της Γιώταq Αγαπητού
Πράξη δεύτερη: Προσωρινή αγκαλιά (συνέχεια)
Η Μαρίκα προς το παρόν έβαλε και πάλι το μικρό κουνελάκι στο κλουβί του, τοποθετώντας το προσεχτικά στη θέση του συνοδηγού, δίπλα στον άντρα της. Στη συνέχεια, αφού πήρε στα χέρια της το άψυχο κοτοπουλάκι, άνοιξε μία μικρή τρύπα στο χώμα μ’ ένα μυτερό ξύλο που βρήκε στην άκρη του δρόμου και το έθαψε. Η καρδιά της δεν άντεχε ν’ αφήσει αυτό το δύσμοιρο πλάσμα να γίνει τροφή για τους γλάρους που πετούσαν δίπλα στους κάδους των σκουπιδιών, ψάχνοντας οτιδήποτε για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Άλλωστε από μικρή είχε μάθει από την οικογένειά της να σέβεται και να φροντίζει όλα τα ζώα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο χωριό που γεννήθηκε. Εκεί ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένη από τετράποδους φίλους, τούς οποίους και λάτρευε. Το αίσθημα της αγάπης αυτής προς κάθε μορφή ζωής το είχε μεταλαμπαδεύσει αργότερα και στο παιδί της, μαθαίνοντας του ότι όλοι πάνω σ’ αυτή τη γη είναι ξεχωριστοί και μοναδικοί, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Τελειώνοντας τη δουλειά, παρά την κούραση που ένιωθε, έλεγε και ξανάλεγε στον άντρα της για τη χαρά που θα έπαιρνε ο γιος τους με αυτό το δώρο, αλλά και την περηφάνια την οποία θα αισθανόταν για κείνους, που έσωσαν μία μικρή κι απροστάτευτη ζωή. Όταν έφτασαν στο σπίτι σχεδόν ξημερώματα τοποθέτησαν το κλουβί σε μια μικρή γωνιά. Ευτυχώς από πριν το κουνελάκι είχε λίγο φαγητό και νερό για να ξεγελάσει την πείνα και τη δίψα του. Εξάλλου όταν θα ξυπνούσε ο Φαίδωνας θα πήγαιναν να προμηθευτούν όλα τ’ απαραίτητα για τον τετράποδο φίλο τους. Η Μαρίκα, αφού πήρε στην αγκαλιά της για λίγη ώρα το μικρό ζωάκι, πήγε μαζί με τον άντρα της για ύπνο ικανοποιημένη.
Κόντευε εφτά η ώρα και το ζευγάρι δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Ο Φαίδωνας πριν καν ακόμα χτυπήσει το ξυπνητήρι πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Ήταν η πρώτη μέρα που θα πήγαινε στο σχολείο μετά τις διακοπές του Πάσχα και το μικρό αγόρι ανυπομονούσε να συναντήσει και πάλι τους φίλους του που είχε να τους δει τόσες μέρες. Όμως πριν απ’ αυτό δε φανταζόταν ότι θα τον περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη. Μέσα στο σαλόνι, σε μία γωνιά, βρισκόταν ένα αυτοσχέδιο κλουβί από χαρτόκουτα και άχυρο. Το παιδί όταν πήγε κοντά από περιέργεια αντίκρισε ένα μικρό κουρνιασμένο και φοβισμένο τετράποδο πλάσμα. Ήταν ένα χαριτωμένο κουνελάκι. Οι δύο αθώες αυτές ψυχές όταν κοιτάχτηκαν ένιωσαν αμέσως μία αμοιβαία συμπάθεια. Ο Φαίδωνας με πολύ προσοχή, αφού πρώτα του χάιδεψε την πλάτη, το πήρε στην αγκαλιά του. Σε μιαν άκρη η Μαρίκα, που μόλις είχε ξυπνήσει, τον κοιτούσε συγκινημένη. Ο γιος της χαιρόταν που θα έλεγε στους συμμαθητές του για το απρόσμενο αυτό δώρο των γονιών του. Πριν ξεκινήσει για το σχολείο αποφάσισε να του δώσει ένα όνομα, θα τον έλεγε Μπαξ Μπάνι. Ήταν τ’ όνομα του αγαπημένου του ήρωα κινουμένων σχεδίων. Όλα πια έδειχναν ότι το μικρό κουνελάκι απέκτησε επιτέλους ένα αληθινό σπίτι, στο οποίο δε θα του συμπεριφέρονταν σαν λούτρινο παιχνίδι, αλλά σαν ένα ζωντανό πλάσμα που είχε ανάγκη από αγάπη και φροντίδα.
