιζε απλόχερα να χαρίζει τα δώρα της. Οι μέρες του Πάσχα πέρασαν και η πόλη είχε γεμίσει από αδέσποτα ζωάκια που τα εγκαταλείψαν παιδιά, τα οποία κάποτε τα θεωρούσαν «παιχνίδια»  τους, μιας και οι γονείς τους δεν φρόντισαν ποτέ να τα μάθουν ότι τα ζώα είναι οι καλύτεροι φίλοι μας.

Πράξη δεύτερη: Προσωρινή αγκαλιά

Η Μαρίκα αφού ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της, φίλησε τρυφερά στο μέτωπο τον γιο της κι άρπαξε βιαστικά την τσάντα της φεύγοντας για τη δουλειά. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ και σε λίγο ξεκινούσε τη νυχτερινή της βάρδια. Εδώ και δύο χρόνια ήταν μέλος σε απορριμματοφόρο του δήμου. Ο άντρας της, ο Κώστας, δούλευε κι αυτός εκεί ως οδηγός. Δύσκολη κι επίπονη εργασία  και για τους δύο. Πολλές φορές τα βράδια αναγκάζονταν ν’ αφήνουν  μόνο του τον εντεκάχρονο γιο τους, μιας και δεν είχαν συγγενείς στην πόλη για να προσέχουν το μικρό Φαίδωνα. Η Μαρίκα όσο κι αν έψαξε να βρει μία δουλειά με ανθρώπινα ωράρια και καλύτερες συνθήκες δεν τα κατάφερε. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να εργαστεί στην αποκομιδή των σκουπιδιών.  Όταν είχε  ανάγκη οι συνάδερφοι της στη βάρδια την κάλυπταν για να μπορεί να μένει με το παιδί της. Εκείνο το βράδυ η νεαρή μάνα, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το λόγο, ένιωθε ένα βάρος στο στήθος της. Η βάρδια ξεκίνησε χωρίς κάτι ιδιαίτερο. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με κόσμο που απολάμβανε την τελευταία μέρα των ανοιξιάτικων διακοπών. Η γυναίκα για μια στιγμή σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να ήταν εκείνη την ώρα στο σπίτι μαζί με την οικογένειά της. Κοίταξε για λίγο τον άντρα της, που βρισκόταν στο τιμόνι του απορριμματοφόρου και του χαμογέλασε, για να μην καταλάβει ότι ήταν λυπημένη. Όλοι οι κάδοι ήταν γεμάτοι μέχρι πάνω με σκουπίδια. Απομεινάρια μιας καταναλωτικής κοινωνίας που έχει μάθει να συνδυάζει την ευτυχία της με μεγάλες ποσότητες φαγητού και υλικών αγαθών. Η ώρα κόντευε δύο το πρωί. Φτάνοντας δίπλα σ’ ένα ακόμα πράσινο κάδο την περίμενε μία έκπληξη. Παρατήρησε ένα αυτοσχέδιο κλουβάκι κι αυτό της έκανε εντύπωση. Προσπαθώντας να το ανοίξει με αγωνία, αντίκρισε κουρνιασμένο σε μία γωνιά ένα μικρό ταλαιπωρημένο και φοβισμένο κουνελάκι, που ίσα ίσα ανέπνεε. Δίπλα του ήταν ξαπλωμένο ένα κοτοπουλάκι, που τα πούπουλα του ήταν βαμμένα με πολύχρωμους και ανεξίτηλους παιδικούς μαρκαδόρους. Το δύσμοιρο ζωάκι δυστυχώς δεν ανέπνεε. Η γυναίκα αφού έβγαλε με προσοχή το τρομαγμένο κουνελάκι από το χαρτόκουτο, το πήρε στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη του.  Σοκαρισμένη, αλλά  και χαρούμενη έτρεξε προς τον άντρα της για να του το δείξει. Το γλυκό αυτό πλάσμα με τα μεγάλα κι εκφραστικά μάτια, θα το έκανε δώρο στον γιο τους, τον Φαίδωνα, για να του κρατάει συντροφιά τις ώρες που εκείνοι θα λείπουν…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπσόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr

              Μέλος του