του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο Πάμπλο Ρουίθ, αυτός ο σπουδαίος ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης, ποιητής, σκηνογράφος και δραματουργός, ο οποίος επέλεξε τελικά τ’ όνομα της μητέρας του, Πικάσο, είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Ο Πικάσο θα γεννηθεί στη Μάλαγα της Ανδαλουσίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Ο πατέρας του Χοσέ Ρούιθ Μπλάσκο, καθηγητής σχεδίου, βασκικής καταγωγής, από πολύ νωρίς δίδαξε στον Πικάσο τις αρχές της τέχνης.
Τα πιο παλιά του σκίτσα που σώζονται χρονολογούνται στα 1890, όταν ήταν μόλις 9 ετών. Αστείρευτος δημιουργός μέχρι το θάνατό του, σε προχωρημένη ηλικία (92 ετών) έπινε χωρίς να χορταίνει απ’ όλες τις καλλιτεχνικές δεξαμενές. Σε όλη τη διάρκεια του βίου του θα ζωγραφίσει περίπου 1800 πίνακες, 3000 χαρακτικά, 7000 σχέδια, και 3200 κεραμικά πειραματιζόμενος με τις πιο διαφορετικές μεταξύ τους τεχνοτροπίες.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα θα γράψει σ’ ένα κείμενο του με τίτλο «Δεν υπάρχει αφηρημένη τέχνη»:
«Αντιμετωπίζω τη ζωγραφική όπως αντιμετωπίζω τα πράγματα. Ζωγραφίζω το παράθυρο όπως κοιτάζω το παράθυρο. Αν τούτο το ανοιχτό παράθυρο δεν δένει καλά στον πίνακα τότε τραβάω μια κουρτίνα και το κλείνω, όπως θα έκανα στην κάμαρά μου. Στη ζωγραφική πρέπει να κάνεις όπως και στη ζωή, να επεμβαίνεις άμεσα. Ο καλλιτέχνης μαζεύει συγκινήσεις που έρχονται απ’ όλες τις μεριές: από τον ουρανό, τη γη, ένα κομμάτι χαρτί, τη σιλουέτα του περαστικού, τον ιστό της αράχνης. Ακριβώς γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχωρίζει τα πράγματα που δεν είναι χωρισμένα σε κατηγορίες. Πρέπει να παίρνει ό,τι μπορεί να χρησιμεύσει εκεί που το βρίσκει, αλλά όχι από τα έργα του.[…]»
Το 1891 η οικογένειά του θα μετακομίσει για οικονομικούς λόγους στην πόλη Λα Κορούνια, όπου ο καλλιτέχνης πατέρας του θα πιάσει δουλειά ως δάσκαλος σχεδίου και ζωγραφικής. Εκεί, ο Πικάσο πρωτοξεκίνησε σπουδές σχεδίου τις οποίες ολοκλήρωσε μόλις σε ηλικία δεκατριών ετών.
Μετά από τέσσερα χρόνια παραμονής τους στη Λα Κορούνια, το 1895, η οικογένειά του θα εγκατασταθεί για οικονομικούς λόγους στη Βαρκελώνη, όπου στην ηλικία των δεκατεσσάρων, λόγω του ταλέντου του – αν αναλογιστούμε πως η ηλικία εισαγωγής των φοιτητών ήταν τα είκοσι – θα γίνει δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών της La LIotja. Εκεί θα φοιτήσει για δύο χρόνια, ενώ το φθινόπωρο του 1897 θα κερδίσει το χρυσό μετάλλιο με τον πίνακα «Επιστήμη και Φιλανθρωπία» ένα έργο που ακολουθούσε τους ακαδημαϊκούς κανόνες του κοινωνικού ρεαλισμού. Πρόκειται για μία σκηνή στην οποία ένας γιατρός περιποιέται την κατάκοιτη άρρωστη σε ένα φτωχικό δωμάτιο.
Τον συγκεκριμένο πίνακα θα δωρίσει στον θείο του, ο οποίος θα αναλάβει να τον βοηθήσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο, στη Μαδρίτη. Παρόλα αυτά ο Πικάσο κατά τη διάρκεια των σπουδών του θα εξεγερθεί ενάντια στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, αλλά αργότερα μετά από μία περιπέτεια της υγείας του και την επιστροφή του στη Βαρκελώνη, την άνοιξη του 1900 με τον πίνακα «Η πρώτη κοινωνία» θα πάρει το εισιτήριο για την καλλιτεχνική πρωτεύουσα του κόσμου, το Παρίσι.
Στο Παρίσι θα αρχίσει να διαφαίνεται η ποικιλομορφία της ζωγραφικής του έκτασης, η οποία χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες περιόδους στη ζωή του. Η πρώτη περίοδος ξεκινάει από το 1901 έως το 1904, την οποία θα περάσει μεταξύ Παρισιού και Βαρκελώνης. Είναι η μπλε ή γαλάζια περίοδος, όπου ο καλλιτέχνης επηρεάζεται από την ισπανική νοοτροπία με έντονα καταθλιπτικό χαρακτήρα, καθώς από τη μία είχε χάσει τον καλύτερό του φίλο Casajemas, που είχε αυτοκτονήσει λόγω ερωτικής απογοήτευσης, ενώ από την άλλη ο ίδιος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Το θλιμμένο βαθύ μπλε χρώμα, καθώς και τα απόμακρα μοναχικά πρόσωπα κυριαρχούν στις συνθέσεις αυτής της περιόδου, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στον πίνακα που φιλοτέχνησε στα 1903 με τίτλο «Η τραγωδία».