Οι δύο φίλοι το επόμενο διάστημα έγιναν αχώριστοι. Όταν ο μικρός μαθητής τελείωνε με τις υποχρεώσεις του, έτρεχε κατευθείαν στον Μπάξ, που τον φρόντιζε και τον είχε συνέχεια δίπλα του. Το κουνελάκι φαινόταν ήρεμο κι ευτυχισμένο. Ήταν πια το τέταρτο μέλος μίας οικογένειας που το αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτό. Ο καιρός κύλισε γρήγορα. Σε λίγο τα σχολεία θα έκλειναν. Η Μαρίκα με τον Κώστα, βλέποντας ότι ο γιος τους συμπεριφερόταν υπεύθυνα απέναντι στο μικρό φίλο του, σκέφτηκαν ότι ίσως θα μπορούσαν να πάρουν κι ένα σκυλάκι. Άλλωστε ο Φαίδωνας το ζητούσε εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Εκείνοι όμως δε γνώριζαν αν το παιδί τους θα μπορούσε ν’ αναλάβει μία τόσο μεγάλη ευθύνη. Το νεαρό αγόρι, ωστόσο, τους απέδειξε πόσο ώριμο και προστατευτικό ήταν με το ζώο που του είχαν χαρίσει.
Έτσι, λοιπόν, λίγες μέρες μετά από το τέλος της σχολικής χρονιάς το ζευγάρι κρυφά από τον Φαίδωνα αποφάσισε να επισκεφτεί ένα καταφύγιο αδέσποτων ζώων. Εκεί, ανάμεσα σε δεκάδες εγκαταλελειμμένα σκυλιά τράβηξε την προσοχή τους ένα μικρό χαριτωμένο κουταβάκι, με λευκές πατούσες και χρυσαφένιο τρίχωμα. Τα μεγάλα του αυτιά κρεμόταν αδέξια πίσω από τα μάτια του, ενώ δε σταματούσε να κουνάει την ουρά του, προσπαθώντας να παίξει μαζί τους. Το μικρό αυτό πλασματάκι φαινόταν ν’ αναζητά απεγνωσμένα μία οικογένεια που θα του άνοιγε την αγκαλιά της. Πράγματι, σε λίγο τ’ όνειρό του θα γινόταν αληθινό.
Όταν το έφεραν στο σπίτι το σκυλάκι έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά του Φαίδωνα, γεμίζοντάς τον χαρά και πολλά σάλια. Από κείνη τη στιγμή οι δυο τους θα γινόταν αχώριστοι. Όμως από την άκρη του κλουβιού ο Μπαξ αναστατωμένος παρακολουθούσε χωρίς να καταλαβαίνει τα όσα συνέβαιναν γύρω του. Για μία ακόμα φορά οι δύο γονείς, βλέποντας στο πρόσωπο του παιδιού τους ζωγραφισμένη την ευτυχία, ένιωσαν αφάνταστα ικανοποιημένοι. Ο Φαίδωνας αυθόρμητα του έδωσε τ’ όνομα Φρίξος. Ένα όνομα που στο άκουσμά του το μικρό σκυλάκι ανταποκρίθηκε από την πρώτη στιγμή, λες και το γνώριζε ήδη από χρόνια. Ωστόσο είχε πολλά να κάνει ακόμα. Έπρεπε ν’ ανακαλύψει το νέο του σπίτι. Η μύτη του τον οδήγησε αμέσως στο κλουβί του Μπαξ. Το κουνελάκι βλέποντας το νέο ένοικο μαζεύτηκε σε μία γωνιά φοβισμένο. Αντίθετα ο Φρίξος, θέλοντας να παίξει μαζί του, γαύγιζε χαρούμενος, κουνώντας την ουρά του, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να χώσει τη μουσούδα του μέσα στο κλουβί. Δυστυχώς η πρώτη συνάντηση των δύο τετράποδων συγκατοίκων δεν ξεκίνησε καλά. Κάτι που αντιλήφθηκαν αμέσως η Μαρίκα με τον Κώστα.
