της Γιώτας Αγαπητού
Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Νέας Υόρκης εκείνο το απόγευμα του Γενάρη του 1910 ο κόσμος για μία ακόμα μέρα έτρεχε να προλάβει τους γρήγορους ρυθμούς ζωής ενός νέου αιώνα, που εδώ και μία δεκαετία είχε κάνει δυναμικά βήματα προς το μέλλον.
Η Μαρουσώ κουρασμένη, πεινασμένη και αφάνταστα απογοητευμένη που δεν είχε συναντήσει στο σταθμό ακόμα το Νώντα Γιαμαλάκη και τον Ardal Hugher, για να μη σκέφτεται κοίταζε γύρω της τους ανθρώπους. Παρατηρώντας τους πρόσεξε πως καμία σχέση δεν είχαν με κείνους τους απλοϊκούς κατοίκους του νησιού της. Όλοι τους ήταν ντυμένοι με ρούχα που δεν τα είχε ξαναδεί ούτε καν στο λιμάνι της Πάτρας, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι της για τη Νέα Υόρκη. Έβλεπε γυναίκες όμορφες και κομψές μέσα στις μακριές φούστες τους και τα κοντά και στενά τους σακάκια, με στολισμένα, μεγάλα και περίτεχνα καπέλα να προχωράνε με χάρη, κρατώντας αγκαζέ τους άντρες που τις συνόδευαν, ντυμένοι όλοι τους με κουστούμια και κολλαριστά λευκά πουκάμισα.
Η Μαρουσώ κλείνοντας τα μάτια της ονειροπολούσε. Φανταζόταν τον αδερφό της όμορφα ντυμένο όπως όλοι αυτοί οι άντρες. Για μια στιγμή κοίταξε τα ρούχα που φόραγε. Άγγιξε το μαντίλι που κάλυπτε τα μακριά της μαλλιά, την ποδιά γύρω από τη μέση της και το μακρύ πολύχρωμο φουστάνι της. Ρούχα που από την αρχή του ταξιδιού είχαν γίνει ένα με το σώμα και την ψυχή της. Τώρα που έφτασε στη Νέα Υόρκη της θύμιζαν απλά το νησί της. Παρατηρώντας όμως καλύτερα είδε γύρω της κι ανθρώπους ντυμένους με ρούχα που διέφεραν, όπως και τα δικά της, από εκείνα των κομψευόμενων νεοϋορκέζων. Από τις φορεσιές τους η νεαρή Καλύμνια κατάλαβε ότι και κείνοι ήταν μετανάστες από άλλες χώρες, που ίσως τα βλέμματά τους να είχαν συναντηθεί φευγαλέα στο νησί Έλις.
Ο κόσμος που περνούσε από το κεντρικό παγκάκι στη μεγάλη αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού έριχνε βιαστικές και φευγαλέες ματιές στη Μαρουσώ που ήταν καθισμένη εκεί. Εξάλλου, οι κάτοικοι της πόλης είχαν συνηθίσει να υποδέχονται ανθρώπους από άλλες πατρίδες, προσπαθώντας να τους αφομοιώσουν όσο μπορούσαν καλύτερα με τον πολιτισμό τους.
Πρώτη φορά μετά από μέρες η Μαρουσώ έφερε για λίγο στη μνήμη της το νησί της. Σκέφτηκε τους γονείς της και δάκρυσε. Τον κύρη της, που μετά και από το δικό της ξεριζωμό θα έχει βυθιστεί στο αλκοόλ και τη μοναξιά. Τη μάνα της, που τα πρωινά θα συνεχίζει να ξενοδουλεύει και τα μεσημέρια που θα γυρίζει στο σπίτι κατάκοπη θα φροντίζει το νοικοκυριό και τον άντρα της. Τα βράδια όμως όταν εκείνος ζαλισμένος από το πιοτό θα κοιμάται, εκείνη κοιτάζοντας τη θάλασσα θα προσεύχεται για τα παιδιά της που έχουν φύγει μακριά, στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Η Μαρουσώ όμως έφερε για λίγο στο μυαλό της και τις αδερφές της. Τη Λενιώ και την Ασημίνα, που είχαν κάνει εδώ και καιρό τις δικές τους οικογένειες στη Σύμη και την Κάρπαθο. Μετανιώνει που δεν τις έγραψε ένα γράμμα πριν φύγει για να τις πει ότι εκείνη θ’ ακολουθούσε το μονάκριβο αδερφό τους στη ξενιτιά.
