της Γιώτας Αγαπητού
Η Στέλλα μ’ ένα βλέμμα απλανές κοιτάζει το αριστερό της πόδι, προσπαθώντας να το αγγίξει, αλλά μάταια. Τα χέρια της δεν έχουν πια τη δύναμη να εκτελέσουν αυτή την τόσο απλή κίνηση. Ασυναίσθητα νιώθει να κάτι κυλάει στην άκρη του προσώπου της. Είναι ένα πικρό δάκρυ που ξέφυγε σαν τον κλέφτη από την κόγχη των ματιών της. Με το μικρό κομματάκι χαρτιού που έχει κοντά στο μαξιλάρι της παίρνει να το σκουπίσει. Όλη αυτή η προσπάθεια όμως την εξουθενώνει. Μηχανικά κλείνει τα μάτια της για να κοιμηθεί, σαν να θέλει να ξεφύγει από τον ίδιο της τον εαυτό.
Στο μικρό δωμάτιο επικρατεί ησυχία, η Στέλλα για συντροφιά της έχει τη βροχή, η οποία καθώς πέφτει πάνω στις στέγες των σπιτιών θυμίζει διάσπαρτες μουσικές νότες. Αυτός ο ήχος τη χαλαρώνει. Εξάλλου, πάντα την ηρεμούσε. Στη μνήμη της, που λόγω της ασθένειας έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, φέρνει αχνά τη νεανική της εικόνα. Όταν κάποτε ήταν κορίτσι της άρεσε να βγαίνει έξω στη βροχή και να χορεύει, νιώθοντας το νερό να κυλάει πάνω της, σαν έναν ιδανικό και αόρατο εραστή. Με κλειστά τα μάτια, προσπαθεί να μετρήσει τις σταγόνες που πέφτουν στο χώμα. Μετά από λίγο όμως, νιώθει ότι όλη αυτή η διαδικασία την κουράζει, όπως άλλωστε και πολλά άλλα πράγματα από τότε που αρρώστησε. Στη ζωή της πάντα πίστευε ότι ήταν άτρωτη, μιας και είχε περάσει πάρα πολλά. Μα τώρα πια δεν έχει τη δύναμη, αλλά ούτε και τη διάθεση ν’ αναμετρηθεί με το παρόν.
Γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1956 σ’ ένα μικρό και απομονωμένο χωριό της Στερεάς Ελλάδας, από γονείς που πάλευαν να τιθασεύσουν την άγονη γη για να μπορέσουν να ζήσουν. Είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, με την ελπίδα, μέσα στην τόση σκληρή φτώχεια που βίωναν, κάποιο απ’ αυτά να καταφέρει να επιβιώσει κι αργότερα να τους ξεκουράσει. Άλλωστε, στην Ελλάδα της συνεχιζόμενης ανέχειας και του σκοτεινού παρακράτους, που στραγγάλιζε καθημερινά το λαό της γι’ αρκετές γενιές, η απόκτηση πολλών παιδιών ήταν μια κάποια λύση.
Η Στέλλα ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας. Ένα ντροπαλό και ήσυχο παιδί, που προσπαθούσε με όποιο τρόπο μπορούσε να είναι χρήσιμη για τους γονείς της. Καθώς μεγάλωνε η ιδέα του να φτιάξει το δικό της σπιτικό την απωθούσε. Το μόνο που ονειρευόταν ήταν να φύγει μακριά από τον τόπο της. Εξάλλου, τ’ αδέρφια της, όπως και αυτή, είχαν ξεπληρώσει και με το παραπάνω το χρέος τους απέναντι στην οικογένειά. Έτσι, όσο κι αν την πίεζαν να παντρευτεί, εκείνη δεν άλλαζε γνώμη. Εξάλλου, είχε κάνει τα χαρτιά της για να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Λίγο πριν μπει όμως στο τρένο το μετάνιωσε. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει το μίσος που ένιωθε για τους Γερμανούς. Πάντα έφερνε στο νου της την ιστορία που της είχε διηγηθεί ο πατέρας της. Στην κατοχή εκείνος είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση. Όταν οι ναζί έκαψαν το χωριό του ως αντίποινα, αφού πρώτα είχαν συλλάβει για να εκτελέσουν στην πλατεία όλους τους άντρες από δεκαέξι χρονών και πάνω, ανάμεσά τους ήταν και ο πατέρας της. Την ώρα της εκτέλεσης τραυματίστηκε σοβαρά, καταφέρνοντας αργότερα να ξεφύγει, τρέχοντας μέσα στο δάσος. Την ιστορία αυτή όποτε τη θυμόταν δάκρυζε. Αυτό ίσως να ήταν από τα λίγα γεγονότα που είχε διαφυλάξει η μνήμη της από τότε που αρρώστησε.