Οι επόμενες μέρες στο σπίτι της οικογένειας Δουρέντη κύλισαν γεμάτες από τις φωνές και τις σκανδαλιές του μικρού Φρίξου, ο οποίος είχε καταλάβει για τα καλά μία θέση στην καρδιά όλων. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως το κουτάβι να γίνει φίλος με τον Μπαξ, εκείνος συνέχιζε να τον βλέπει σαν τον εισβολέα που ήρθε να του κλέψει τον Φαίδωνα. Πράγματι, το αγόρι σιγά σιγά έπαψε ν’ ασχολείται μαζί του, ενώ σπάνια τον έβγαζε από το κλουβί για να παίξουν οι δυο τους. Έτσι αναγκάστηκαν να τον αναλάβουν εξολοκλήρου οι γονείς του. Άλλωστε όσες φορές κι αν προσπάθησαν να πείσουν το γιο τους ν’ ασχοληθεί με το κουνελάκι δεν τα κατάφεραν, μιας και κείνος τούς προέβαλε συνεχώς διάφορες δικαιολογίες.
Το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει. Η μέρα που τα σχολεία θ’ άνοιγαν για την νέα χρονιά είχε σχεδόν φτάσει. Ο Φαίδωνας θα έπρεπε ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά στα μαθήματά του. Γι’ αυτό και τη φροντίδα του σκυλιού είχαν αποφασίσει να την αναλάβουν από κοινού η Μαρίκα με τον Κώστα. Δυστυχώς όμως ήταν η ώρα, όσο κι αν δεν το ήθελαν, να πάρουν μία δύσκολη και σκληρή απόφαση.
Πράξη τρίτη: Μόνιμο σπίτι
Ώρα εννιά το πρωί, κι ο Παναγής ανοίγει γι’ άλλη μία φορά το κατάστημα με ζώα συντροφιάς, που διατηρεί εδώ και τριάντα χρόνια στο κέντρο της πόλης. Φιλόζωος από παιδί, αποφάσισε να κάνει τ’ όνειρό του πραγματικότητα. Στεναχωριόταν όμως που σε λίγους μήνες θα έπρεπε να το κλείσει για πάντα λόγω συνταξιοδότησης. Όσο κι αν ήθελε να το αναλάβουν ο γιος με τη νύφη του, εκείνοι προτίμησαν ν’ ασχοληθούν με άλλα πράγματα. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να καλημερίσει τους μικρούς του φίλους, που ήταν στα κλουβιά τους καθαροί και τακτοποιημένοι, όταν τη ρουτίνα του διατάραξε ο ήχος της πόρτας. Ένα αγόρι μαζί με τη μαμά του μπήκαν μέσα στο μαγαζί. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα κλουβί με ένα μικρό κουνελάκι. Το παιδί φαινόταν πολύ στεναχωρημένο. Το ίδιο όμως έδειχνε να νιώθει και το μικρό ζώο, που μετά από πολύ καιρό είχε κουρνιάσει και πάλι φοβισμένο μέσα στο κλουβί του…