της Γιώτας Αγαπητού
Χαϊδεύει απαλά με τ’ ακροδάχτυλα μία μία τις μεγάλες μαύρες βλεφαρίδες που πλαισιώνουν σαν κάδρο τα μάτια της, προσδίδοντας μια πιο δραματική και θεατρινίστικη εικόνα. Η περούκα με τα ξανθά μαλλιά θυμίζει κάτι από το παλιό ένδοξο Χόλιγουντ. Αν και είναι μόνη της στο καμαρίνι, προσπαθεί νευρικά να ταιριάξει όσο καλύτερα γίνεται τη σατέν ρόμπα που σκεπάζει το γυμνό κορμί της. Ξαφνικά νιώθει κουρασμένη και γερασμένη. Εξάλλου πριν από λίγο δέχτηκε το τελευταίο δυνατό χειροκρότημα πάνω στη σκηνή από ένα ενθουσιώδες κοινό που την επευφημούσε φωνάζοντας ρυθμικά τ’ όνομά της. Συγκινημένη ανταπέδωσε το χειροκρότημα. Σαράντα γεμάτα χρόνια πάνω στο σανίδι δε σβήνονται τόσο εύκολα με μία μονοκοντυλιά. Στρέφει βιαστικά το βλέμμα της στον τεράστιο καθρέφτη πάνω στο μπουντουάρ. Ένας χώρος γεμάτος με κάθε λογής καλλυντικά, αλλά κι αμέτρητες περούκες. Η Λένι τη ζωή της όλη την πέρασε βιώνοντας συνεχώς αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις. Μια αδιάκοπη εναλλαγή ρόλων, που κάποιοι από αυτούς στηρίχτηκαν καθαρά στη θηλυκή της πλευρά.
Ο Νικόλας γεννήθηκε πριν από εξήντα πέντε χρόνια στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς του ήταν δεύτερης γενιάς μετανάστες, με καταγωγή από την Κρήτη. Γιατροί και οι δύο στο επάγγελμα, όπως και οι παππούδες του, φιλοδοξούσαν το παιδί τους στο μέλλον ν’ ακολουθήσει τα βήματα του Ιπποκράτη. Παρότι η ιδέα αυτή δεν ενθουσίαζε το νεαρό αγόρι, αποφάσισε να πραγματοποιήσει τ’ όνειρο των γονιών του. Άλλωστε ήταν πολύ καλός μαθητής, και γι’ αυτό, αν το επιδίωκε, θα γινόταν δεκτός σε οποιαδήποτε πανεπιστημιακή σχολή ήθελε. Όταν τελείωσε το λύκειο ζήτησε από τους δικούς του να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, με τελικό προορισμό την Κρήτη. Φτάνοντας στο νησί εντύπωση τού προκάλεσε ο τρόπος ζωής των κατοίκων, μα και η λατρεία των παλαιοτέρων στα δύο παμπάλαια πολιτικά τζάκια που συνεχώς εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γοητευμένος από τους επώνυμους κομματάρχες του τόπου, αργότερα πήρε στοιχεία του χαρακτήρα τους, τα οποία θ’ αφομοίωνε στις περσόνες που θα δημιουργούσε πάνω στο σανίδι.
Γυρίζοντας πίσω στη Αμερική, αν και δεν τον ευχαριστούσε η ιδέα, χρησιμοποίησε διάφορες δικαιολογίες ώστε να καθυστερήσει γι’ άλλη μία χρονιά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Στην απόφασή του αυτή οι γονείς του αντέδρασαν έντονα, θεωρώντας πως το παιδί τους σπαταλούσε ανούσια τον καιρό του. Ο Νικόλας όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούσε κρυφά μαθήματα θεάτρου και δραματολογίας στο Μπρόντγουεϊ, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει τον βαθύτερο λόγο της επιλογής του αυτής.
Σεπτέμβριος 2020
Εν μέσω της Πανδημίας του Κορωνοϊού αποφασίζει να γραφτεί στο UCLA, του Λος Άντζελες, θέλοντας να βρίσκεται όσο γίνεται πιο μακριά από το καταπιεστικό και συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον, που, αν και το λάτρευε, τον έπνιγε πολύ. Ωστόσο τα μαθήματα της σχολής τα παρακολουθούσε διαδικτυακά, εξαιτίας της μαζικής παράνοιας που οδήγησε στον εγκλεισμό όλου του πλανήτη. Παράλληλα όμως εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους κι άλλες περίεργες τάσεις στην αμερικάνικη κοινωνία, οι οποίες θα εξαπλώνονταν με ραγδαίο ρυθμό στον υπόλοιπο κόσμο. Μια σειρά δήθεν ατομικών δικαιωμάτων, αλλοπρόσαλλων, που ξεπερνούσαν και την πιο αρρωστημένη φαντασία.
Ο Νικόλας, ένας άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό, ασπάστηκε μερικά από τα στοιχεία τούτης της ακραίας μόδας. Αυτό όμως δεν τον απέτρεψε από το να μνημονεύει τους μεγάλους ψυχιάτρους του 19ου και 20ου αιώνα, οι οποίοι εάν ζούσαν στην εποχή του θα σοκάρονταν με τα όσα βίωνε η σύγχρονη κοινωνία. Εντούτοις τον νεαρό άντρα, όπως και τους συνομηλίκους του, τίποτα δεν τους εντυπωσίαζε πια. Οι γονείς του όμως, που ήταν άνθρωποι μίας άλλης γενιάς, στεναχωριόντουσαν και προβληματίζονταν για την κατάντια της κοινωνίας, καθώς οι κυβερνώντες στο όνομα ενός αστόχαστου κοσμοδιορθωτισμού ωθούσαν κυρίως τους νέους στην επιβολή της παρέκκλισης, και μ’ αυτό τον τρόπο τούς εγκλώβιζαν σε σκοτεινούς λαβυρίνθους, καθιστώντας τους ανίκανους ν’ αποφασίζουν νηφάλια για το μέλλον τους. Ωστόσο ο Νικόλας δεν τους παρεξηγούσε. Είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο και να τους δικαιολογεί, γιατί θεωρούσε πως ήταν κομμάτια μιας αναχρονιστικής και συντηρητικής κοινωνίας που δεν άντεχε τις νεοτερικές ιδέες του σύγχρονου κόσμου, ακόμα κι αν αυτές ήταν προς όφελός της.
Ο νεαρός άντρας στα χρόνια των σπουδών του συναναστράφηκε με ανθρώπους που τους περασμένους αιώνες θα θεωρούνταν από την επιστήμη της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας άτομα εξόχως προβληματικά. Γνώρισε αγόρια και κορίτσια, τα οποία ακολούθησαν το ρεύμα της εποχής, ενώ έχοντας τις ευλογίες μιας στρατιάς ειδικών απερίσκεπτα εν μία νυκτί αποφάσισαν ν’ αλλάξουν φύλο. Όμως αργότερα το μετάνιωσαν. Ακόμα και συμφοιτητές του αυτοπροσδιορίζονταν μ’ επίθετα και ιδιότητες που άγγιζαν τα όρια της τρέλας, χωρίς βέβαια να σκέφτονται το σκοτεινό μέλλον που θα ερχόταν στη ζωή τους. Άνθρωποι κατ’ ουσίαν ανώριμοι, οι οποίοι πίστευαν ότι επαναστατούσαν σ’ ένα δήθεν αναχρονιστικό καθωσπρεπισμό…