Η Στέλλα ανοίγει τα μάτια της, αγγίζοντας το σεντόνι που είναι σκεπασμένη. Πιάνει τις πτυχές του σαν ν’ ανακαλύπτει κάτι καινούριο. Τώρα τα δάχτυλά της δεν είναι τόσο ευλύγιστα όπως κάποτε. Η κάθε κίνηση είναι ένας μεγάλος άθλος για κείνη. Κοιτάζει για πολλοστή φορά το δωμάτιο σαν να το βλέπει για πρώτη φορά. Το βλέμμα της καρφώνεται στη λάμπα που είναι στο ταβάνι. Κάτι της θυμίζει αυτό το μεγάλο μεταλλικό καπέλο που είναι βαμμένο με έντονο πράσινο χρώμα της βιομηχανικής εποχής των αρχών του εικοστού αιώνα. Θυμάται αμυδρά κάτι παρόμοιες που υπήρχαν ακόμα στο εργοστάσιο όπου έπιασε δουλειά όταν πήγε στην Αθήνα στα μέσα του 1980. Το πρώτο της μεροκάματο το έκανε στη βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων «Αγοραστού κ Σία Ο.Ε.» στα Κάτω Πατήσια. Ο χώρος φωτίζονταν από τέτοιες λάμπες, βοηθώντας τις μοδίστρες να εντοπίζουν και την παραμικρή ατέλεια στο ύφασμα που έραβαν. Όταν πήγε να εργαστεί, αν και δεν είχε δει ποτέ μηχανή ραψίματος, δεν το ανέφερε στο αφεντικό της. Άλλωστε είχε ανάγκη από δουλειά. Ντρεπόταν να τη φιλοξενεί η φίλη και συγχωριανή της, η Φωτούλα. Οι πρώτες μέρες στη βιοτεχνία ήταν δύσκολες. Τα δάχτυλά της πονούσαν από τα πολλά τρυπήματα που είχαν από τις βελόνες των ραπτομηχανών. Για καλή της τύχη όμως καμία συνάδερφός της, αν και από την πρώτη στιγμή είχαν καταλάβει την ασχετοσύνη της, δεν την πρόδωσε στο αφεντικό. Ωστόσο, με τον καιρό είχε εξελιχτεί σε μία πολύ καλή μοδίστρα. Από εκείνη την εποχή είχε μάθει να είναι αυστηρή κριτής σε κάθε είδους ύφασμα που έπιανε στα χέρια της. Όπως τώρα, που νιώθει τα δάχτυλά της ν’ αγγίζουν ένα μικρό κομμάτι κλωστής που έχει ξηλωθεί από την άκρη του σεντονιού. Νευριάζει και μόνο στην ιδέα του κακοραμμένου υφάσματος. Προσπαθεί να την κόψει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Τ’ αδύναμα χέρια της δεν υπακούουν στις εντολές του εγκεφάλου της. Κοιτάζει αποχαυνωμένη τα μακριά και λεπτά δάχτυλά της, είναι τόσο ντελικάτα. Αν κάποιος τα έβλεπε ακόμα και τώρα θα πίστευε πως, παρόλο που ο χρόνος πέρασε από πάνω τους, εκείνα θυμίζουν τα χέρια καλοζωισμένων δεσποινίδων μιας άλλης εποχής. Η Στέλλα πάντα φρόντιζε τ’ άκρα της να είναι περιποιημένα. Θεωρούσε ότι ήταν το μοναδικό όμορφο σημείο στο σώμα της. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό της ένιωθε ότι δεν ήταν όμορφη. Ψηλή, ξερακιανή, με πολύ αδρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της. Τα μάτια της, αν κι έμοιαζαν με κουμπότρυπες, ήταν γεμάτα φλόγα και πάθος για ζωή. Μία φλόγα που η ασθένεια σιγά σιγά την είχε σβήσει και σπάνια αναζωπυρώνονταν, για να θυμίζει το ανέμελο και δυναμικό παρελθόν της.