Όσο κι αν ένιωθε κουρασμένη, αλλά και αφάνταστα ταλαιπωρημένη προσπαθούσε να βάλει σε μία σειρά αυτά που θα έπρεπε να πει στο Νώντα για τους δικούς τους, που τους άφησαν για πάντα πίσω στο νησί. Εξάλλου, η Μαρουσώ συνέχιζε με διάφορους τρόπους να μη σκέφτεται για να μην τροφοδοτεί τους φόβους της, που ένιωθε ότι αν το επέτρεπε θα την κυρίευαν.
Ωστόσο, οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας προχωρούσαν βιαστικά, αλλά δεν κατάφερναν να πτοήσουν τη νεαρή γυναίκα, γιατί εκείνη πίστευε ότι θα τα κατάφερνε, όπως τα είχαν καταφέρει πολλοί μετανάστες που είχαν φτάσει όπως και αυτή στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που η πείνα και η δίψα την είχαν κυριεύσει, η Μαρουσώ αποφάσισε, αν και είχε χρήματα, να μην εγκαταλείψει το παγκάκι για να βρει κάτι να φάει. Άλλωστε, δεν ήξερε με πιο τρόπο να συνεννοηθεί. Ενώ από την άλλη πίστευε ότι αν οι δύο άντρες ερχόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό θα περνούσαν σίγουρα από το σημείο αυτό. Έτσι για λίγο έγειρε το κορμί της και ξάπλωσε πάνω στο σκληρό παγκάκι κλείνοντας τα μάτια. Τώρα πια αδιαφορούσε για τ’ αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, όπως και για τους αστυνομικούς, οι οποίοι περνούσαν από κει κάθε τόσο και ίσως θα μπορούσαν αν ήθελαν να τη συλλάβουν.
Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο τσουχτερό, φτάνοντας ως την ψυχή της. Χωρίς να το καταλάβει αποκοιμήθηκε. Ταξίδεψε νοερά για λίγο στο νησί της, στην Κάλυμνο. Είδε τη μάνα της να δακρύζει που έμεινε μόνη με τον άντρα της μέσα σ’ ένα σπίτι, που κάποτε όταν ήταν νέοι το γέμιζαν με όνειρα κι ελπίδες τόσο για κείνους όσο και για τα παιδιά τους. Αισθάνθηκε σαν να καταλάβαινε η μάνα της ότι οι πρώτες στιγμές της κόρης της στην άλλη άκρη του κόσμου ήταν δύσκολες και αφάνταστα αγωνιώδεις κι ότι ευχόταν μέσα από την καρδιά της τα δύο αδέρφια τελικά να καταφέρουν να συναντηθούν. Είδε και τον κύρη της καθισμένο σε μια γωνιά του καφενέ που ήταν κοντά στο λιμάνι, παρέα με άλλους απόμαχους δύτες να βλαστημάει τη μοίρα του που τα παιδιά του σκορπίσανε στις τέσσερις άκρες του ορίζοντα και τώρα μαζί με την κυρά του έμειναν δυο κούτσουρα μόνα σ’ ένα αδειανό σπίτι.
Η Μαρουσώ ένιωθε γαλήνια μέσα στον ύπνο της, σαν να ήταν το μικρό κοριτσάκι με τα σπίρτα του παραμυθιού. Αισθάνθηκε μία φευγαλέα νοσταλγία για τους γονείς της, ενώ δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της, συνειδητοποιώντας και τη δίκη τους μοναξιά. Πόσο θα θελε να πήγαιναν όλα καλά και να τους έφερνε και κείνους κάποια στιγμή στη Νέα Υόρκη. Έξω η νύχτα είχε για τα καλά κυριεύσει την πόλη, όμως στην αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού βιαστικοί άνθρωποι συνέχιζαν να μπαινοβγαίνουν στα τρένα. Σκέφτηκε ότι από ένα τέτοιο τρένο σίγουρα θα είχαν κατέβει ο Νώντας με τον Ardal. Πόσο λαχταρούσε να σφίξει επιτέλους στην αγκαλιά της τον αδερφό της.