Τον Απρίλιο του 1904 θα εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι, όπου η επίδραση του μεταϊμπρεσιονιστή γάλλου ζωγράφου Τουλούζ Λωτρέκ (1864 – 1901) φαίνεται να είναι αποφασιστική. Εκεί, μετά τη γνωριμία του με την Φερνάντ Ολιβέ περνάει στη ροζ περίοδο. Έτσι, από το 1905 έως το 1907 στα έργα του διαφαίνεται ένα κλίμα πιο αισιόδοξο, όπου αρχίζει να κορυφώνεται η καλλιτεχνική του τάση προς τον ερωτισμό. Τα θέματα αυτής της περιόδου αντλούνται από τον περιπλανώμενο κόσμο του τσίρκου. Ένας από τους σημαντικότερους πίνακες αυτής της περιόδου τον οποίο φιλοτέχνησε την άνοιξη του 1906 είναι «Η νεαρή ακροβάτισσα πάνω σε μπάλα» στον οποίο διαφαίνεται το γεωμετρικό στοιχείο προαναγγέλλοντας τις αλλαγές που θα επέλθουν σύντομα με τον Κυβισμό.
Στο μουσείο του Τροκαντερό την άνοιξη του 1907 θα ανακαλύψει την πρωτόγονη τέχνη. Η πρωτόγονη γλυπτική για τους νέγρους, θα πει ο Πικάσο, λειτουργούσε ως ένα είδος όπλου και εξουσίας επάνω στα πνεύματα, δηλαδή στις δυνάμεις που δεν κατανοούν. Έτσι, το χειμώνα του 1907 δούλεψε τη μεγάλη σύνθεση που έμελε να γίνει γνωστή ως «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» για την οποία θα πει πως: «ήταν ο πρώτος μου πίνακας εξορκισμού!» Στις Δεσποινίδες της Αβινιόν απεικονίζεται ένας οίκος ανοχής της Βαρκελώνης, στην οδό Αβινιόν, στον οποίο ο Πικάσο σύχναζε όταν ήταν νεαρός. Στο έργο βλέπουμε πέντε αντισυμβατικές για την εποχή (νέγρες και πόρνες) εξωπραγματικές γυμνές γυναίκες σ’ ένα σχεδόν απροσδιόριστο χώρο, με πρόσωπα που μοιάζουν με αιγυπτιακές αφρικανικές μάσκες, οι οποίες προκαλούν ένα αίσθημα απορίας, θλίψης και τρόμου. Η ωμότητα που ενέπνεε το έργο προκάλεσε την αποδοκιμασία των φίλων του. Ωστόσο με αυτόν τον πίνακα ο Πικάσο ήθελε να κλείσει τους λογαριασμούς του, ερχόμενος σε οριστική ρήξη με τη παράδοση, την κουλτούρα και την συμβατικότητα της δυτικής τέχνης.
Αργότερα μαζί με τον ζωγράφο και γλύπτη Ζωρζ Μπρακ (1882 – 1963) θα μπει στην περίοδο του κυβισμού, όπου μέσα από μικρούς κύβους παρουσιάζει τα ανθρώπινα σώματα. Η περίοδος αυτή έχει δύο φάσεις: από το 1909 έως το 1912 που είναι ο απλός κυβισμός και από το 1912 έως το 1915 που είναι ο σύνθετος κυβισμός ή η τεχνική του κολάζ.
Στα 1911 ο Πικάσο θα χωρίσει με τη Φερνάντ και θα μετακομίσει στο Παρίσι μαζί με την Εύα Γκουέλ, την οποία φώναζε χαϊδευτικά «Ma jolie». Ενώ από το 1912 και μετά θα αφιερωθεί αποκλειστικά στο κολάζ, μιας και θεωρούσε πως ο Αναλυτικός Κυβισμός ήταν υπερβολικά αφηρημένος και επιστημονικός. Το ξέσπασμα όμως του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου από τον Ιούλιο του 1914, καθώς και ο θάνατος της Εύας, στα τέλη του 1915 από φυματίωση, ήταν δύσκολα χρόνια για τον Πικάσο, κάτι το οποίο αντανακλάται στα έργα του.
Η κορύφωση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, η οποία μας άφησε το πιο γνωστό έργο του Σουρεαλισμού την «Γκουέρνικα» καθώς και ο Μοντερνισμός, αναπτύσσονται στα έργα του κυρίως μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στα οποία και θα αναφερθώ αναλυτικά στο επόμενο άρθρο.
Προς το παρόν κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ σε μία φράση του γάλλου ποιητή, ζωγράφου και θεατρικού συγγραφέα Ζαν Κοκτώ (1889 – 1963) ο οποίος στην προσπάθειά του να δικαιώσει το ασύμβατο πολλές φορές ως προς την τάξη, την αρμονία και την ομορφιά έργο του Πικάσο, έλεγε: «Ο Πικάσο μου δίδαξε να τρέχω πιο γρήγορα από την ομορφιά. Εκείνος που τρέχει το ίδιο γρήγορα όσο και η ομορφιά δεν θα κάνει έργα παρά γεμάτα πλεονασμό και γραφικότητα. Εκείνος που τρέχει λιγότερο γρήγορα από την ομορφιά θα κάνει έργα απλώς μέτρια. Εκείνος που τρέχει όμως πιο γρήγορα από την ομορφιά θα κάνει ένα έργο που θα μοιάζει άσχημο, αλλά που θα υποχρεώνει την ομορφιά να το φτάσει και τότε όταν η συμπόρευση αυτή γίνει πραγματικότητα το έργο θα γίνει αμετάκλητα όμορφο».