Νιώθει κουρασμένη, αλλά συνεχίζει να ψαχουλεύει τα σεντόνια. Εντύπωση της κάνει ο σωλήνας του καθετήρα που αγγίζει. Αναρωτιέται άραγε τι να είναι. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει κανείς μέσα στο δωμάτιο για να της μιλήσει. Εκνευρίζεται, κάνει να φωνάξει, αλλά το μετανιώνει. Άλλωστε τι νόημα έχει, αφού σε λίγο θα το έχει ξεχάσει. Κλείνει τα μάτια, θα ήθελε και πάλι να ήταν νέα και υγιής, πιστεύοντας ότι δε θα ξανάρθει στην ίδια κατάσταση και ότι όλα αυτά είναι ένας κακός εφιάλτης. Η δίψα που νιώθει την κάνει ν’ ανοίξει ξανά τα μάτια της. Με την άκρη του βλέμματός της εντοπίζει το μικρό πλαστικό ποτήρι που είναι δίπλα στο κρεβάτι. Προσπαθεί με δυσκολία να το πιάσει. Τα χέρια της τρέμουν, δεν αντέχουν κάτι τόσο επίπονο για το σώμα της, που για τους άλλους θα ήταν μία απλή κίνηση. Καταφέρνει με δυσκολία να πιει λίγες σταγόνες νερό, κάποιες άλλες σαν απρόσκλητοι επισκέπτες πέφτουν πάνω στο λευκό σεντόνι με τα μεγάλα κίτρινα λουλούδια, σαν και κείνα που είχε το φόρεμά της όταν συνάντησε για τελευταία φορά τον Φιλήμονα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1995 σε μία καφετέρια στον Λυκαβηττό. Σε αυτό το ραντεβού και οι δυο τους ήξεραν καλά πως θα εξελίσσονταν η συνάντησή τους. Η Στέλλα έπρεπε ν’ απαντήσει στην πρόταση γάμου που της είχε κάνει, μιας και της είχε δώσει διορία πέντε ημερών. Μέσα του όμως ήξερε καλά ότι δεσμεύσεις τέτοιου τύπου την τρόμαζαν. Εκείνη τη μέρα οι δύο αυτοί άνθρωποι με απόφαση της Στέλλας θα τραβούσαν για πάντα ξεχωριστούς δρόμους. Παρόλα αυτά όμως αυτή αισθανόταν αγαλλίαση, αφού μετά από τρία χρόνια ένιωθε και πάλι ελεύθερη. «Το δικό μου φόρεμα ήταν καλοσχεδιασμένο και καλοραμμένο. Τι σχέση έχει με αυτό το τσίτι;» μονολόγησε, ενώ συνέχισε να κρατάει το σεντόνι. Έκανε για λίγο προς τα πίσω το κεφάλι της, προσπαθώντας να τεντώσει το λαιμό της. Αισθανόταν ότι κάτι την ενοχλούσε. Από τότε που αρρώστησε όταν κάτι τη στεναχωρούσε ή τη θύμωνε πάντα έκανε αυτή την κίνηση. Ήταν η δική της μορφή υποσυνείδητης άμυνας. Ξεροβήχει με όση δύναμη έχει. Ωστόσο τη διακόπτει ο θόρυβος που νομίζει ότι ακούει έξω από το δωμάτιο. Προσπαθεί να στρέψει το βλέμμα της προς την πόρτα. Δυστυχώς δεν είναι κανείς. Απογοητεύεται.