Μέσα στο πλήθος η Μαρουσώ προσπαθούσε ν’ αναγνωρίσει το αγαπημένο και χαραγμένο από το χρόνο πρόσωπο του Νώντα, αλλά και τον Ardal που τον είχε δει σε μία φωτογραφία. Κοίταζε μπροστά της, πίστευε ότι ο αδερφός της, αν και πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που έφυγε από το νησί, δεν θα είχε βγάλει από τη μνήμη του τα ρούχα που φορούσαν οι γυναίκες του τόπου του. Τα ίδια ρούχα με τα οποία ντύνονταν και η μάνα τους, που η μοίρα της πήρε μακριά το γιο και τώρα τη μικρότερη κόρη.
Η Μαρουσώ προσπαθούσε ν’ αναγνωρίσει μέσα από τα χιλιάδες βήματα τα δικά του. Ν’ ακούσει τη φωνή του. Ανέσυρε από τη μνήμη της τους χαρούμενους νησιώτικους σκοπούς που της τραγουδούσε ο Νώντας όταν εκείνη ήταν μικρή. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του πανωφοριού της και άγγιξε το φυλαχτό που της είχε δώσει η μάνα της λίγο πριν φύγει. Το έφερε στο πρόσωπό της και το ασπάστηκε σαν κάτι ιερό. Στις τσέπες της όμως βρήκε και τα τελευταία ψίχουλα από τα παξιμάδια που είχε πάρει μαζί της για το μεγάλο ταξίδι. Χάρηκε που για λίγο με αυτά τα ψίχουλα θα ξεγελούσε την πείνα της.
Το ρολόι του τοίχου έδειχνε εννέα και το σκοτάδι είχε αγγίξει την καρδιά της. Προσπαθούσε να μαντέψει αν εκείνη τη στιγμή στο νησί της ήταν μέρα ή νύχτα. Ήταν βέβαιη τώρα πια ότι δε θα συναντούσε τουλάχιστον για απόψε τον αδερφό της. Σκέφτηκε ότι ίσως και κείνος να ένιωθε το ίδιο απογοητευμένος που δεν την είχε βρει. Ίσως όμως να κατάφερναν να βρεθούν την επόμενη μέρα.
Η Μαρουσώ ήθελε να ξαναβάλει τα κλάματα. Το μετάνιωσε όμως, γιατί το θεώρησε άσκοπο και κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε την κατάστασή της. Αν ήξερε τουλάχιστον λίγες λέξεις από τη γλώσσα που μιλάνε οι κάτοικοι αυτής της χώρας θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον αστυνομικό για να βρει το Νώντα Γιαμαλάκη και τον Ardal Hugher. Τουλάχιστον στο παγκάκι αυτό ήταν προφυλαγμένη από το κρύο και το χιόνι. Σιγά σιγά οι δείκτες του ρολογιού άγγιξαν τις δέκα. Ο κόσμος άρχισε να λιγοστεύει στη μεγάλη αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού. Για μία ακόμη φορά βήματα κατευθύνονταν προς το μέρος της. Όμως τώρα δε έδινε πια σημασία. Τα βήματα όλο και πιο πολύ έρχονταν προς αυτήν. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το πάτωμα, με τις άκρες των ματιών της αναγνώρισε μία αγαπημένη μορφή. Προσπάθησε να μην ενθουσιαστεί. Ίσως και να ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού της για να πάρει κουράγιο. Τα μάτια της όμως δεν την ξεγέλασαν. Το αγαπημένο πρόσωπο, το χαραγμένο από το χρόνο, τώρα πια, στέκονταν σχεδόν μπροστά της. Πίσω του ο γνώριμος άγνωστος άνδρας της δικής της φωτογραφίας, που για κείνον διέσχισε τον Ατλαντικό με σκοπό να τον συναντήσει και ίσως αν το ήθελε η ζωή να γινόταν ο ένας για τον άλλο παντοτινοί σύντροφοι.