Η Ηλιάνα, η γυναίκα που τη φροντίζει, έρχεται για λίγη ώρα τρεις φορές την ημέρα. Οι κοντινοί συγγενείς της αποφάσισαν να μη τη βάλουν σε ίδρυμα, γιατί κάτι τέτοιο θα τη σκότωνε. Θεώρησαν ότι θα ήταν καλύτερο να μείνει στο παλιό δυαράκι που με τόσο κόπο αγόρασε η ίδια. Το μισθό της οικονόμου της τον πλήρωναν τ’ αδέρφια της, αν και ποτέ δεν είχε στενές σχέσεις μαζί τους. Όταν έφυγε για πάντα από το πατρικό της, η Στέλλα έκοψε κάθε συναναστροφή μαζί τους. Όμως ήταν τυπική στις υποχρεώσεις της απέναντί τους. Θεωρούσε ότι κατά βάθος τη ζήλευαν που εκείνη έκανε στη ζωή της αυτό που ήθελε. Σκέψεις, που για ακόμα μια φορά διακόπτονται από την προσπάθεια που κάνει να βολέψει το σώμα της πάνω στο κρεβάτι, στο οποίο είναι καθηλωμένη εδώ και έξι μήνες. Με κόπο τεντώνει και λυγίζει τα πόδια της, αλλά νιώθει αφόρητους πόνους στους αστράγαλους και τις πατούσες. Τα δάχτυλά της χτυπάνε στα προστατευτικά κάγκελα του κρεβατιού. Πονάει, κάνοντας το μυαλό της να τρέχει σαν δίτροχη μηχανή που ξεσκίζει τον άνεμο, διασχίζοντας ανοιχτούς δρόμους. Μπροστά της εμφανίζεται η εικόνα της Aprilia Pegaso 650, της μηχανής που κάποτε είχε αγοράσει, δουλεύοντας σκληρά στο κομμωτήριο «Ιάσονας» στα Νότια προάστια, ως κομμώτρια. Στη Στέλλα, που με πολύ οικονομία είχε καταφέρει να βγάλει δίπλωμα οδήγησης, της άρεσε όταν δε δούλευε να ταξιδεύει μόνη της, έχοντας για συντροφιά τον άνεμο και την ταχύτητα. Τότε ήταν που ονειρευόταν τον εαυτό της σε μεγάλη ηλικία να οδηγάει ακόμα τη μηχανή της. Εξάλλου, ο μόνος λόγος για τον οποίο ήθελε, αν κάποτε μπορούσε, να σταθεί στα πόδια της, ήταν να καταφέρει να ξανανέβει στο δίτροχο σύντροφό της. Η Στέλλα είχε ζήσει μία ζωή χωρίς όρια και κανόνες, γι’ αυτό και δεν ονειρεύτηκε ποτέ μεγάλες καριέρες, αν και μπορούσε να τα καταφέρει. Πάντα έλεγε ότι αυτά είναι για τους ανθρώπους που αρέσκονται να είναι δέσμιοι ενός ψεύτικου κοινωνικού εγώ, που όμως δε χόραγε στο δικό της τρόπο σκέψης.
Με δυσκολία στρέφει το κεφάλι της στο μεγάλο παράθυρο με τα παλιά ξύλινα κουφώματα. Έξω δε βρέχει πια και ο ουρανός είναι μουντός. Αναρωτιέται τι μέρα και τι ώρα να είναι. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε και πώς αρρώστησε. Το μυαλό της για να την προστατεύσει έχει διαγράψει τέτοιες λεπτομέρειες. Άλλωστε τι σημασία έχει. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω για να διορθώσει γεγονότα και καταστάσεις. Στο δωμάτιο σιγά σιγά πέρα από τη σιωπή αρχίζει ν’ απλώνεται και το σκοτάδι. Είναι όμως αλλιώτικο από εκείνο του θανάτου που φοβάται η Στέλλα. Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που δεν παρευρέθηκε στις κηδείες των γονιών της. Την τρόμαζε ανέκαθεν η ιδέα ότι θα αντίκριζε από τόσο κοντά το θάνατο, αλλά έκανε λάθος. Δίπλα στην πόρτα του έφτασε όταν αρρώστησε. Τελικά όμως κατάφερε να του ξεφύγει. Τώρα πια δεν αισθάνεται άτρωτη. Νιώθει πολύ κουρασμένη, αλλά και ικανοποιημένη που η ζωή της έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει κάποτε πράγματα για τα οποία ήταν προορισμένη.